«Μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς: οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν» (Ματθ. στ΄, 8) (: Μὴ γίνετε λοιπὸν ὅμοιοι πρὸς αὐτούς. Διότι ὁ Πατέρας σας γνωρίζει ἐκεῖνα, ποὺ ἔχετε ἀνάγκη, προτοῦ ἐσεῖς νὰ τοῦ τὰ ζητήσετε).
Ναὶ ὁ Θεὸς εἶναι Παντογνώστης. Γνωρίζει τὰ πάντα. Χωρὶς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ζήσουμε. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει:
«Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴ ἀπολαμβάνη τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀπολαμβάνουν ὅλοι τὴν πρόνοιά Του ὁμοίως καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, κι αὐτὸ εἶναι μέγιστο εἶδος τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται ἀνάλογα πρὸς τὴν ὠφέλεια τοῦ καθενός». [Ἀπ’ τὴν ΚΗ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
- Ὁ δὲ Ἅγιος Πορφύριος μᾶς διαφωτίζει στὸ βιβλίο (Βίος καὶ Λόγοι) Ἐκδ. Ἱ. Μ. Χρυσοπηγὴ Χανίων.
«Ὁ Θεός ἐν τῇ παντογνωσίᾳ Του γνωρίζει μέ ὅλη τήν ἀκρίβεια, ὄχι ἁπλῶς ἀπό πρίν ἀλλά πρό καταβολῆς κόσμου, ὅτι ὁ τάδε θὰ κάνη, παραδείγματος χάριν, φόνο, ὅταν γίνη τριάντα τριῶν ἐτῶν. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ τῆς βουλήσεώς του -δῶρο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸ διαστρέβλωσε- ἐνεργεῖ αὐτοβούλως. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ὁ αἴτιος, οὔτε μᾶς προορίζει γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό. Ἡ παγγνωσία Του δὲν μᾶς ὑποχρεώνει. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, δὲν τὴν καταργεῖ. Μᾶς ἀγαπάει, δὲν μᾶς κάνει δούλους, μᾶς δίνει ἀξία. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπεμβαίνει στὴν ἐλευθερία μας, τὴ σέβεται, μᾶς δίνει τὸ ἐλεύθερο. Ἄρα εἴμαστε ὑπεύθυνοι, διότι κάνομε αὐτὸ ποὺ θέλομε ἐμεῖς. Δὲν μᾶς ἀναγκάζει ὁ Θεός. Εἶναι προδιαγεγραμμένο καὶ γνωστὸ στὸν Θεὸ ὅτι θὰ σκοτώσης ἐσὺ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι κανονισμένο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ τὸ κάνης. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεός, ποὺ μᾶς ἐδημιούργησε ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη κι ὁ ἴδιος εἶναι ἀπόλυτη ἀγάπη καὶ θέλει μόνο τὴν ἀγάπη, νὰ θελήση νὰ σὲ ὁδηγήση στὴν κακία καὶ στὸ φόνο; Σοῦ δίνει τὴν ἐλευθερία καὶ μετὰ σοῦ τὴν παίρνει; Ἐσὺ ἐνεργεῖς ἐλεύθερα, ἐσὺ ἀποφασίζεις αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων, χωρὶς νὰ σὲ ἀναγκάζη, γι’ αὐτὸ καὶ εἶσαι ἐσὺ ὑπεύθυνος.
- Ἕνα παράδειγμα προνοίας τοῦ Θεοῦ διαβάζουμε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος.
«Συνέβη κάποτε νὰ διατάξῃ ὁ ἅγιος Πατὴρ τὸν μοναχὸ Μωυσῆ νὰ μεταφέρη κατάλληλο χῶμα γιὰ νὰ καλλιεργήσουν λάχανα. Ὁ Μωυσῆς πράγματι ἔφθασε στὸν τόπο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε καὶ πρόθυμα ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλαβε. Ὅταν ὅμως πέρασε ἡ ὥρα καὶ ἦλθε τὸ καταμεσήμερο, ὁπότε ἡ ζέστη ἐφλόγιζε σὰν καμίνι τὸν τόπο, διότι ἦταν Αὔγουστος μήνας, ὁ Μωυσῆς ἐλύγισε καὶ κουρασμένος πολὺ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ χώματος, σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε ὀλίγο νὰ ξεκουρασθῇ. Γιὰ νὰ ἔχῃ σκιά, ξάπλωσε κάτω ἀπὸ ἕνα τεράστιο λίθο καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπεκοιμήθηκε. Ἀλλ᾿ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ πικραίνωνται μὲ τίποτα οἱ γνήσιοι δοῦλοι του, πρόφθασε μὲ τὴ συνήθη εὐσπλαγχνία του τὸ κακό, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωὴ τοῦ Μωυσῆ. Πῶς ἔγινε αὐτό, θὰ σᾶς τὸ διηγηθῶ ἀμέσως.
Ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του, κατὰ τὴν συνήθειά του, μελετῶντας καὶ συνομιλῶντας μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ἔπεσε σ᾿ ἕνα ἐλαφρότατο ὕπνο, ὁπότε βλέπει κάποιον ἱεροπρεπῆ ἄνδρα, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξυπνήσῃ καὶ σὰν νὰ τὸν εἰρωνευόταν γιὰ τὸν ὕπνο, τοῦ ἔλεγε: «Ἰωάννη, πῶς κοιμᾶσαι ἀμέριμνος, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς εὑρίσκεται σὲ κίνδυνο»; Πετάχτηκε τότε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ προσεύχεται, χρησιμοποιῶντας τὴν προσευχὴ σὰν ὅπλο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ μαθητοῦ του.
Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μωυσῆς, τὸν ἐρώτησε μήπως τοῦ συνέβη τίποτε τὸ φοβερὸ ἢ ἀνέλπιστο. «Ἕνας λίθος τεράστιος –τοῦ ἀπήντησε ἐκεῖνος –κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας θὰ μὲ ἐπλάκωνε καὶ θὰ μὲ συνέτριβε, ἐνῶ κοιμώμουν βαθειὰ ἀπὸ κάτω του, ἐὰν δὲν ἄκουγα –ἔτσι μοῦ φάνηκε- τὴν φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ᾿ ἕνα ὁρμητικὸ καὶ ἀπότομο πήδημα καὶ ἀπομακρύνθηκα, ὁπότε τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδα τὸν βράχο νὰ ἀποσπᾶται καὶ νὰ πέφτει στὸ χῶμα». Ἀκούοντάς το αὐτὸ ὁ τόσο ταπεινὸς Ὅσιος, δὲν ἀνέφερε τίποτε ἀπὸ τὴν ὀπτασία του στὸν ὑποτακτικό του, μέσα του ὅμως μὲ ἔντονες κραυγὲς καὶ αἰσθήματα ἀγάπης ἀνυμνοῦσε καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεόν».