Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Γέρων Ιάκωβος: Εγώ παιδί μου, έχω φάει πολύ ξύλο από τους δαίμονες. Πάρα πολύ ξύλο. Πολύ πόνεσα.

 O Άγιος Ιάκωβος ως διακριτικός και στοργικός πατέρας
Μπαλδιμτσής Νικόλαος, Ιατρός
Γνώρισα κάποτε μια μοναχή η οποία συνάντησε τον Άγιο Γέροντα Ιάκωβο στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ και του εξομολογήθηκε τον πονεμένο βίο της. Η γνωριμία της με τον Άγιο ήταν σε χρονική διάρκεια μικρή αλλά αυτά που μας διηγήθηκε ήταν μεγάλα και θαυμαστά. Η μοναχή αυτή πριν από χρόνια πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο στο Προκόπι της Εύβοιας. Εκεί συνάντησε μια γυναίκα, προσκυνήτρια, που της συνέστησε ένθερμα να μην παραλείψει να επισκεφτεί την Ι.Μ. του Οσίου Δαβίδ όπου θα γνωρίσει εκεί τον Γέροντα Ιάκωβο και πολύ θα ωφεληθεί.
 «Μετά από ένα χρόνο», μου είπε, «κατάφερα να επισκεφτώ το Μοναστήρι. Όταν ζήτησα από τους πατέρες να δω τον Γέροντα, μου είπαν ότι είναι άρρωστος. Μόλις είχε βάλει βηματοδότη και δεν θα μπορούσα να τον συναντήσω. Παρακάλεσα τους μοναχούς να τον ενημερώσουν ότι μια μοναχή από ένα νησί ήρθε αποκλειστικά για να τον συναντήσει. Ω, του θαύματος! Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν. Ο Γέροντας δέχθηκε να με δει κατ’ εξαίρεση. Με περίμενε στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη. Χτύπησα τρεις φορές την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη και άκουσα να μου λέει:
- Ευλόγησον, παιδί μου, πέρασε. Καλώς την αδερφή […]. Χριστός Ανέστη, παιδί μου.
Εγώ ακούγοντας ότι με αποκάλεσε με το όνομά μου από την έκπληξή μου έμεινα ακίνητη. Τον ρώτησα:
- Πώς ξέρετε το όνομά μου, Γέροντα;
Και μου λέει:
- Το άκουσα, παιδί μου.
- Μα, πώς το ακούσατε αφού δεν το είπα σε κανένα;
Και μου λέει:
- Έλα, έλα, παιδί μου. Μη «κολλάς» εκεί. Στο όνομα θα «κολλήσουμε» ή στις αμαρτίες μας; Γι’ αυτό δεν ήρθες;
Μου μίλησε έτσι για να μην ασχοληθώ άλλο με τη θαυμαστή αποκάλυψη του ονόματός μου. Στη συνέχεια μου είπε:
- Έλα παιδί μου, κάθισε γιατί είσαι και πάρα πολύ άρρωστη.
Πραγματικά εκείνο τον καιρό ήμουν πολύ άρρωστη. Είχα χαμηλό αιματοκρίτη και είχε προγραμματίσει η αδερφή μου την εισαγωγή μου στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών για εξετάσεις. Προτίμησα όμως να πάω στον Όσιο Δαβίδ να συναντήσω τον Γέροντα παρά να κοιτάξω την υγεία μου. Όταν ο Γέροντας μου είπε ότι ήμουν πολύ άρρωστη έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αναρωτήθηκα:
- Μα τι άνθρωπος είναι αυτός; Όλα τα γνωρίζει. Όλα του είναι φανερά.
Πριν αρχίσω την εξομολόγησή μου με ρώτησε:
- Εδώ παιδί μου γιατί ήρθες;
Του λέω:
- Ήρθα γιατί με στείλανε.
- Σε μένα τον αμαρτωλό σε στείλανε; Υπάρχουν τόσοι αξιόλογοι ιερείς και πνευματικοί που μπορείς να πας να εξομολογηθείς. Με τόση ειλικρίνεια μου έλεγε ότι είναι πολύ αμαρτωλός που για μια στιγμή το πίστεψα.
Μετά, του εξομολογήθηκα τη ζωή μου. Ότι ήμουν μοναχή σε ένα μοναστήρι. Κάθε Κυριακή ερχόταν η μάνα μου να λειτουργηθεί. Συνεχώς με παρακαλούσε να βοηθήσω στα πολλά προβλήματα της οικογένειάς μου. Η μητέρα μου ήταν καρκινοπαθής με παρά φύσιν έδρα, ο αδερφός μου ψυχοπαθής από Ψυχιατρείο σε Ψυχιατρείο, ένα ανιψάκι μου ήταν ορφανό και μια αδερφή του πατέρα μου ήταν μόνη της και κατάκοιτη. Εγώ δεν άντεξα στα παρακάλια της μητέρας μου κι έτσι ο γέροντας της μονής μου αναγκάστηκε και μου είπε:
- Άντε παιδί μου. Πήγαινε να τους βοηθήσεις και θα γίνεις εκτός από μοναχή και «ερυθοσταυρίτισσα». Στο μοναστήρι θα έρχεσαι όποτε θέλεις. Για εξομολόγηση, για τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία.
Έτσι, βγήκα από το μοναστήρι μου και άρχισα αυτόν τον μεγάλο αγώνα. Το πόσο υπέφερα ψυχικά αλλά και σωματικά ο Θεός γνωρίζει. Από τα βάρη που σήκωνα, καταστράφηκε η σπονδυλική μου στήλη. Και από τις παθήσεις του στομάχου και του εντέρου μου απέκτησα πολύ μεγάλη αναιμία.
Αφού εξομολογήθηκα αυτά στον Άγιο Ιάκωβο, μου είπε:
- Παιδί μου, εσύ βγήκες από το μοναστήρι σου και εξυπηρέτησες τη μητέρα σου. Και καλά έκανες. Και τον αδερφό σου, και τους άλλους συγγενείς και καλά έκανες. Δεν σκέφτηκες όμως τις υποσχέσεις που έδωσες όταν έγινες μοναχή. Ότι δηλαδή θα εγκαταλείψεις πατέρα, μητέρα, συγγενείς και θα ακολουθήσεις το δρόμο του Χριστού. Ο διάβολος σε έβγαλε από το μοναστήρι σου. Η σκέψη σου να διακονήσεις τους δικούς σου ήταν διαβολική. Έφυγες με τη θέλησή σου. Είσαι λοιπόν μια μοναχή λιποτάκτης. Εγκατέλειψες το στρατόπεδό σου. Είσαι και παραβάτις γιατί αθέτησες τις υποσχέσεις σου. Συγγνώμη που σου μιλάω τόσο σκληρά αλλά αυτή είναι η αλήθεια.
Εγώ ακούγοντας τον Γέροντα λυπήθηκα πάρα πολύ για τη ζωή μου. Κατάλαβα ότι δεν άφησα το Θεό να οικονομήσει τους συγγενείς μου αλλά πήρα εγώ τη θέση του Θεού.
Και ο Άγιος συνέχισε:
- Παιδί μου, παρότι αυτά που σου είπα είναι η αλήθεια δεν θέλω να φύγεις από εδώ λυπημένη. Δεν είναι παιδί μου ο τόπος αλλά ο τρόπος που θα μας σώσει. Κι εσύ φεύγοντας από το μοναστήρι σου δεν κοίταξες την καλοπέρασή σου αλλά κουράστηκες. Αγωνίστηκες σκληρά. Αυτή η ζωή, παιδί μου, έτσι είναι. Συνεχώς πέφτουμε και πρέπει να σηκωνόμαστε. Μοιάζουμε με τον ορειβάτη που θέλοντας να ανεβεί σε μια ψηλή κορυφή πέφτει αμέτρητες φορές αλλά πάλι σηκώνεται και προσπαθεί, γιατί το βλέμμα του το έχει στραμμένο στην κορυφή. Δεν εγκαταλείπει την προσπάθειά του. Έτσι, παιδί μου, και στη ζωή μας συνεχώς θα πρέπει να προσπαθούμε να αγωνιζόμαστε. Και αυτά που δεν κατορθώσαμε ή αυτά που κάναμε και δεν άρεσαν στο Θεό βάζει ο Θεός τον «πήχη» του, δηλαδή την ευσπλαχνία του. Τα αναπληρώνει και σώζει τον άνθρωπο. Τόσο σπλαχνικό και στοργικό Θεό έχουμε! Να μην πούμε όμως, αδερφή, ότι ο Θεός έχει τον «πήχη» του δηλαδή το έλεός Του και την ευσπλαχνία Του και επαναπαυτούμε και αφήσουμε τον αγώνα. Πρέπει συνεχώς να αγωνιζόμαστε. Ο Θεός θα παραβλέψει τα υστερήματά μας, θα συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και θα μας αξιώσει του Παραδείσου. Τον Παράδεισο ο Θεός τον έκανε για τους ανθρώπους. Δεν έκανε την κόλαση. Στην κόλαση θα πάνε μόνο αυτοί που δεν μετανοούν. Αυτοί που βλαστημούν το Χριστό και τους αγίους, θεατρίζουν την Παναγία μας και δεν έχουν μετάνοια. Μόνο αυτοί θα κολαστούν.
Συνεχίζοντας του λέω:
-Γέροντα, δεν θέλω να γυρίσω στο νησί μου όπου τόσο υπέφερα για εικοσιπέντε χρόνια. Σκέφτομαι να μείνω στην Αθήνα όπου είναι η αδερφή μου.
Μου λέει ο Άγιος:
-Όχι, παιδί μου. Θα γυρίσεις πάλι στο νησί σου. Το σχήμα σου δεν θα το τσαλαπατήσεις. Θα λες με το λογισμό σου ότι είσαι στο μοναστήρι σου. Το κουκούλι που φοράς στο κεφάλι σου θα λες ότι είναι η σκεπή του μοναστηριού σου. Και το μαντήλι που προεξέχει από το μέτωπό σου θα λες ότι είναι το παράθυρο του κελιού σου. Μέσα από αυτό το παράθυρο θα βλέπεις τον κόσμο. Θα λες συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με την αμαρτωλή» και την «Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου». Αυτόν τον κανόνα σου βάζω ως πνευματικός και θα τον τηρήσεις μέχρι την τελευταία σου αναπνοή. Όσο για τη ζωή σου, ας την αφήσουμε στο έλεος του Θεού. Εγώ παιδί μου, θα προσεύχομαι πάντα για σένα και η προσευχή θα δείξει σε ποιο δρόμο θα σε ρίξει ο Θεός. Εκεί που θα ζεις, όταν θα έρχονται κάποιοι άνθρωποι να σε συμβουλευτούν θα σε φωτίζει η Χάρη του Θεού και θα τους λες αυτό που πρέπει. Και έτσι, θα τους βοηθάς.
Συνεχίζοντας ο Άγιος Ιάκωβος άρχισε να μου μιλάει για τον εαυτό του:
- Κι εγώ, παιδί μου, πολύ βασανίστηκα στη ζωή μου, πολύ δοκιμάστηκα. Ο μοναχισμός δεν είναι τόσο εύκολος. Ο σατανάς μας πολεμάει μέρα-νύχτα. Ποτέ δεν κοιμάται. Μπορεί να αφήσει χίλιους κοσμικούς για να «ρίξει» έναν μοναχό. Και αν το καταφέρει έχει μεγάλη χαρά. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και προσευχή. Άραγε, ήμουν ευάρεστος σ’ Αυτόν τόσα χρόνια που εργάστηκα στο μοναστήρι; Ή ήμουν ένας ανίκανος; Δεν ξέρω την κρίση του Θεού για μένα. Μόνο η Χάρη του Θεού γνωρίζει για την αμαρτωλότητά μου. Στο έλεός Του έχω την ελπίδα μου. Εγώ παιδί μου, έχω φάει πολύ ξύλο από τους δαίμονες. Πάρα πολύ ξύλο. Πολύ πόνεσα.
Τα έλεγε αυτά με τόσο πονεμένη φωνή! Τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Τον έβλεπα και νόμιζα ότι τα ζούσε εκείνη τη στιγμή. Τότε μου διηγήθηκε μια συνταρακτική εμπειρία του:
«Είχε έρθει στο Μοναστήρι μια κοπέλα που έπασχε από δαιμόνιο. Οι πατέρες, επειδή είχα βάλει τον βηματοδότη, δεν ήθελαν να σηκωθώ από το κρεββάτι μου και να κουραστώ. Οι πνευματικοί, της διάβαζαν ευχές στην εκκλησία. Εγώ πήγα στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπη και με το κομποσκοινάκι μου έκανα την προσευχή μου. Ξαφνικά, ένοιωσα έναν ανεμοστρόβιλο και μια φοβερή δυσωδία που έπιασα τη μύτη μου. Μπροστά μου είδα έναν μαυριδερό σκελετό και μια άγρια φωνή μου έλεγε: Παλιόγερε, με έχεις κάψει με τις προσευχές σου. Αλλά να δεις κι εγώ τι θα σου κάνω. Εγώ είπα από μέσα μου: Εγώ κανέναν δεν ήθελα να κάψω στη ζωή μου. Ούτε κι αυτόν εδώ που βλέπω μπροστά μου.
Με άρπαξε από τα γένια και άρχισε να με γυρίζει στον αέρα γύρω-γύρω μέσα στην εκκλησία. Αδερφή μου, τόσο πόνεσα που νόμιζα ότι θα μου κοπεί ο λαιμός και θα ξεριζωθούν τα γένια μου, παρότι το σώμα μου είναι τόσο αδύνατο, σκελετωμένο».
Του λέω:
- Γέροντα, πόση ώρα σε γύριζε γύρω-γύρω;
- Περίπου είκοσι λεπτά με μισή ώρα, μου είπε.
Και συνέχισε: «Τότε με φώτισε ο Θεός και άνοιξα τα χέρια μου και με το σώμα μου σχηματίστηκε σταυρός. Όταν ο πειρασμός το είδε, όπως ήρθε έτσι και έφυγε. Σαν ανεμοστρόβιλος αφήνοντας πίσω τη δυσωδία του. Έμεινα κάτω πεσμένος μέσα στην εκκλησία. Ψηλάφισα τον πονεμένο λαιμό μου και είδα ότι δεν χωρίστηκε από το σώμα μου. Ψηλάφησα το γένια μου και είδα ότι ήταν στη θέση τους. Πήρα ένα Σταυρό που έχει μέσα άγια λείψανα του Αγίου Χαραλάμπη και άλλων αγίων. Κατέβηκα στην εκκλησία και σταύρωσα τη δαιμονισμένη νέα. Της διάβασα δυο-τρεις ευχές και τη χτύπησα με το Άγιο Ευαγγέλιο σταυροειδώς ελαφριά στο κεφάλι της. Αμέσως θεραπεύτηκε».
Αφού τελείωσε ο Άγιος Γέροντας τη συνταρακτική αυτή διήγηση, με παρακάλεσε να μην τη διηγηθώ όσο ζει. Μου έδωσε την ευχή του και έφυγα. Τα λόγια του έμειναν χαραγμένα στην καρδιά μου. Ήταν λόγια αληθινά, ειλικρινή, θεραπευτικά. Και πώς να μην ήταν αφού ήταν τα λόγια ενός Αγίου!
Πώς να ευχαριστήσω το Θεό που με αξίωσε να γνωρίσω αυτόν τον Άγιο, να τον έχω απέναντί μου και να συνομιλώ μαζί του για μια ολόκληρη ώρα; Ήταν μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού για τη σωτηρία μου.