Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει: ακόμα και αν έχεις ανέλθει όλη την κλίμακα των αρετών, υπέρ αφέσεως αμαρτιών προσεύχου.
Έστω
και αν έχεις όλες τις αρετές, που πολλοί ούτε μία δεν έχουν σωστή, αλλά
όλες αν τις έχεις, υπέρ αμαρτιών αφέσεως προσεύχου. Διότι έτσι
ασφαλίζεις τις όποιες τυχόν αρετές έχεις δια της ταπεινώσεως.
Αλλά
και διότι κανείς από εμάς δεν έχει το μέτρο το κατάλληλο, που μπορεί να
να μετρήσει, αν αυτό που κάνει είναι αρεστό στα μάτια του Θεού.
Εγώ
αυτήν την ώρα ομιλώ και εσείς που με ακούτε μπορεί να θαυμάζεται και
εγώ μπορεί να θαυμάζω τον εαυτόν μου. Και ο Θεός να μου πει:
- Θα σου πω Εγώ μετά...
Σας φαίνεται παράξενο;
Υπήρξε
μεγαλύτερος άνθρωπος από τον Προφήτη και Θεόπτη Μωϋσή που μιλούσε με
τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο; Έχουμε άλλον άνθρωπο που να επιτέλεσε ο Θεός
τόσα θαύματα δια του Μωϋσέως; Όχι!
Μπήκε ο Μωϋσής στη γη της Επαγγελίας;
Δεν μπήκε!
Και
μάλιστα η τελευταία ενέργεια του Μωϋσέως, ήταν για τη δόξα του Θεού
κατά κόσμου. Χτύπησε τη πέτρα, έβγαλε νερό, ποτίστηκε ολόκληρη η
συναγωγή, στο τέλος όμως, του λέει ο Θεός:
-
Δεν πρόκειται να πας στη γη της Επαγγελίας, διότι δεν Με τίμησες! Δεν
το έκανες ακριβώς, όπως Εγώ σου είπα. Σου κάνω μια οικονομία να την δεις
από μακριά...
Και τον ανέβασε σε ένα βουνό και είδε από μακριά που είναι ο η γη της Επαγγελίας.
Διότι
στην τελευταία αυτή δοκιμασία του Μωϋσή, για να μείνει παράδειγμα στην
αιωνιότητα, δεν τον είπε να χτυπήσει την πέτρα ως είθισται, που μέχρι
τότε χτυπούσε την πέτρα και έβγαζε νερό, αλλά να πει στην πέτρα να
βγάλει νερό. Και ο Μωϋσής λιποψύχησε και σκέφτηκε:
«Μέχρι
τώρα χτυπούσα την πέτρα και έβγαζε νερό, αν δεν βγάλει τώρα νερό, θα με
λιντσάρουν αυτοί οι Εβραίοι εδώ πέρα, αυτός ο σκληροτράχηλος λαός. Τί
να κάνω εγώ τώρα;»
Και το κάνει μισό – μισό.
Και λέει στους πατριώτες του:
- Τί θέλετε λοιπόν; Να πω στην πέτρα να βγάλει νερό και εάν δεν βγάλει;
Και
ταυτοχρόνως τη χτύπησε την πέτρα. Είπε ένα κομμάτι από το Θεό, έβαλε
και ένα κομμάτι από το δικό του. Ο Θεός για τους ανθρώπους έκανε το
θαύμα, έβγαλε νερό, αλλά αυτόν τον έπιασε από το αυτί και του είπε:
- Πέρασε έξω...
Και
έβαλε τον Ιησού του Ναυή στα πόδια του και αυτός οδήγησε τον λαό στη γη
της Επαγγελίας και όχι ο Μωϋσής, ο οποίος τιμωρήθηκε για μία
λεπτομέρεια.
- Άνθρωπος είμαι θα πει κανείς, για μια λεπτομέρεια;
- Όχι! Από τη στιγμή που λες ότι είσαι δικός Μου και Με πιστεύεις, παύεις να είσαι άνθρωπος. Είσαι υπεράνθρωπος!
Εμείς
έχουμε τη γνώμη, ότι οπωσδήποτε αυτό που κάνουμε φανερά και κρυφά, η
προσευχή που κάνουμε, αυτό που διαβάζουμε (και γενικά κάποια αρετή που
εξασκούμε), ευχαριστεί τον Θεό.
Από πού την έχεις την πληροφορία; Ποιός σου είπε, ότι ο Θεός ευχαριστείτε;
Και θα πει κανείς.
- Μα πώς θα το μάθω;
-
Δεν σου λέω να το μάθεις. Αλλά σου λέω την άλλη πλευρά: να φοβάσαι ότι
αυτό που κάνεις, ίσως ο Θεός να μην το θέλει... Δεν σου λέω να μάθεις,
αλλά να φοβάσαι. Αλλά εμείς δεν φοβόμαστε. Αυτό είναι το μυστικό! Εκεί
θέλω να οδηγήσω.
Κάνεις
ένα δώρο σε έναν άνθρωπο. Και τον κοιτάζεις πως θα δεχτεί το δώρο. Και
αυτός ο άνθρωπος είναι ευγενής, παρότι το δώρο δεν του κάνει. Και
εντούτοις όμως με έναν τρόπο μειλίχιο, σου δείχνει όλη την ευγνωμοσύνη
και σου λέει:
- Μα δεν άξιζα... Μα δεν έπρεπε... Μα δεν ήταν ανάγκη... Μα, μα... Σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Πάντα θα σε θυμάμαι!
Πόσα λόγια σε είπε! Εντούτοις δεν σε ικανοποίησε... Πάντοτε μέσα σου μένει ερωτηματικό και αναρωτιέσαι:
«Μήπως η πολύ ευγένειά του τα λέει αυτά;»
Και
κοιτάζεις αν είναι δυνατόν, με ό,τι οξυδέρκεια έχεις, να μπορέσεις να
τον διαβάσεις μέσα του, πως έχεις το θέμα. Ή να πληροφορηθείς εκ των
υστέρων πως το διέθεσε ή διαθέτει το δώρο.
Για έναν άνθρωπο το κάνεις αυτό, άνθρωπε, το κάνεις αυτό στο Θεό;
-
Θεέ μου, πώς έχουν γενικά τα πράγματα γύρω από την πολιτεία μου; Γενικά
από τις ενέργειές μου. Πώς έχουν; Μήπως «βρωμάνε» και δεν ευαρεστείσαι;
Εδώ
ο Μέγας Βασίλειος παραδέχεται και λέει: «ουδέν άξιον εποιήσαμε». Ποιός;
Ο Μέγας Βασίλειος! Πώς λοιπόν επαναπαύομαι και επαναπαύεσαι ότι
πράττεις σωστά και δεν φοβάσαι άνθρωπε;
Γι’
αυτό και αυτοί που βρίσκονται εν μετανοία πρέπει να φοβούνται και αυτοί
που βρίσκονται εν νηστεία πρέπει να φοβούνται και αυτοί που βρίσκονται
εν εγκρατεία πρέπει να φοβούνται. Οι πάντες πρέπει να φοβούνται!
Διότι καρδία συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός ουκ εξουδενώσει.
Γι’
αυτό πρέπει μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μας και του πνεύματός
μας, της πρόσκαιρης τούτης ζωής, η προσευχή μας πρέπει να είναι:
- Θεέ μου, φύλαξέ με από δεξιά και από αριστερά. Και το έλεός Σου με σώζει και όχι η δικαιοσύνη η δική μου.
Τότε
ο άνθρωπος, όχι ότι εξασφαλίζει, αλλά δημιουργεί προϋποθέσεις
κατάλληλες, ώστε να βρει η Δικαιοσύνη του Θεού τρόπο, να τον σώσει τον
άνθρωπο.