Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Η πτώση ενός ζηλωτού

«῾Ο δέ Πέτρος ἠκολούθει

αὐτῷ ἀπό μακρόθεν»

(Ματ. 26,58)

 Ο Πέτρος ακολουθώντας τον Κύριο στο πάθος του, στην αρχή κοντά του, έπειτα μακριά του, βάδιζε χωρίς να το αντιληφθεί και αυτός το δικό του πάθος. Μαζί με τον Κύριο περνούσε και αυτός ώρες και μέρες μεγάλης δοκιμασίας και αγωνίας. Κάποτε «ἤρξατο καταποντίζεσθαι» στην κυματισμένη λίμνη της Γεννησαρέτ, τώρα κλυδωνίζεται μέσα στον φόβο του, την ολιγοπιστία του και στον δεινό πνιγμό του «ἀναθεματίζειν καί ὀμνύειν, ὅτι οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον τοῦτον». Έτσι την ίδια περίοδο με τον Χριστό, αποτελεί και ο ίδιος μία δραματική μορφή που κρίνεται, πεθαίνει και ανασταίνεται. Ενώ του είχε υποδείξει ο Χριστός το ακατανίκητο όπλο της προσευχής για να μην εισέλθει στον πειρασμό, εκείνος το αγνόησε λόγω νυσταγμού της σαρκός και αντί γι’ αυτό οπλίστηκε με κοφτερή μάχαιρα. Ο Χριστός προσευχήθηκε πριν το πάθος του και έτσι αφέθηκε ήρεμος και γαλήνιος μέσα στην αρένα με τα «άγρια θηρία». Ο Πέτρος όμως κοιμήθηκε και έτσι συνελήφθη αιχμάλωτος των παθών του, οπότε αρχίζει τώρα και παραπατάει μέσα στην κινούμενη άμμο της απωλείας. Κι όμως ο Χριστός είχε επιστήσει την προσοχή σ’ όλους τους μαθητές· ειδικά όμως στον Πέτρο!

«Έν προσευχῇ δέ γρηγορεῖτε, πειρασμῷ μήπως ὄλησθε καί μάλιστα Σίμων» (Μ. Πέμπτη ωδή Η΄). Έτσι εμφανίζεται μέσα στον κήπο της Γεθσημανή, δίπλα στον διδάσκαλο οπλισμένος. Υπολογίζει στο μαχαίρι του. Την ίδια ώρα που ο Χριστός ρωτάει ειρηνικά, «τίνα ζητεῖτε;», ο Πέτρος πιάνει παθιασμένος το μαχαίρι του. Το πιάνει και κάνοντάς το χρήση, ακρωτηριάζει έναν ανεύθυνο δούλο, που βρισκόταν σε εντεταλμένη υπηρεσία (Ιω. 18,10).

Μάλλον όμως δεν είχε την παλληκαριά να αναμετρηθεί με τους πρωταιτίους της συλλήψεως του Χριστού και γι’ αυτό ξεσπάθωσε σ’ έναν κατώτερο. Πάντοτε η μετάθεση ευθύνης και κατηγοριών προς τα κάτω, αποτελούν την εύκολη διέξοδο και το εικονικό κλείσιμο της υπόθεσης μιας κολάσιμης πράξης, που όμως έχει την αφετηρία της πάντοτε πολύ ψηλά. Έτσι λοιπόν η κίνηση αυτή του Πέτρου, στάθηκε η αρχή του ολισθηρού κατήφορου της αρνήσεως. «Πετάει» πρόχειρα το πρώτο επιπόλαιο νταηλίκι του και ακολουθεί πλέον τον Χριστό «ἀπό μακρόθεν». Άρχισε να ξεμακραίνει φυσικά, προπάντων όμως ψυχικά. Το εσωτερικό δέσιμο με τον Κύριο διερράγη υπαιτιότητί του. Τα μάτια του είναι τα μόνα που έμειναν πιστά στον Κύριο και αυτά μόνο ως προς την μακρινή παρακολούθηση. Η υπόλοιπη ύπαρξή του ξέμακρη. Και στο δικαστήριο σε απόσταση, όπου καταφθάνοντας, κάθεται έξω. Κάθεται έξω και χωρίς να το καταλάβει γίνεται ένα με τους υπολοίπους υπηρέτες. Ένα με τους διώκτες· τους συνεργούς φονιάδες. Έξω και σε απόσταση ασφαλείας από το επίκεντρο του σχεδιαζομένου φονικού. Η «εξορία» όμως αυτή επιφέρει ένα παράξενο ρίγος. Ίσως να αποτελεί αντανάκλαση της εσωτερικής υποθερμίας. Αφού εγκατέλειψε το φως της ζωής που καθοδηγούσε και θέρμαινε την ύπαρξή του, τώρα προστρέχει με πάθος στην υλική φωτιά. Αυτή που ήταν αναμμένη για να ζεσταίνει την σάρκα και να υποθάλπει τα κατώτερα ένστικτα. Αυτή όμως η ζέστη αντί να τον αιματώσει, τον αποχαυνώνει, τον λιβακώνει πνευματικά, μετατρέποντάς τον σε παγερή στήλη άλατος. Ως επακόλουθο της ανωτέρω παραλυσίας, αρχίζει παθητικά η εξέλιξη του δραματικού σκηνικού της πτώσεως με τις αλλεπάλληλες προδοτικές και λιποτακτικές αρνήσεις, εμπρός σε μία ιδιότυπη ανάκριση ξεπεσμένου λαϊκού δικαστηρίου.

Γυμνός πίστεως πλέον, αρχίζει να ξερνάει παράφορα, βλάσφημα λόγια· «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον». Ο πρώην Κύριος, ο Διδάσκαλος, ο Μεσσίας, έγινε ένας κοινός άνθρωπος. Ένας περαστικός, τυχαίος, άγνωστος. Ξένος! «ὅν ὁμόφυλοι, μισοῦντες, θανατοῦσι ὠς ξένον». Το βασικότερο· δεν τον αναγνωρίζει τρεις συνεχόμενες φορές. Πόσο κοντά πλεύρισε στην απώλεια έτοιμος να χειροπιαστεί σφιχτά με τον Ιούδα;

Κάποτε όμως ο Χριστός τον είπε «Γνῶθι με Πέτρε ὅν πᾶσα κτίσις εὐλογεῖ». Ω Πέτρε γνώρισέ με, ποιος πράγματι είμαι και μη με αρνηθείς τώρα που μέλλω να παραδοθώ εις θάνατον. Γνώρισέ με, αυτόν τον οποίον ολόκληρη η δημιουργία ευλογεί…

Τότε ο Πέτρος μεγαλοφώνως απαντώντας στα ανωτέρω είπε: «Βέβηλον ἔπος τῶν χειλέων οὔποτε προήσομαι Δέσποτα· σύν σοί θανοῦμαι ὡς εὐγνώμων… κἄν οἱ πάντες ἀρνήσωνται». Με απλά λόγια· Δέσποτα δεν θα ξεφωνήσω ποτέ ασεβή λόγο από τα χείλη μου (δεν θα σε αρνηθώ)· μαζί με σένα θα πεθάνω σαν μαθητής πιστός και ευγνώμων. Και αν ακόμη όλοι οι άλλοι σε αρνηθούν. Κι όμως ο Πέτρος «πέθανε», αλλά μόνος του μέσα στην άρνηση. Κι όμως ο Πέτρος έπεσε, όπως πέφτουμε όλοι εμείς σήμερα οι έσχατοι και ευτελείς Πέτροι, λόγω φαρισαϊκού εγωισμού, ακατάσχετης μεγαλοστομίας και δεινής περιφρονήσεως και λοιδορίας στα τύπτοντα στήθη του αμαρτωλού Τελώνη. Εμείς οι καθ’ όλα άγιοι, οι άμωμοι και πλήρως ανέγγιχτοι από την αμαρτία. Αλλά ο Χριστός τα επιτρέπει αυτά για να μας ταπεινώνει, εξισώνοντάς μας. Εμάς τους εκ γενετής συνοδοιπόρους και υπηρέτες του και να εξυψώνει τους έσχατους και στην ώρα, αλλά προπάντων στην αμαρτία, θέτοντάς μας όλους προ των ευθυνών μας. Τονίζοντας αυστηρά ότι δεν λυπάται κανένα ολίγωρο, οκνηρό, προπάντων υπερόπτη. Και ας είναι μαζί του μία ολόκληρη ζωή. Ας είναι στενός συνεργάτης, προνομιούχος ακόλουθος, ακόμη και μέγας ασκητής.

Όλα τα διαχειρίζεται η σοφία του και το έλεός του. Κάπως έτσι διαχειρίζεται και τον Πέτρο. Είχε καταστρώσει πάνω του μεγαλόπνοα σχέδια ο Κύριος. «Σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν» (Ματ. 16,18). Ανάλογα σχέδια θεϊκής μερίμνης έχει καταστρώσει ο Θεός για όλους μας, ασχέτως αν εμείς τα παραβλέπουμε και τα απωθούμε. Έτσι όπως τότε τον άρπαξε πάνω στα κύματα τρικλιζόμενο, έτσι και τώρα με τα μάτια του ο Χριστός τον αρπάζει ψυχικά βγαίνοντας από την απομόνωση του δικαστηρίου. «Στραφείς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καί ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ Λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ, ὅτι πρίν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς· καί ἐξελθών ἔκλαυσεν πικρῶς» (Λουκ. 22,61). Τα δάκρυα επαναφέρουν στην θέση του, τον κορυφαίο. Κάποια άλλη νωρίτερα έχυσε δάκρυα δικής της μετανοίας. «Ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» παρακαλούσε τον Κύριο «δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων». Παρακαλούσε αυτόν που υψώνει τα ύδατα της θαλάσσης μεταβάλλοντάς τα σε νεφέλες, να δεχθεί το ακατάσχετο ρεύμα των δακρύων της. «Μή μοῦ τά δάκρυα παρίδης Κύριε». Αυτά τα δάκρυα αποτελούν την πανάκεια αντιμετώπισης κάθε ασθένειας. Αν υπήρχαν αυτά στις μέρες μας, ο ιός θα εξαφανιζόταν «αὔτανδρος». Αλλά πάσχουμε άπαντες από δεινή ξηροφθαλμία, οπότε ξηρή και άνυδρη διαγράφεται η θεραπευτική αγωγή μας και άκρως αναποτελεσματική. Οι αρνήσεις μας, κρατούν τον ιό «παρέα» μας σαν συνήγορο υπεράσπισης της αμαρτωλότητός μας κόντρα στον Θεό. Το μόνο όμως που κάνουμε επιμελημένα είναι να εκπειράζουμε προκλητικά τον Κύριο, επιδεινώνοντας οικτρά την ήδη αιμάσσουσα πνευματική υπόσταση.

Πόσες μεταπτώσεις δεν γνώρισε αλήθεια ο Πέτρος στην επί γης ζωή του; Πόσες υψηλές αναβάσεις και κατακτήσεις πνευματικών υψομέτρων και κορυφών; Πόσες θυσίες και μαρτύρια; Αλλά και πόσες αρνήσεις; Όμως πάντοτε προσμετράται το τέλος. Μετρά ο Σταυρός! Και ο Πέτρος τελείωσε πάνω στον σταυρό. Μπορεί εκείνο το γλαφυρό και άκρως συναισθηματικό «Κύριε, καλόν ἐστίν ἡμᾶς ὦδε εἶναι» (Ματ. 17,4) του Θαβώρ, να το κηλίδωσε η παραμονή «ἔξω» του δικαστηρίου, αλλά τελικά το λεύκανε ο σταυρικός θάνατος της τελικής θυσίας του. Μπορεί την ομολογία του Πέτρου ότι «εἶσαι ὁ Μεσσίας» (Λουκ. 9,20) να την διέγραψε το «οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον»· μπορεί την διαμαρτυρία να του πλύνει τα πόδια ο Χριστός, να διαδέχτηκε «ἡ νίψη τῶν χειρῶν του» απόποιούμενος την σχέση του με τον Κύριο· μπορεί να ξεστόμισε τελικά «βέβηλα ἔπη»· όμως όλα αυτά τα μπορεί και τα αποτελέσματα της πράξης τα οικονόμισε η Θεία Πρόνοια για να προτάξει την ισχύ των θεϊκών πτερύγων. Την προστατευτική κάλυψή τους. Γιατί μόνο επί των πτερύγων αυτών εναποθέμενοι τις ελπίδες μας, οδηγούμαστε «πετῶντας» στα ψυχικά ουράνια, δραπετεύοντας από την κόλαση «τῆς φλεγομένης Ρώμης».

Έτσι στις μέρες μας συνεχίζει και λικνίζεται, κυοφορούμενη από πέρυσι μία μεγάλη άρνηση έναντι στον Κύριό μας. Μία αναίρεση όλου του καθιδρύματος της εκκλησίας. Μία άρνηση και βλάσφημη προσβολή ακόμη και του κορυφαίου μυστηρίου της Θ. Μεταλήψεως. Πρωτεργάτες ενεργητικοί οι πολιτικοί άρχοντες, παθητικοί οι εκκλησιαστικοί τοιούτοι και ακολουθεί, «ο φιλακόλουθος» λαός των ανωτέρω, με οικτρά παραφωνία τον μισθοφόρο όχλο. Είμαστε οι σύγχρονοι αρνητές του Κυρίου, καθότι ένας χρόνος πέρασε από την επίσκεψη του αοράτου ιού και εμείς συνεχίζουμε την αμαρτωλή θεώρησή μας, προτάσσοντας πεισματικά την αμαρτωλή ζωή μας.

Συνεχίζουμε να εκστομίζουμε δεινά «οὐκ οἶδα τόν Κύριον». Όμως η λυπημένη ματιά του για μία πολλοστή φορά μας ακολουθεί καρτερικά.

Προσδοκά σε μία έσχατη πνευματική ανάκαμψη και ηρωική απόφαση του «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα».

Αλλά μάλλον ως τότε μεσολαβεί πολύς δρόμος, γιατί προς το παρόν ακολουθούμε από μακρόθεν τον Κύριον.

 Αρίσταρχος