Ὁρισμός
Σύμφωνα μέ τό Λεξικό τοῦ Μπαμπινιώτη ὑπομονή εἶναι ἡ ψυχική δύναμις μέ τήν ὁποία ἀνέχεται κανείς κάτι χωρίς νά δυσανασχετῆ ἤ νά βιάζεται ὑπερβολικά.
Σύμφωνα μέ τό Λεξικό τοῦ Δημητράκου εἶναι ἡ κατάστασις καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ ὑπομένω.
Καί σύμφωνα μέ τό τοῦ Σταματάκου Λεξικό ὑπομονή εἶναι ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ ἀνοχή, ἡ ἀντοχή. Προέρχεται δέ ἀπό τό ρῆμα ὑπομένω, πού σημαίνει μένω πίσω, καρτερῶ.
Μέσα στήν ψυχολογία ἡ ὑπομονή συνδέεται μέ τό τρίτο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ἡλικίας.
Στήν παιδική ἡλικία ὑπάρχει τό πεῖσμα. Στήν ἐφηβική ἡ ἐπιμονή καί στό τέλος ἡ ὑπομονή.
Πεῖσμα, ἐπιμονή, ὑπομονή. Τρεῖς λέξεις πού γιά πολλούς εἶναι σχεδόν συνώνυμες παρ’ ὅτι ἔχουν μεγάλη διαφορά ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Συμβαδίζουν μέ τήν σειρά πού ἐξελίσσεται ἡ ἀνθρώπινη ἡλικία, χωρίς αὐτό βέβαια νά ὑπονοεῖ ὅτι αὐτές θά συμβοῦν ὁπωσδήποτε.
Τό πεῖσμα συμβαδίζει μέ τήν νηπιακή καί τήν παιδική ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου. Σκεφθεῖτε το λίγο καί θά καταλάβετε αὐτό πού ἐννοῶ. Γιά ἕνα παιδί, τό μόνο ἀπό τά τρία πού μποροῦμε νά τοῦ ἀποδώσουμε σάν χαρακτηριστικό συμπεριφορᾶς, εἶναι τό πεῖσμα. Λέμε, κοίτα πόσο πεισματάρικο εἶναι. Καί ὅπως σ’ ἕνα πεισματάρικο παιδί δέν μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε καί νά μεταδώσουμε τήν γνώση μας γιά κάτι ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού ζητάει κτυπώντας μανιασμένα τά πόδια του στό πάτωμα, ἔτσι ἀκριβῶς καί στό πεῖσμα δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ἐπέμβουμε, γιατί τό πεῖσμα χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἀπουσία διάθεσης ν’ ἀκούσει ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τό ναί στήν ἀπαίτησή του.
Ἡ ἐπιμονή εἶναι ἡ ἐξέλιξη τοῦ πείσματος, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἐφηβεία εἶναι τό ἑπόμενο στάδιο στήν πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Αὐτοί πού ἦταν πεισματάρικα παιδιά, ἐξελίχθηκαν σέ ἐπίμονους. Ἡ ἐπιμονή σοῦ ἐπιτρέπει νά συνομιλεῖς μαζί της. Ἡ ἐπιμονή εἶναι ἕνα καλλιεργημένο εὐγενικό πεῖσμα πού κρύβεται μέσα στόν φορέα του καί παρουσιάζει πρός τά ἔξω μία πιό κόσμια συμπεριφορά. Εἶναι τό ἴδιο ἄν ὄχι περισσότερο ἐπικίνδυνη ἀπό τό πεῖσμα, γιατί δέν γίνεται εὔκολα ἀντιληπτή ὅπως ἐκεῖνο. Ἡ ἐπιμονή, μπορεῖ κάλλιστα νά γίνει μέσο ἐπίτευξης ἑνός σκοποῦ, σ’ ἀντίθεση μέ τό πείσμα,
Εἶναι πολλές οἱ συνθῆκες πού ἀπαιτοῦνται γιά τήν μετατροπή της σ’ ἐργαλεῖο, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι πρέπει νά ὑπάρχουν ἐξ ἀρχῆς ὅλες. Μία συνθήκη, ἡ σπουδαιότερη ἴσως, εἶναι ἡ ἀποδοχή. Ὅταν ἡ ἐπιμονή καταφέρνει ν’ ἀναγνωρίζει τήν ἀνοησία πού τήν διακρίνει, τότε ἔχει προοπτικές χρησιμότητας. Ὅταν ἡ ἐπιμονή ἀποδεικνύεται σέ καθημερινές πράξεις γιά τήν βελτίωση τοῦ ἴδιου τοῦ φορέα, τότε εἶναι ἡ σκάλα πού θά ὁδηγήσει στήν ὑπομονή.
Ἡ ὑπομονή. Πόσο παρεξηγημένη εἶναι αὐτή ἡ λέξη. Αὐτός πού τήν ἔχει θεωρεῖται μεγαλοπρεπής ἀλλά καί ἀνόητος. Αὐτός πού ἔχει καταφέρει νά ἀποδέχεται, γιατί ἡ ὑπομονή σημαίνει ἀποδοχή, θεωρεῖται μοιρολάτρης. Λάθος, μεγάλο λάθος. Ἡ ὑπομονή, ἡ ἀποδοχή δηλαδή, δέν σημαίνει σκύβω τό κεφάλι, ἀλλά ἀντίθετα τό κρατάω πιό ψηλά ἀπό τά γεγονότα, γιά νά μπορῶ νά τά παρατηρῶ ἀντικειμενικά. Ὑπομονή δέν σημαίνει μοιρολατρία. Ὑπομονή δέν σημαίνει δέν θέλω, δέν προσπαθῶ, δέν ἔχω ὄνειρα, ἀλλά ἀντίθετα σημαίνει ἀγωνίζομαι γι’ αὐτά. Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι βασανιστήριο ὅπως ὑπονοεῖ τό σχόλιο «κοίτα τόν κακομοίρη πώς τά ὑπομένει». Ὑπομονή εἶναι μία ἐξελικτική διαδικασία, εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο ἁγνῆς ἀντιληπτικότητας, εἶναι ἕνας στόχος πού μέ τήν κατάκτησή του γίνεται ἕνα πολύτιμο μέσο μάθησης.
Ὑπομονή θά πεῖ...
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν καταβάλλεσαι.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν παραφέρεσαι.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν μεμψιμοιρεῖς.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν γκρινιάζεις.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν γίνεσαι ἀντικοινωνικός.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μήν γίνεσαι πρόβλημα στό περιβάλλον σου.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά μένεις ὄρθιος.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά χαμογελᾶς.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά δοξολογεῖς.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά προσφέρεις.
Νά πονᾶς, ἀλλά νά προσεύχεσαι.
Ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς ὑπομονῆς ἔκανε τόν Ἠσαΐα νά συνεχίσει νά μιλᾶ γιά τόν Κύριο, παρόλο πού τόν χτυποῦσαν, καί τόν Στέφανο νά προσεύχεται γιά νά συγχωρηθοῦν αὐτοί πού τόν λιθοβολοῦσαν.
Εὐτυχής κι ἐκεῖνος πού ἀντιμετώπισε ὅλη τή βία τοῦ διαβόλου ἐξασκώντας κάθε εἶδος ὑπομονῆς! Παράδειγμα ὁ ἄτλας τῆς ὑπομονῆς, πού λέγεται Ἰώβ.
Οὔτε ἡ ἀπώλεια τῶν βοδιῶν καί τῶν προβάτων του, οὔτε ὁ θάνατος τῶν παιδιῶν του, οὔτε οἱ πληγές τοῦ σώματός του κατάφεραν νά τοῦ ἀφαιρέσουν τήν ὑπομονή καί τήν πίστη πού εἶχε ὑποσχεθεῖ στόν Κύριο. Μάταια ὁ διάβολος τόν χτύπησε μέ ὅλη του τή δύναμη. Διότι, παρ’ ὅλα τά βάσανά του, ὄχι μόνο διατήρησε τήν εὐσέβειά του πρός τό Θεό, ἀλλά ἔγινε καί παράδειγμα πρός μαρτυρία σέ μᾶς, ἕνα παράδειγμα τέλειας ὑπομονῆς στό πνεῦμα καί στή σάρκα, στό νοῦ καί στό σῶμα, ὥστε κι ἐμεῖς νά μήν ἐνδίδουμε στήν ἀνυπομονησία ὅταν χάνουμε τήν περιουσία μας, τούς ἀγαπημένους μας ἤ τήν ὑγεία μας. Πόση μεγάλη νίκη κατά τοῦ διαβόλου πῆρε ὁ Θεός στό πρόσωπο αὐτοῦ του ἥρωα! Τό λάβαρο τῆς δόξας τοῦ Κυρίου ὑψωνόταν, ὅταν σέ κάθε χτύπημα τοῦ ἐχθροῦ δέν ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του παρά μόνο εὐχαριστία πρός τό Θεό, ἐνῷ ἐπέπληττε τή γυναῖκα του πού, κουρασμένη ἀπό τίς συμφορές, τοῦ πρότεινε διεστραμμένες θεραπεῖες! Ὁ Θεός χαμογελοῦσε καί ὁ πονηρός ὑπέφερε, ὅταν ὁ Ἰώβ μέ καρτερία καί ἀταραξία ἔξυνε μέ τό ὄστρακο τό πύον ἀπό τή σκουληκιασμένη τοῦ σάρκα. Καί τελικά, ὅταν ὅλα τά βέλη τοῦ πειράζοντος συντρίφτηκαν ἐπάνω στό θώρακα καί στήν ἀσπίδα τῆς ὑπομονῆς του, αὐτό τό ὄργανο τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ δέν ἀνέκτησε μόνο τήν ὑγεία του, ἀλλά καί διπλάσια ἀγαθά ἀπό αὐτά πού εἶχε πρίν.
Ἄν καταθέσεις τήν ὑπομονή σου στό Θεό, θά στήν ἐπιστρέψει μέ τόκο. Ἐκδικεῖται τό κακό, ἀποζημιώνει τήν ἀπώλεια, θεραπεύει τόν πόνο, ἀνασταίνει τούς νεκρούς. Τό μεγαλύτερο προνόμιο τῆς ὑπομονῆς εἶναι πού ὁ Θεός γίνεται μισθαποδότης της γιατί ἡ ὑπομονή τηρεῖ ὅλα τά διατάγματά Του κι ἐμπεριέχεται σ’ ὅλες τίς ἐντολές Του. Ἡ ὑπομονή ἐνισχύει τήν πίστη, ὁδηγεῖ στήν εἰρήνη, βοηθάει τήν ἀγάπη, ἑδραιώνει τήν ταπεινότητα, περιμένει τή μετάνοια, σφραγίζει τήν ὁμολογία, ἐξουσιάζει τή σάρκα, διατηρεῖ τό πνεῦμα, βάζει χαλινό στήν γλῶσσα, περιορίζει τό χέρι, ὑπερνικᾶ τόν πειρασμό, ἀπομακρύνει τό σκάνδαλο, στεφανώνει τό μαρτύριο, παρηγορεῖ τούς φτωχούς, διδάσκει μετριοφροσύνη τούς πλούσιους, δέν πιέζει τόν ἀδύναμο, δέν ἐξαντλεῖ τό δυνατό. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἡ χαρά τοῦ πιστοῦ.. Ἡ ὑπομονή κοσμεῖ τή γυναῖκα, κάνει ἀρεστό τόν ἄνδρα, ἀξιαγάπητο τό παιδί, ἀξιέπαινο τό νέο, καί σεβαστό τόν ἡλικιωμένο. Εἶναι ὡραία σέ κάθε ἄνθρωπο, καί σέ κάθε ἡλικία.
Ὄψη καί συνήθειές της
Ἄς δοῦμε τώρα ἄν γνωρίζουμε τήν ὄψη της καί τίς συνήθειές της. Τό παρουσιαστικό της εἶναι ἤρεμο κι εἰρηνικό. Τό μέτωπό της γαλήνιο, χωρίς ρυτίδα λύπης ἤ θυμοῦ, εὐχάριστα χαλαρό. Τό στόμα της σφραγισμένο μέ τό τιμημένο σημάδι τῆς σιωπῆς. Τό χρῶμα τοῦ προσώπου της δείχνει πώς δέν βασανίζεται ἀπό ἔγνοιες καί ἐνοχές. Κάθεται στό θρόνο τοῦ ἤρεμου κι εὐγενικοῦ Πνεύματος πού δέν βρίσκεται στόν ἀνεμοστρόβιλο, οὔτε στά σύννεφα τῆς καταιγίδας, ἀλλά στό ἁπαλό ἀεράκι πού ἔνοιωσε ὁ Ἠλίας τήν τρίτη φορά. Ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι καί τό θετό παιδί Του, δηλαδή ἡ Ὑπομονή. Ὅταν ἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὑπομονή πάντα τό συνοδεύει. Ἄν δέν τή δεχτοῦμε μαζί μέ τόν Παράκλητο, ἄραγε Ἐκεῖνος θά μείνει μαζί μας; Χωρίς τή σύντροφο καί θεράπαινά Του, στενοχωρεῖται παντοῦ καί πάντα.
Καί πάλι· Τί εἶναι ἡ ὑπομονή;
Τί εἶναι ἡ ὑπομονή; Βεβαίως ἡ ὑπομονή δέν εἶναι ὅπως ἰσχυρίζονται ὁρισμένοι κάποια στωική ἀπάθεια πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀναίσθητο στίς παρουσιαζόμενες δυσκολίες.
Τουναντίον, ὅπως τό γνωρίζουμε ὅλοι, πρόκειται γιά τήν ἐσωτερική ἐκείνη δύναμη, ἡ ὁποία τόν ἱκανώνει νά ἔχει ἐγκαρτέρηση στίς δυσκολίες, στίς ἀσθένειες, τή φτώχεια, τίς στερήσεις, τούς θανάτους… Εἶναι δύναμη πού Ἱκανώνει τόν ἄνθρωπο νά δείχνει ἀνοχή στά ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες, στίς ἀντιδράσεις τοῦ ἄλλου. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ὑπομονετικός δέν βιάζεται, δέν δυσανασχετεῖ, δέν ἀγωνιᾶ καί δέν ἀντιδρᾶ. Τουναντίον, διαθέτει ἀνδρεία, ἡρωισμό, μεγαλοψυχία. Προσόντα μέ τά ὁποῖα γινόμαστε ἀνθεκτικοί καί δυνατοί, νικητές καί θριαμβευτές στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς. Ἐάν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη του ὅτι ἐμπόδια καί δυσκολίες ὑπάρχουν πάντοτε στήν ἐκπλήρωση τῶν καθημερινῶν καθηκόντων τῆς ζωή μας, ἀλλά ἰδιαιτέρως καί σέ ἔκτακτα καί κρίσιμα περιστατικά, γίνεται φανερό πόσο ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη εἶναι γιά ὅλους μας ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς.
Στά καθημερινά καθήκοντα. Τῶν γονέων ἐπί παραδείγματι, τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας. Πόση ὑπομονή χρειάζεται νά ἔχουν οἱ γονεῖς γιά τήν ἀνατροφή, τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους! Πόση ἀνοχή ὀφείλουν νά διαθέτουν ἕως ὅτου τά παιδιά ὡριμάσουν! Ἀλλά καί αὐτά τά παιδιά, οἱ μαθητές, οἱ φοιτητές, πόση ὑπομονή χρειάζονται στίς σπουδές τους ἤ στήν ἐκμάθηση τέχνης! Τό ἴδιο ἀπό ὑπομονή ἔχει ἀνάγκη ὁ ὁποιοσδήποτε ἀγωνιστής τῆς ζωῆς, ὁ ἐργάτης, ὁ ὑπάλληλος, ὁ προϊστάμενος, ὁ ἰατρός, ὁ ἐκπαιδευτικός, ὁ δικαστής, ὁ κληρικός. Ὑπομονή στά καθημερινά μας ἔργα καί καθήκοντα, ἀλλά καί στά ἔκτακτα καί ἀπροσδόκητα καί κρίσιμα, τά ὁποῖα δέ λείπουν ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Καί εἶναι αὐτά∙ ἀσθένειες ποικίλες, πολλές φορές μακροχρόνιες καί ὀδυνηρές, κάποτε καί ἀνίατες, πένθη βαρύτατα, ἀποτυχίες διάφορες, ἀνέχειες… ἤ ἀκόμα καί τῶν παιδιῶν ἡ ἀπείθεια καί τό παραστράτημα. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στίς περιστάσεις αὐτές δέ διαθέτει ὑπομονή, ἀγωνιᾶ, ἀναστατώνεται, γογγύζει, συντρίβεται… Κατάσταση θλιβερή γιά τήν ὁποία ὁ σοφός της Παλαιᾶς Διαθήκης ἐλεεινολογεῖ τόν ἄνθρωπο καί λέει «οὐαί ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τήν ὑπομονήν» (Σοφ. Σειρ. 2,14). Ἀλλοίμονο δηλαδή σέ σᾶς, σέ ὅσους πάνω στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς χάνετε τήν ὑπομονή σας.
Ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς εἶναι ἀπαραίτητη καί στόν πνευματικό ἀγῶνα τοῦ Χριστιανοῦ, στόν πνευματικό του καταρτισμό καί ἁγιασμό. Ποθεῖ εἰλικρινῶς τόν ἁγιασμό του ὁ πιστός. Γνωρίζει ποῦ πρέπει νά φτάσει ὁ «κατ’ εἰκόναν» Θεοῦ πλασθείς ἄνθρωπος, νά γίνει δηλαδή ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ. Καθώς ὅμως βλέπει στόν ἑαυτό του ἐλαττώματα καί κακίες, πάθη ἴσως ἰσχυρά νά τόν βασανίζουν, εἶναι κίνδυνος νά ἀπογοητευτεῖ. Ἐδῶ ἀκριβῶς χρειάζεται μαζί μέ τή θερμή πίστη καί ἡ ὑπομονή. Ἡ συνεχής ἐν ὑπομονῇ προσπάθεια. Ἀκριβῶς γι’ αὐτή τήν ἐν ὑπομονῇ προσπάθεια μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί λέει «δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» (Ἑβρ. 12,1). Μέ ὑπομονή νά τρέχουμε τόν πνευματικό ἀγῶνα πού προβάλλει ἐμπρός μας. Καί ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή θά ἔχει ἀποτέλεσμα τήν «δοκιμήν» (Ρώμ. 5,4). Θά μᾶς κάνει δηλαδή δοκιμότερους, ἁγνότερους, ὅπως κάνει ἁγνό τό χρυσό ἡ φωτιά. Καί τελικῶς τῆς ὑπομονῆς τό κέρδος θά εἶναι ἡ ἀμοιβή στόν οὐρανό. «Ὑπομονῆς ἔχετε χρείαν, ἵνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τήν ἐπαγγελίαν» (Ἑβρ. 10,36). Σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό χωρίο αὐτό καί σημειώνει: «Κατ’ αὐτό τόν τρόπο μᾶς παρακινεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ὅπως θά προέτρεπε ἕναν ἀθλητή ὁ ὁποῖος ἀγωνιζόμενος, γιά νά στεφανωθεῖ δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν ἱδρῶτα καί τή δίψα». Μέ τόν τρόπο αὐτό δέ θά ἀποκάμουμε καί δέ θά λιποψυχοῦμε, ἀλλά μέ ὑπομονή θά ἀντιμετωπίζουμε τίς δυσκολίες τοῦ ἀγῶνα καί μέ ἐπιμονή θά ἀντιστεκόμαστε στούς πειρασμούς πού θά παρουσιάζονται.
Νομίζουμε ὅτι μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται πόσο σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς. Ἄλλωστε καί ἡ πεῖρα τοῦ καθενός, ἀρνητική ἤ θετική τό ἀποδεικνύει.
Πρέπει ὅμως νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶναι καί ἀρετή δύσκολη, ἐφόσον ἔχουμε νά παλέψουμε ὄχι μόνο μέ τόν πονηρό καί ἀντίδικο διάβολο, ἀλλά καί μέ αὐτό τόν βιαστικό καί ἀνυπόμονο καί ἀδύνατο ἑαυτό μας. Ἄς τή ζητήσουμε ὅμως ἀπό τόν Κύριο. Ἐκεῖνος νά μᾶς τή χαρίσει ὡς δικό του θεϊκό δώρημα. Ἐκεῖνος ἄλλωστε τήν ἔδειξε στή ζωή του. Ὑπέμεινε τίς κακίες καί τούς φθόνους, τίς πονηρίες καί τίς ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἐπίσης καί τίς ἀδυναμίες τῶν Μαθητῶν Του. Ἡ ὑπομονή του ἔφτασε μέχρι θυσίας τοῦ Ἑαυτοῦ του ὑπέρ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι Τόν συκοφάντησαν καί Τόν σταύρωσαν. Ἐκεῖνος τήν ὑπέδειξε καί σέ μᾶς ὡς ἀρετή ἀπαραίτητη γιά τή σωτηρία μας, ὅταν ἔλεγε: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος (=μέχρι τέλους), οὗτος σωθήσεται» (Μάτθ. 10,22).
Μία ὡραία σχετική περικοπή ἔχει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Καμία ἀρετή δέ μπορεῖ νά παραβληθεῖ μέ τήν ὑπομονή. Αὐτή εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τό θεμέλιο τῶν ἀνδραγαθημάτων, δηλαδή τῶν γενναίων πράξεων, τό ἀκύμαντο λιμάνι, ἡ εἰρήνη στόν καιρό τοῦ πολέμου, ἡ γαλήνη μέσα στήν τρικυμία, ἡ ἀσφάλεια στά κακόβουλα σχέδια τῶν ἐχθρῶν». Καί τά ἔγραφε αὐτά ὁ ἱερός Πατήρ ἐξ αἰτίας προσωπικῆς του πείρας, μάλιστα δέ κατά τήν μακρά καί ἐπώδυνο περίοδο τῆς ἐξορίας του.
Ἀναφέρει σχετικά πάλι ἕνας σύγχρονος Ἱεράρχης:
Πρῶτον.Ἡ ὑπομονή εἶναι:
ἡ πυρηνική δύναμη γιά τήν πνευματική μας ζωή,
ἡ θωράκισή μας στά δίσεκτα χρόνια καί στούς ἀποκαλυπτικούς καιρούς τῆς ἀποστασίας πού ζοῦμε,
ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν. Τήν συνθέτει ἡ ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ταπείνωση.
Τήν ὀνόμασαν:
δύναμη τῆς ψυχῆς,
κλειδί, πού ἀνοίγει ὅλες τίς πόρτες,
στόλισμα γενναίων ψυχῶν καί
βράχο, πάνω στόν ὁποῖο συντρίβονται ὅλοι οἱ πειρασμοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος τήν χαρακτηρίζει «ἀσπίδα», πού αὐτόν πού τόν βαστάζει τόν κάνει ἄτρωτο. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τῆς πλέκει τό ἐγκώμιο, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.
Δεύτερον. Μᾶς χρειάζεται ἡ ὑπομονή καί μάλιστα αὐτή πού γίνεται μέ χαρά, πού ἔχει βάθος καί φτάνει μέχρι τό τέλος, διότι «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».
Μᾶς χρειάζεται γιά τίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες τῆς παρούσης ζωῆς, ὅσες μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ πρόνοια καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόνος, πού μᾶς συντροφεύει, γίνεται διά τῆς ὑπομονῆς μέσον ἁγιαστικό. Ὁ σκόλοπας τῆς σάρκας ἤ τῆς ψυχῆς πού μᾶς βασανίζει, γίνεται διά τῆς ὑπομονῆς πολύτιμος μαργαρίτης, πού στολίζει τόν χαρακτῆρα μας καί ἀργότερα τό στεφάνι τό ἁμαράντινο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἕνας περίφημος γιατρός τοῦ ἐξωτερικοῦ ἔγραφε «εἶναι ἡ ὑπομονή ἡ ὡραιότατη ἀποκάλυψη τῆς ψυχῆς πού κλείνει δύναμη ἱκανή νά θεραπεύσει τό σῶμα».
Τρίτον. Μᾶς χρειάζεται ἡ ὑπομονή γιά νά πλουτίσουμε μέ καρπούς πνευματικούς καί νά στολιστοῦμε μέ ἀρετές,
γιά νά γίνουμε ἔγκαρποι, κατά τό Μέγα Βασίλειο,
γιά νά καλλιεργηθεῖ τό γεώργιον τῆς ψυχῆς,
γιά νά αὐξηθεῖ ὁ μισθός τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ὥστε νά ἔχουμε θαυμαστά ἀποτελέσματα πολλῆς καί καλῆς πνευματικῆς καρποφορίας στήν κοινωνία, στήν οἰκογένεια, στήν ἐργασία, στήν Ἐκκλησία.
Πρότυπο στή δική μας πορεία ὁ Χριστός καί ὁ σωτήριος λόγος Του: «Καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».
Βακτηρία μας καί ὑποστηριγμός μας ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ὑπομονή τοῦ Χριστοῦ.
Παραμυθία μας οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι καί οἱ Δίκαιοι, αὐτοί πού ἔζησαν καί ζοῦν καί σήμερα μέσα στήν ἀφάνεια, ἀλλά συγχρόνως καί στήν ἐπιφάνεια τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, πού δοκιμάστηκαν καί δοκιμάζονται, πού ὑπέμειναν καί ὑπομένουν «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ».
Φάρμακο στήν ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, στό πνεῦμα τῆς βιασύνης, στήν ὑπαρξιακή ἀγωνία καί στήν ἀπειλή τοῦ ἄγχους, ἀποτελοῦν τά λόγια τῆς Ὁσίας Σοφίας ἀπό τό Μοναστῆρι τῆς Κλεισούρας: «Πολλά ὑπομονήν, πολλά ὑπομονήν».
Ἐάν ὅλα αὐτά εἶναι ἡ ὑπομονή, τότε τό ἀντίθετο τῆς ὑπομονῆς ἡ ἀνυπομονησία τί εἶναι; Εἶναι:
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι τό ἆγχος τοῦ ἐγωϊσμοῦ ἤ ἡ κραυγή τοῦ πεινασμένου στομαχιοῦ του.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι καρπός ὑπαρξιακῆς ἀνασφάλειας καί μαρτυρία δαιμονικῆς ἀναμίξεως στίς ὑποθέσεις μας.
— Ἡ ἀστοχία καί ἀποτυχία στά μεγάλα θέματα τῆς ζωῆς μας.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ἐχθρός τῆς εἰρήνης καί σύμβουλος τῆς ἐγκληματικότητος.
— Δειλία πού πολλάκις παρουσιάζεται μέ ἔνδυμα γενναιότητος.
— Εἶναι ὑπαρξιακή ἄρνησις τοῦ Σταυροῦ, πρόδρομος τῆς ἀπελπισίας.
— Πρόδρομος τοῦ θυμοῦ καί συνοδός μας στήν κόλασι.
— Ἡ ἀνυπομονησία γεννᾶ στεῖρα δάκρυα, ἀδιακρισία καί πνευματική τυφλότητα.
— Μικρή ἀνυπομονησία κηλιδώνει τίς μεγάλες ἀρετές καί μεγάλη τίς σκοτώνει.
— Ἡ ἀνυπομονησία μοιάζει μέ ὑστερική καί ἄτεκνη γυναῖκα, ἐνῶ ἡ ὑπομονή μοιάζει μέ χαριτωμένη καί πολύτεκνη μητέρα.
— Ἡ ἀνυπομονησία μοιάζει μέ τούς πολύγλωσσους ἀπατεῶνες τῆς σύγχρονης κοινωνίας· πότε ὁμιλεῖ μέ ψεύδη καί προφάσεις, πότε μέ κολακεῖες ἤ ἀπειλές, πότε μέ ὕβρεις καί συκοφαντίες, πότε μέ νοσηρούς συναισθηματισμούς καί ὑστερικότητες, πότε μέ διαπληκτισμούς καί ἐγκληματικότητες.
— Ἡ ἀνυπομονησία εἶναι ἡ πόρτα ἀπό τήν ὁποία ὑποχρεώνουμε τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τή ζωή μας.
Χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί σώζει τήν οἰκογένεια
Ἡ ὑπομονή μᾶς λέει ὁ γνωστός σέ ὅλους μας Γέρο Παΐσιος χαριτώνει τόν ἄνθρωπο. Καί ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Τόν ρώτησε μία ἀδελφή στό Μοναστῆρι τῆς Σουρωτῆς:
- Γέροντα, πῶς μπορεῖς νά ἀντιμετωπίσεις τόν ἄλλον, ὅταν εἶναι νευριασμένος;
- Μέ τήν ὑπομονή!
- Καί ἄν δέν ἔχεις;
- Νά πᾶς νά ἀγοράσεις! Πουλᾶνε στά σοῦπερ - μάρκετ!… Κοίταξε, ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι μπουρινιασμένος, ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, δέν γίνεται τίποτε. Καλύτερα ἐκείνη τήν στιγμή νά σιωπήσεις καί νά λές τήν εὐχή. Μέ τήν εὐχή θά καλμάρει ὁ ἄλλος, θά ἠρεμήσει καί θά μπορέσεις μετά νά συνεννοηθεῖς μαζί του. Βλέπεις, καί οἱ ψαράδες δέν πᾶνε νά ψαρέψουν, ἄν δέν ἔχει μπουνάτσα· κάνουν ὑπομονή, ὥσπου νά καλωσυνέψει ὁ καιρός.
- Ποῦ ὀφείλεται, Γέροντα, ἡ ἀνυπομονησία τῶν ἀνθρώπων;
- Στήν πολλή… ἐσωτερική τους εἰρήνη! Ὁ Θεός τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τήν κρέμασε στήν ὑπομονή. Γι’ αὐτό δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, γιά νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ὑπομονή ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀγάπη. Γιά νά ὑπομείνεις τόν ἄλλον, πρέπει νά τόν πονέσεις. Καί βλέπω πώς μέ τήν ὑπομονή σῴζεται ἡ οἰκογένεια. Εἶδα θηρία νά γίνονται ἀρνιά. Μέ τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό τά πράγματα ἐξελίσσονται ὁμαλά καί πνευματικά. Μία φορά, ὅταν ἤμουν στήν Μονή Στομίου, εἶχα δεῖ στήν Κόνιτσα μία γυναῖκα πού ἔλαμπε τό πρόσωπό της. Ἦταν μητέρα πέντε παιδιῶν. Μετά θυμήθηκα ποιά ἦταν. Ὁ ἄνδρας της ἦταν μαραγκός καί ἔπαιρνε πολλές φορές δουλειές μαζί μέ τόν μάστορά μου. Μία κουβέντα τοῦ ἔλεγαν οἱ νοικοκυραῖοι, , γινόταν θηρίο. «Ἐμένα θά μοῦ κάνεις τόν δάσκαλο;», τούς ἔλεγε. Ἔσπαζε τά ἐργαλεῖα του, τά πετοῦσε καί ἔφευγε. Ἀφοῦ παρατοῦσε τήν δουλειά του καί τά ἔσπαζε ὅλα σέ ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στό σπίτι του τί ἔκανε! Αὐτή λοιπόν ἦταν τοῦ μαστρο-Γιάννη γυναῖκα. Μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο δέν μποροῦσες μία μέρα νά καθίσεις, καί αὐτή χρόνια ζοῦσε μαζί του. Κάθε μέρα περνοῦσε μαρτύριο, καί ὅμως ὅλα τά ἀντιμετώπιζε μέ πολλή καλοσύνη καί ἔκανε ὑπομονή. Ἐπειδή ἤξερα τήν κατάσταση στό σπίτι, ὅταν τήν συναντοῦσα, τήν ρωτοῦσα: «Τί κάνει ὁ κύρ-Γιάννης; Δουλεύει;». «Ἔ, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πῶς τά περνᾶτε;». «Πολύ καλά, Πάτερ!», μοῦ ἔλεγε. Καί τό ἔλεγε μέ τήν καρδιά της. Δέν ὑπολόγιζε πού ἔσπαζε τά ἐργαλεῖα του -καί ἀξίας ἐργαλεῖα- οὔτε πού ἀναγκαζόταν ἡ καημένη νά ξενοδουλεύει, γιά νά τά βγάλουν πέρα. Βλέπετε μέ πόση ὑπομονή, καί μέ πόση ἀρχοντιά τά ἀντιμετώπιζε ὅλα! Οὔτε τόν κατηγοροῦσε καθόλου! Γι’ αὐτό ὁ Θεός τήν χαρίτωσε καί ἔλαμπε τό πρόσωπό της.
Μέ τήν ὑπομονή σῴζεται ἡ οἰκογένεια.
- Τί κάνει ἡ ἀδελφή σου; Πῶς τά πάει μέ τόν σύζυγό της;
- Γέροντα, μαθαίνω ὅτι ἔχει δυσκολίες, ἀλλά κάνει ὑπομονή καί, ὅταν χρειάζεται, τραβάει μπροστά.
- Ἔτσι εἶναι. Ὅταν δύο βόδια εἶναι στόν ζυγό καί τό ἕνα εἶναι λίγο ἀδύνατο ἤ τεμπέλικο, τότε τό ἄλλο βάζει περισσότερη δύναμη καί τραβάει, σβαρνίζει κατά κάποιον τρόπο καί τό ἄλλο. Εἶδες; Κοσμικοί ἄνθρωποι καί κάνουν δουλειά στόν ἑαυτό τους. Σκέψου μία μητέρα νά ἔχει τέσσερα παιδιά καί τό ἕνα νά εἶναι καθυστερημένο, τό ἄλλο νά ἔχει ψυχοπάθεια, τό ἄλλο μεσογειακή ἀναιμία, τό ἄλλο νά γυρνάει τά μεσάνυχτα. Καί μέ τόν σύζυγο, ἀνάλογα μέ τό τί ἄνθρωπος εἶναι, νά ἔχει ἡ καημένη ἄλλα βάσανα. Καί νά ὑπομένει τόσα καί τόσα καί νά μή μιλάει, νά πάει νά σκάσει, νά μήν ἔχει πού νά πεῖ τόν πόνο της, γιατί καί μερικά πράγματα ἀπό τήν οἰκογένεια δέν μπορεῖ νά τά πεῖ κανείς πιό πέρα. Μπορεῖ λ.χ. ὁ ἄνδρας νά σηκώνεται νά φεύγει καί νά μήν τῆς δίνει οὔτε διατροφή. Νά μήν ἔχει χρήματα ἡ καημένη οὔτε τό νοῖκι νά πληρώσει, νά θέλουν νά τήν βγάλουν ἀπό τό σπίτι. Νά ἀναγκάζεται νά ἐργάζεται ὁπουδήποτε, νά συναντᾶ κινδύνους, καί νά σού λέει: «Κάνε προσευχή νά ἀπαλλαγῶ τουλάχιστον ἀπό αὐτούς τούς κινδύνους»! Ἤ νά εἶναι μέθυσος ὁ ἄνδρας της καί νά μή δουλεύει, νά ἀναγκάζεται νά δουλεύει ἐκείνη, νά καθαρίζει σκάλες στίς πολυκατοικίες, κι ἐκεῖνος νά ἔρχεται τά μεσάνυχτα μεθυσμένος, νά τήν δέρνει καί νά τῆς ζητάει τά χρήματα πού πῆρε ἤ νά πηγαίνη νά τά παίρνη μόνος του ἀπό τά ἀφεντικά της. Πόσο μεγάλο μαρτύριο εἶναι καί πόση ὑπομονή χρειάζεται.
Καί κάτι περί Ὑπομονῆς ἀπό τήν ζωή τῶν Μοναχῶν:
Κάποιος μοναχός, ἀπό δαιμονική ἐπήρεια, ἔπεφτε συχνά σέ σαρκικό ἁμάρτημα. Ὁλοένα ὅμως βίαζε τόν ἑαυτό του νά μήν πετάξει τό σχῆμα του. Καί κάνοντας τήν καθημερινή του προσευχή, ἱκέτευε τό Θεό στενάζοντας καί λέγοντας:
- Κύριε, θέλω δέ θέλω, σῶσέ με! Γιατί ἐγώ, σάν λάσπη πού εἶμαι, ποθῶ τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας. Ἐσύ ὅμως, σάν Θεός παντοδύναμος, μπορεῖς νά μ’ ἐμποδίσεις. Ἄν ἐλεήσεις τόν δίκαιο, τίποτα τό σπουδαῖο. Κι ἄν σώσεις τόν καθαρό, τίποτα τό θαυμαστό. Γιατί στά χέρια Σου ἔχω ἀφεθεῖ ἐγώ, ὁ φτωχός ἀπό κάθε ἀρετή.
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια ἔλεγε κλαίγοντας καθημερινά ὁ ἀδελφός, εἴτε συνέβαινε ν’ ἁμαρτήσει εἴτε ὄχι.
Κάποια νύχτα λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε στή συνηθισμένη ἁμαρτία, σηκώθηκε τήν ἴδια στιγμή καί ἄρχισε τόν κανόνα του. Τότε ὁ δαίμονας, σαστισμένος ἀπό τήν τόση ἐλπίδα του ἀλλά καί τήν ἀδιαντροπιά τοῦ ἀπέναντι στό Θεό, τοῦ παρουσιάστηκε ὁλοζώντανος!
- Ἄθλιε! Τοῦ λέει. Πῶς στέκεσαι μπροστά στό Θεό χωρίς νά κοκκινίζεις; Π πῶς τολμᾶς νά προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;
- Τοῦτο τό κελλί εἶναι σιδεράδικο, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἀδελφός. Μία σφυριά δίνεις, μία παίρνεις. Δέν θά σταματήσω, λοιπόν, νά παλεύω μαζί σου μέχρι νά πεθάνω, κι ὅπου μέ βρεῖ ἡ τελευταία μου μέρα. Νά, μέ ὅρκο σέ πληροφορῶ καί μέ πεποίθηση στήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ σου λέω: Στό ὄνομα Ἐκείνου, πού ἦρθε νά καλέσει σέ μετάνοια καί νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς, δέν θά πάψω νά προσεύχομαι στόν Κύριο ἐναντίον σου, ὥσπου νά πάψεις κι ἐσύ νά μέ πολεμᾶς. Καί θά δοῦμε ποιός θά νικήσει, ἐσύ ἤ ὁ Θεός!
Σάν ἄκουσε ὁ δαίμονας αὐτά τά λόγια, τοῦ λέει:
- Μά τήν ἀλήθεια, ποτέ πιά δέν θά σέ πολεμήσω, γιά νά μή γίνω ἀφορμή νά στεφανωθεῖς μέ τήν ὑπομονή πού κάνεις.
Καί ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ὁ ἐχθρός ἔφυγε μακριά του.
Ὁ ἀδελφός τότε ἦρθε σέ κατάνυξη, καί σ’ ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του ἔκλαιγε γιά τίς ἁμαρτίες του.
Πάρα πολύ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ὑπομονή στήν ἀρρώστεια.
Ἐκεῖ μπορεῖ νά ὠφεληθῆ κανείς πνευματικά σέ πολύ μεγάλο βαθμό. Πολλά περιστατικά τέτοια ἀκοῦμε καί στούς βίους τῶν Ἁγίων καί σέ σύγχρονους Γεροντάδες, ἀλλά καί σέ ἁπλούς χριστιανούς πού ἀγωνίζονται μέσα στόν κόσμο.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναφέρω ἕνα περιστατικό μία παράλυτης γιά 35 χρόνια.
Ὁ ἐπικήδειος λόγος μίας ψυχῆς, καί ἡ ὁμολογία της στά 30 χρόνια της ἀρρώστιας της…
Μία κοπέλα, πού τήν ἔλεγαν Δήμητρα, ἦταν γιά 35 ὁλόκληρα χρόνια στό κρεβάτι τοῦ πόνου, ἀπό βαριά μυασθένεια καί μορφές καρκίνου, ἀπό τά 12 της χρόνια μέχρι καί τά 47 πού ἐκοιμήθη, στό Ἄσυλο Ἀνιάτων.
Πότε, στό κρεβάτι ἀνάσκελα ὁριζοντιωμένη καί ἀκίνητη, καί πότε στό ἀναπηρικό καροτσάκι, γεμάτη ἀπό σίδηρα. Οἱ πόνοι φρικτοί σέ ὅλο τό σῶμα πού ἐξελίσοντο σχεδόν κάθε μέρα σέ ἕνα ἀτέλειωτο μαρτύριο.
Κάπου βρέθηκαν κάποιες σημειώσεις της, στή συμπλήρωση τῶν 30 χρόνων, ἀπό τήν βαριά της ἀρρώστια, ἀπό τό 1965 μέχρι τό 1995. Βέβαια ἐκοιμήθη 4 χρόνια ἀργότερα, τό ’99.
Θά ἀρχίσω ὅμως ἀπό κεῖνο πού ἄφησε ὡς παρακαταθήκη, γιά νά διαβαστεῖ τήν ἡμέρα τῆς κηδείας της. Καί ὕστερα θά δοῦμε τίς προσωπικές της σημειώσεις, ἐπί τῇ συμπληρώσει τῶν 30 ἐτῶν τῆς ἀσθενείας της. Γράφει λοιπόν στόν ἐπικήδειο:
… Θρήνου, ὁ καιρός πέπαυται. Μή κλαίετε. Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τήν ἀπαρχήν, καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον.
Τόν αἴτιον τῆς βαθειᾶς χαρᾶς καί εὐτυχίας μου, τῆς χαρμοσύνου ἐπί γῆς πορείας μου, καί τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀκαταπαύστου δοξολογίας μου.
Ὑμνῶ τόν αἴτιο τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μου καί τῆς ἐν οὐρανοῖς ζωῆς μου.
Σήμερον τόν δρόμον τετέλεκα.
Σήμερα ὁ κοπετός μου μετεστράφη εἰς χαράν καί τό δάκρυ μου σέ ἀγαλλίαση.
Σήμερα ἔπεσαν οἱ χειροπέδες τῆς αἰχμαλωσίας μου καί γίνομαι ἐλεύθερη.
Ἡ ξενιτιά μου τελείωσε, οἱ ἁλυσίδες τῆς δουλείας μου ἔσπασαν καί παίρνω τό δρόμο γιά τήν οὐράνια πατρίδα μου.
Ὁ πατέρας ( Θεός) βγῆκε στό σταυροδρόμι καί περιμένει τόν ἐρχομό τοῦ παιδιοῦ του.
Περιμένει νά φθάσει καί καυτερό νά ἀδειάσει τό πατρικό του φιλί ἐπάνω του.
Παιδί φτασμένο ἀπό τά ξένα, θά ξεχυθεῖ στήν ἀγκαλιά του νά πεῖ τά μυστικά του. Σήμερα ἡ ἄπολις γίνεται πολίτης, δηλαδή οὐρανοπολίτης.
Ἡ μάνα γῆ δίνει τόν φιλοξενούμενό της στήν ἀγκαλιά τοῦ οὐρανοῦ.
Σήμερα μέ εὐγνωμοσύνη χαιρετῶ τήν ξενοδόχον γῆ μου, πού τόσα χρόνια στοργικά κρατοῦσε στούς κόλπους της τό ξενιτεμένο παιδί τοῦ πατέρα.
Ὤ τρανή μου στιγμή καί ἡμέρα, πού νοσταλγικά τόσα χρόνια σέ καρτεροῦσα, ἦλθες!
Σήμερα ἦλθε αἰώνια παντοτινή μου ἄνοιξη.
Διαλύθηκαν τά μαῦρα σύννεφα τῆς βαρυχειμωνιᾶς.
Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης.
Σήμερα τό σκότος μου ἔγινε φῶς!
Ἡ σιωπή μου σάλπιγγα δοξολογίας καί ἡ ἀνημποριά μου δύναμις.
Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωτε.
Ἔφθασα στό σπίτι μου.
Χαρεῖτε ἀδέλφια τήν τρανή γιορτή.
Ἀνάσταση εἶναι. Καί ἡ ψυχή δέν νοιώθει τώρα μοναχή καθώς χθές καί πρῶτα.
Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται!
Χαρεῖτε ἀδέλφια μου καί ἐλᾶτε μαζί τή δόξα νά γευθοῦμε καί μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Οὐράνιου Πατέρα νά ξαπλωθοῦμε καί νά ξεκουραστοῦμε. Ἀμήν”.
Ἐδῶ τελείωσε ἡ νεκρώσιμη ἐξομολόγησή της. Ἕνα τέτοιο θάνατο θά τόν θέλαμε ὅλοι. Μέ τέτοια δοξολογία, μέ τέτοια χαρά, μέ τέτοια εὐγνωμοσύνη ἀλλά μέ πόση μεγάλη Ὑπομονή!
Ἀλλά ἕνας τέτοιος γλυκύτατος καί Παραδεισένιος θάνατος, ἔχει πίσω στή ζωή πολλούς σταυρούς.
Ἄς ἔλθουμε ὅμως καί στίς προσωπικές της σημειώσεις, πού καί ἡ ἴδια τίς ἔγραψε, γιά τήν συμπλήρωση 30 ἐτῶν βαριᾶς μυασθένειας. Γράφει:
“Ο Θεός μου καί ὁ μαρτυρικός μου Σταυρός εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα. Τό ἕνα γλυκύτερον τοῦ ἄλλου. Καί γι’ αὐτό δέ ζήτησα ποτέ νά μοῦ τόν πάρει…”
Τώρα νά ρωτήσω ἐγώ κάτι: Πόσοι ἀπό μᾶς δέν γογγύζουμε καί δέν παραπονούμεθα κάθε μέρα γιά τό σταυρό ἤ γιά τούς σταυρούς πού μᾶς ἔχει δώσει δῆθεν ὁ Θεός, γιά τίς ἀρρώστιες μας, τίς στενοχώριες μας, τά βάσανά μας, τίς ἀδικίες καί τόσα ἄλλα ποῦ ἔχουμε μέσα στή ζωή;
Ποιός ἀπό μᾶς εὐγνωμονεῖ γιά τό σταυρό πού φέρει καί σηκώνει κάθε μέρα;
Συνεχίζουμε …
“….Δέν δοκίμασα τή γεύση τῆς πικρίας τοῦ πόνου.
Δέν μέ προβλημάτισε καί δέν μοῦ δημιούργησε στενοχώρια καί ποτέ δέν αἰσθάνθηκα ἄρρωστη μόνο.
Δέν ἔσυρα τό βῆμα ἁπλῶς ὑπομονετικά, τοῦτο καθόλου δέν μοῦ ἄρεσε.
Τήν ἤθελα χαρούμενη τήν πορεία μου καί ἔτσι τήν βάδισα.
Ἦταν ἕνα γλέντι, ἕνα πανηγύρι, ἕνα χαρούμενο τρέξιμο μέσα στήν ἀκινησία μου.”
Πάλι παρένθεση: Στό σταυρό της τό φοβερό, δέν ἔκανε ἁπλῶς μόνον ὑπομονή, ἀλλά τόν θεωροῦσε καί τόν ζοῦσε σάν γλέντι καί πανηγύρι οὐράνιο. Ἄρα γε ποιός ἀπό μᾶς νοιώθει τό σταυρό τῆς ζωῆς του γλέντι καί πανηγύρι; Δέν ξέρω. Καί συνεχίζουμε.
«Δέν ἔνοιωσα ποτέ τό Θεό μακριά μου.
Μοῦ ἦταν ὁ γλυκύτατός μου καί ὁ κατά-δικός μου πατέρας.
Καί ποτέ μόνη μου δέν περπάτησα τήν πονεμένη καί τραχιά πορεία μου.
Πάντα στήν ἀγκαλιά Του. Στά γόνατά Του. Στίς χοῦφτες Του τίς Πατρικές.
Ἔτσι ἔνοιωθα.
Ποτέ δέν εἶδα τό γιατρό, τό νοσοκομεῖο, τά φάρμακα μέ μάτι ἐχθρικό.
Ποτέ δέν βαρέθηκα τό κρεβάτι τοῦ πόνου μου, μοῦ γλύκανε ὅλο μου τό εἶναι, γι’ αὐτό μέ σεβασμό, μέ δέος καί εὐγνωμοσύνη τό ἀγκάλιαζα καί τό καταφιλοῦσα.
Σάν μία ἱερή διακονία ἀνάλαβα νά φέρω εἰς πέρας τήν ἀσθένειά μου, ἤμουν ὁ ἀσθενής καί ὁ διακονῶν αὐτή.
Πάντα εἶχα μέσα μου τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «τήν διακονία σου πληροφόρησον».
Ἡ ὡς τώρα πορεία μου στή γῆ ἔχει ἔντονο τό αἴσθημα τοῦ ἐξόριστου διαβάτη τῆς ξενιτιᾶς.
Τά πόδια μου τά ἀνάπηρα στήν γῆ, ἀλλά τά μάτια μου, ἡ καρδιά μου, ὁ νοῦς μου, ἦσαν τραβηγμένα ψηλά στόν οὐρανό.
Μέ ἔλιωνε τό ἀγνάντεμα.
Χόρτασε τό πετσί μου πόνο, καί πολλές φορές ἔκλαψα ἀπό τούς φρικτούς πόνους καί σέ ἀθυμία ἔπεσα.
Ἀλλά ἀπηλλαγμένα αὐτά τῆς πικρίας, ἐκεῖ στό βάθος τῆς ψυχῆς μου στάλαζαν οἱ γλυκασμοί καί οὐράνιες δροσοσταλίδες».
Παρένθεση· ἄνθρωπος ἦταν καί ἀσφαλῶς ἀπό τά βασανιστήρια τῶν πόνων της νά ἔκλαψε, καί ἔκλαψε. Ἡ ψυχή της ὅμως εἶχε θεϊκή παρηγοριά καί οὐράνιες ἀποκαλύψεις.
Μόνο ἡ καρδιά της γνώριζε τό μέγεθος τῶν ἀποκαλύψεων, πού θά ἦταν ἀνάλογες μέ τήν ἀγόγγυστη καρτερία πού ἔδειξε, καί τή δοξολογία πού πρόσφερε.
Καί συνεχίζει:
– Τό σῶμα μου δέν τό ἀγάπησα καί οὔτε τοῦ χαρίστηκα ἐν ὀνόματι τῆς ἀνημποριᾶς του.
Τοῦ ἔδωσα τόσο, ὅσο τοῦ ἔπρεπε γιά νά συντηρηθεῖ.
Τό διακόνησα μέ σεβασμό σάν ἄρρωστο, καί αὐτό πού εἶχε ἀνάγκη τοῦ τό ἔδωσα.
Ἀκουσίως στερήθηκε καί τά στερήθηκε ὅλα, ἀκόμα καί τά ἀπαραίτητά του.
Πλεόνασε ἀπό παντός εἴδους κακουχία, ἀλλιώτικη πορεία ἀπό τούτη δέ γνώρισε.
Γύρισε ἀπό ἀσθενοφόρο σέ ἀσθενοφόρο, καί ἀπό Νοσοκομεῖο σέ Νοσοκομεῖο καί ἀπό κρεβάτι σέ κρεβάτι καί ἀπό χέρια σέ χέρια…
Ποτέ δέν ἐκπληρώθηκε τό θέλημά μου.
Καί ἄν ὡς ἄνθρωπος ἤθελα κάποια στιγμή, αὐτό τό θέλω μου, μοῦ τό κατατεμάχιζε ἡ μυασθένεια.
Εἶμαι διά παντός κάτω ἀπό τή δική της ἐξουσία, σάν ἕνα καθεστώς τυραννικό ἐπάνω μου, πού μοῦ στέρησε καί τήν παραμικρή ἀνάπαυση.
Ὅμως αὐτό, μέ τίποτα δέ μέ δυσκόλεψε νά τρέξω πρός τήν χαρά τοῦ πνεύματος, καί πόσο μοῦ ἄρεσε νά τρέχω!
Δέ θέλησα νά περιοριστῶ μονάχα μέσα στήν ἀνημποριά μου, καί αὐτή νά εἶμαι μόνο. Μία πορεία τριάντα χρόνων, σάν νάναι τριάντα μονάχα λεπτά.
Ἔτσι αἰσθάνομαι, μία πορεία μεστή, γεμάτη χαρμοσύνης καί γλυκασμῶν.
Εὐλογητός, εὐλογητός ὁ Θεός γιά τούτη τήν εὐτυχία,
Αὕτη ἡ κλητή καί ἁγία ἡμέρα τοῦ 1965, – μέρα πού τήν χτύπησε ἡ ἀρρώστια».
Ὅλο τό ἱστορικό αὐτό πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά ἀκούσετε ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς ὑπομονῆς μιᾶς ψυχῆς πού ἀγάπησε ὁλοκληρωτικά τόν Θεό καί με τόν τρόπο της σταυρώθηκε γιά τήν ἀγάπη Αὐτή.
Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ὑπομονή, πού κάνει τήν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νὰ μή διαφέρη καθόλου ἀπό τήν γλῶσσα τῶν Ἀγγέλων.
Ἀκούσαμε λοιπόν ἀπόψε, μέ τίς εὐχές καί εὐλογίες τοῦ Σεβα-σμιωτάτου, ἀρχικά τό τί εἶναι ἡ Ὑπομονή. Ὅτι εἶναι μία ἀρετή πού συνοδεύει γιά πάντα τόν ἄνθρωπο ἀπό τό τρίτο στάδιο τῆς ἡλικίας του κυρίως, δηλαδή τό τῆς ἐνηλικιώσεως. Εἴδαμε ὅτι μερικές φορές πώς εἶναι μία παρεξηγημένη λέξι καί ἀνατρέψαμε τήν θεωρία αὐτή. Εἴδαμε πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ σπάνια, σήμερα, ἀρετή αὐτή σέ ὅλες τίς ἐκφἀνσεις τῆς ἀνθρώπινης πολιτείας. Ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ὑπομονῆς, ἀλλά καί τί εἶναι τό ἀντίθετό της μέ τήν ἀνυπομονησία.
Ἀκούσαμε τόν Γέροντα Παΐσιο νά μᾶς λέη μέ τά πρακτικά του παραδείγματα ὅτι αὐτή χαριτώνει, ἀλλά καί σώζει τήν οἰκογένεια. Ποιό εἶναι τό ἀποτέλεσμά της καί στήν μοναχική ζωή. Καί τήν μεγάλη συμβολή της ἐπάνω στήν δύσκολη φάσι τῆς ζωῆς, πού λέγεται ἀνθρώπινος πόνος.
Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν κάποιος γίνεται Μοναχός, τοῦ εὔχονται «καλές ὑπομονές».
Σέ ὅλους μας λοιπόν εὔχομαι ὁ ἀγαθός Θεός νά μᾶς δίνη πολλές ἀλλά καλές ὑπομονές καί σᾶς εὐχαριστῶ πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσετε.