Το 1985 επισκέφτηκα για πρώτη φορά το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ με την οικογένειά μου και γνώρισα τον Άγιο Ιάκωβο. Ήταν η ώρα του εσπερινού. Ο Όσιος γέροντας καθόλη τη διάρκεια της ακολουθίας ήταν γονατισμένος μπροστά στην εικόνα του Χριστού πάνω σε ένα πλεκτό χαλάκι. Έβλεπα τα δάκρυά του να τρέχουν αδιάκοπα από τα μάτια του. Έφταναν μέχρι το δάπεδο.
Μετά τον εσπερινό ζητήσαμε από τον Άγιο να εξομολογηθούμε. Τότε μας είπε: «Εσείς φαίνεστε καλοί άνθρωποι». (Όλους έτσι τους έβλεπε.) «Γιατί ήρθατε σε μένα τον αγράμματο και δεν πάτε στους πνευματικούς μέσα στον κόσμο που είναι καλύτεροι από μένα;». Από τότε, όσες φορές πήγαινα στο Μοναστήρι είχα μέσα μου τόση χαρά ώστε δεν ήθελα να φύγω από κοντά του. Όλους μας δεχόταν με αβραμιαία φιλοξενία. Έδειχνε αγάπη και κατανόηση στα προβλήματά μας. Μας έλεγε να κάνουμε όσες μετάνοιες μπορούμε. Να κάνουμε λειτουργίες, ελεημοσύνες, να συγχωρούμε, να προσευχόμαστε με σύντομες και απλές προσευχές. Να διαβάζουμε «χύμα» τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την Παράκληση. Μας έλεγε ότι όσο κουρασμένοι και να είμαστε πότε να μην πέσουμε για ύπνο χωρίς να πούμε πρώτα το «Πάτερ ἡμῶν».
Ο Γέροντας όταν διάβασε αγιασμό στο αυτοκίνητό μου σταύρωσε προσεχτικά και τις τέσσερις ρόδες του. Μας συμβούλευε να μην πηγαίνουμε για ξεμάτιασμα σε διαφόρους ανθρώπους. Να παίρνουμε ένα μπουκάλι νερό, να λέμε τρεις φορές το «Πάτερ ἡμῶν» και το «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ» και μετά να πηγαίνουμε το νερό σε έναν ιερέα ο οποίος θα διαβάσει τις ευχές της βασκανίας μνημονεύοντας όλα τα ονόματα της οικογένειάς μας και όχι μόνο το όνομα του ανθρώπου που ήταν βασκαμένος για να μην φύγει το κακό απ’ αυτόν και πάει στους άλλους. Μετά τις ευχές να πίνουμε από το «διαβασμένο» νερό και να ραντίζουμε και τον εαυτό μας.
Μετά τον εσπερινό ζητήσαμε από τον Άγιο να εξομολογηθούμε. Τότε μας είπε: «Εσείς φαίνεστε καλοί άνθρωποι». (Όλους έτσι τους έβλεπε.) «Γιατί ήρθατε σε μένα τον αγράμματο και δεν πάτε στους πνευματικούς μέσα στον κόσμο που είναι καλύτεροι από μένα;». Από τότε, όσες φορές πήγαινα στο Μοναστήρι είχα μέσα μου τόση χαρά ώστε δεν ήθελα να φύγω από κοντά του. Όλους μας δεχόταν με αβραμιαία φιλοξενία. Έδειχνε αγάπη και κατανόηση στα προβλήματά μας. Μας έλεγε να κάνουμε όσες μετάνοιες μπορούμε. Να κάνουμε λειτουργίες, ελεημοσύνες, να συγχωρούμε, να προσευχόμαστε με σύντομες και απλές προσευχές. Να διαβάζουμε «χύμα» τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την Παράκληση. Μας έλεγε ότι όσο κουρασμένοι και να είμαστε πότε να μην πέσουμε για ύπνο χωρίς να πούμε πρώτα το «Πάτερ ἡμῶν».
Ο Γέροντας όταν διάβασε αγιασμό στο αυτοκίνητό μου σταύρωσε προσεχτικά και τις τέσσερις ρόδες του. Μας συμβούλευε να μην πηγαίνουμε για ξεμάτιασμα σε διαφόρους ανθρώπους. Να παίρνουμε ένα μπουκάλι νερό, να λέμε τρεις φορές το «Πάτερ ἡμῶν» και το «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ» και μετά να πηγαίνουμε το νερό σε έναν ιερέα ο οποίος θα διαβάσει τις ευχές της βασκανίας μνημονεύοντας όλα τα ονόματα της οικογένειάς μας και όχι μόνο το όνομα του ανθρώπου που ήταν βασκαμένος για να μην φύγει το κακό απ’ αυτόν και πάει στους άλλους. Μετά τις ευχές να πίνουμε από το «διαβασμένο» νερό και να ραντίζουμε και τον εαυτό μας.
Επειδή είχα σοβαρές ασθένειες, μου έλεγε να κάνω υπομονή. Να έχω «πίστη Θεού». «Να μην βάζεις τη στενοχώρια μέσα σου. Να τη ρίχνεις πίσω και να προχωράς μπροστά. Ο Χριστός να σε θεραπεύσει». Μου χάρισε την εικόνα της Παναγίας της θεραπεύουσας για να με θεραπεύσει. Μου είπε μάλιστα ότι η Παναγία μας, του μίλησε για μένα να με βοηθήσει. Έλεγε ο Όσιος: «Εμείς, αγαπητό μου παιδί, κάνουμε πάντα προσευχές για σένα και την οικογένειά σου και να ξέρεις ότι αυτές σε στηρίζουν».
Έδωσε σε μένα και στη σύζυγό μου από ένα κομποσκοίνι για να προσευχόμαστε με την «ευχή του Ιησού». Μου έλεγε να λέμε ολόκληρη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Στις ενδιάμεσες χάντρες του κομποσκοινιού μου είπε να λέω: «Κύριε, σώσον με τον άσωτο». Αυτό μου είπε το έλεγαν οι παλιοί ασκητές.
Το επόμενο πρωί μας δίδαξε έμπρακτα την προσευχή. Είχα πάει πρωί στον ναό. Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα ο εκκλησιαστικός. Όταν ήρθε ο Όσιος, αφού προσκύνησε τις άγιες εικόνες, κάθισε στον ηγουμενικό του θρόνο (στο στασίδι του) και με το κομποσκοίνι έλεγε δυνατά, αργά με ιεροπρέπεια και αρχοντιά την Ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Όταν ήταν να κάνω μια πολύ σοβαρή εγχείρηση, πήγα στο μοναστήρι και παρακάλεσα τον Όσιο να με ευλογήσει και να προσευχηθεί για μένα. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην εκκλησία μπροστά στην εικόνα του Οσίου Δαβίδ. Με άλειψε με λαδάκι από την καντήλα του Αγίου και είπε: «Άγιε μου Δαβίδ, σε παρακαλώ για το δικό μας παιδί, τον Π., που θα κάνει εγχείρηση, να πας στο χειρουργείο να τον βοηθήσεις». (Μιλούσε στον Άγιο με τέτοια παρρησία και θάρρος σαν ίσος προς ίσον!). Τελείωσε την προσευχή του λέγοντας στον Όσιο: «Άκουσες τι σου είπα;». Εκείνη τη στιγμή η εικόνα του Οσίου έτριξε. Ήταν η απάντηση του Αγίου Δαβίδ ότι άκουσε τη δέηση του δούλου του Οσίου Ιακώβου. Πραγματικά! Όλα πήγαν καλά και είδα την υγεία μου. Ήταν για μένα ο συνώνυμος Άγιος της αγάπης και της παρηγοριάς.
Έδωσε σε μένα και στη σύζυγό μου από ένα κομποσκοίνι για να προσευχόμαστε με την «ευχή του Ιησού». Μου έλεγε να λέμε ολόκληρη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Στις ενδιάμεσες χάντρες του κομποσκοινιού μου είπε να λέω: «Κύριε, σώσον με τον άσωτο». Αυτό μου είπε το έλεγαν οι παλιοί ασκητές.
Το επόμενο πρωί μας δίδαξε έμπρακτα την προσευχή. Είχα πάει πρωί στον ναό. Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα ο εκκλησιαστικός. Όταν ήρθε ο Όσιος, αφού προσκύνησε τις άγιες εικόνες, κάθισε στον ηγουμενικό του θρόνο (στο στασίδι του) και με το κομποσκοίνι έλεγε δυνατά, αργά με ιεροπρέπεια και αρχοντιά την Ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό».
Όταν ήταν να κάνω μια πολύ σοβαρή εγχείρηση, πήγα στο μοναστήρι και παρακάλεσα τον Όσιο να με ευλογήσει και να προσευχηθεί για μένα. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην εκκλησία μπροστά στην εικόνα του Οσίου Δαβίδ. Με άλειψε με λαδάκι από την καντήλα του Αγίου και είπε: «Άγιε μου Δαβίδ, σε παρακαλώ για το δικό μας παιδί, τον Π., που θα κάνει εγχείρηση, να πας στο χειρουργείο να τον βοηθήσεις». (Μιλούσε στον Άγιο με τέτοια παρρησία και θάρρος σαν ίσος προς ίσον!). Τελείωσε την προσευχή του λέγοντας στον Όσιο: «Άκουσες τι σου είπα;». Εκείνη τη στιγμή η εικόνα του Οσίου έτριξε. Ήταν η απάντηση του Αγίου Δαβίδ ότι άκουσε τη δέηση του δούλου του Οσίου Ιακώβου. Πραγματικά! Όλα πήγαν καλά και είδα την υγεία μου. Ήταν για μένα ο συνώνυμος Άγιος της αγάπης και της παρηγοριάς.