Ὁ «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου» εἰς ἐποχὴν «αὐτοδιαθέσεως
τοῦ σώματος» καὶ κυβερνητικοῦ σχεδίου «Ἐλευθερία»
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ,
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΝ ΕΥΘΥΝῌ
«Τὸ νὰ ταυτίζῃ κανεὶς τὴν κατὰ φύσιν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ δικαίωμα
ἤ τὴν «ἐξουσία» ἐπιλογῆς… νομίζοντας ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου νόμιμο
καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὰ ἐλεύθερα δημιουργήματα…
μαρτυρεῖ τὸν τραγικὸ βαθμὸ ἐκτροχιασμοῦ του»
Γράφει ὁ Ἱερομόναχος Μάξιμος Λαυριώτης
Α΄. Σωτηρίας κεφάλαιον
Τὸ μέγα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μυστήριο φανερώνει ὑπέρλογα τὸν θρίαμβο τῆς θείας ἀγαθότητας πάνω στὴν ἁμαρτία, τὴν ἀνταρσία καὶ τὴν πτῶσι ὅσων λογικῶν κτισμάτων ἔκαναν ἄλογο χρῆσι τῆς φυσικῆς ἐλευθερίας των. Εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς μακραίωνος συνεργίας ὅλων τῶν ἁγίων της Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν λαβόντα παρ’ αὐτῶν Σάρκα Θεόν, μίας ἐλλόγου συμβολῆς τῆς δικῆς των φυσικῆς ἐλευθερίας εἰς τὸ «μακάριον δι’ ὅ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος», χωρὶς τὴν ὁποία, θὰ ἦταν ἄχρηστο, παράλογο καὶ ἄστοχο νὰ προχωρήση ὁ ἄκτιστος Θεὸς στὴν ἕνωσίν Του μὲ τὸ κτίσμα Του.
Ἀποκλείοντας λοιπὸν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἢ μᾶλλον πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, κάθε τέτοιο ἀρνητικὸ ἐνδεχόμενο, ὁ Δημιουργὸς τῶν αἰώνων ἐξασφάλισε ὅτι τίποτα δὲν θὰ μπορέση ποτὲ νὰ περιορίση τὴν φυσικὴ ἐλευθερία τῶν λογικῶν κτισμάτων, ἐπιτρέποντας σ’ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία νὰ ἐκφρασθῆ ἐντὸς χώρου καὶ χρόνου: «μερίσας σοφῶς τοὺς αἰῶνας καὶ διορίσας τοὺς μὲν ἐπ’ ἐνεργείᾳ τοῦ Αὐτὸν γενέσθαι ἄνθρωπον, τοὺς δὲ ἐπ’ ἐνεργείᾳ τοῦ τὸν ἄνθρωπον ποιῆσαι Θεόν». (Ἅγ. Μάξιμος)
Μολονότι ἡ ἄκτιστος Πρᾶξις τῆς σωτηρίας εἶχε συντελεσθῆ ἀνάρχως πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, φανερώθηκε μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν ἔναρξι τοῦ χωροχρόνου τῶν ἕξι ἡμερῶν τῆς δημιουργίας ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε προαποφασίσει νὰ κτίσῃ ἐν ταὐτῷ καὶ σώσῃ τὸ σύμπαν. Τὸ ἕνα δὲν διαφέρει χρονικῶς ἀπ’ τὸ ἄλλο παρὰ μόνον ὡς πρὸς τὸ πέρας, καθότι ὁ ἀπαρτισμὸς τῆς δημιουργίας δὲν σημαίνει καθόλου καὶ ἀπαρτισμὸ τῆς σωτηρίας ὅσων προορίζονται γι’ αὐτήν. Ἀντιθέτως ὅμως, ὁ ἀπαρτισμὸς τῆς σωτηρίας, -ὁποτεδήποτε κι ἂν “συντελεσθῇ” ἡ “ἀτέλεστος” αὐτὴ τελειότης τῶν τελείων- σημαίνει ἀπαραίτητα τὴν συντέλεια τῆς δημιουργίας, τέλος τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, ἀφοῦ θὰ ἔχῃ ἐκλείψει πλέον ὁ σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγιναν: «καὶ συντόμως εἰπεῖν, τῶν αἰώνων, οἱ μέν, τῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους εἰσὶν καταβάσεως· οἱ δέ, τῆς τῶν ἀνθρώπων πρὸς Θεὸν ὑπάρχουσιν ἀναβάσεως». Μόλις τελειωθῇ ἡ πρὸς Θεὸν ἀνάβασις, θὰ τελειώσῃ καὶ ὁ χωροχρόνος.
Ὁλοκλήρωσις ὅμως τῆς καταβάσεως καὶ γι’ αὐτὸ κεφάλαιο καὶ ἀποκορύφωμα Σωτηρίας εἶναι τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ εἴσοδος τοῦ Ἀφθάρτου καὶ Ἀθανάτου στὴν διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν σύλληψί Του ὑπὸ τῆς Θεοτόκου, ὥστε νὰ μπορέση νὰ γίνη θνητὸς καὶ νὰ κατέλθη ἔτσι ἀκόμη περισσότερο, νὰ φθάση μέχρις «Ἅδου ταμείων», ἀπὸ ὅπου θὰ ἐγκαινιάση τὴν δική μας «πρὸς οὐρανὸν ἄνοδον».
Εὔλογα, λοιπόν, στρέφεται ἡ προσοχὴ πρὸς τὸν τελικὸ καρπὸ τοῦ μακραίωνος συντονισμοῦ θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως, τὴν Παρθένο Μαρία, ποὺ μὲ τὴν κατὰ φύσιν ὁλοτελῆ στροφή της πρὸς τὸν Θεὸ ἔγινε Θεοτόκος «ὅπερ τῆς κατὰ φύσιν δυνάμεως οὐδαμῶς ὑπάρχει κατόρθωμα -θεώσεως γὰρ οὐδὲν γενητὸν κατὰ φύσιν ἐστὶν ποιητικὸν»- ὑφαίνοντας στὴν μήτρα της θεωμένη ἀνθρώπινη σάρκα, «ἔχουσαν φυσικῶς τὸ πλήρωμα (Κολ. β΄ 9) τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος». Καὶ μὲ τὸν ὑπὲρ φύσιν αὐτὸν τρόπο, ὁ ἴδιος ὁ ἄκτιστος Θεὸς «εἰς ἡμᾶς κατήντησεν, ὡς αἰώνων τέλος, διὰ σαρκώσεως».
Ὁμόφωνα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξαίρουν τὴν σημασία τῆς συγκαταθέσεως καὶ ὁλοψύχου ἀποδοχῆς τοῦ θεομητορικοῦ «Ἀμὴν, Γένοιτο», κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Βλέπουν εἰς αὐτὸ τὸ “Γένοιτο” τὸ ἐπισφράγισμα καὶ τὴν κατακλεῖδα τῆς μακραίωνος συνεργασίας τῶν «ἀπ’ αἰῶνος ἐξειλεγμένων» Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν καὶ Δικαίων μὲ τὴν ἄπειρη θεία ἀγαθότητα «ἵνα ἱκανὴ εὑρεθῆ παρθένος» πρὸς ἕνωσαν Κτιστοῦ καὶ κτίσεως. Ἡ κάθοδός Του εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐνάρξεως τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ κάθε περαιτέρω βαθμίδα καθόδου οἰκοδομεῖτο πάνω στὴν ἐλεύθερη κατὰ φύσιν καὶ ἀβίαστη συναίνεσι τῶν ἑκάστοτε —ἀνὰ τοὺς αἰῶνας- κλητῶν καὶ ἐκλεκτῶν Του· ποὺ ἦσαν ὄντως πολλοὶ (Λουκ. ιδ΄ 16), ἀλλὰ καὶ ὀλίγοι συνάμα (Ματθ. κβ΄ 14) ἐν συγκρίσει πρὸς ἐκείνους ποὺ ἀπέρριψαν τὴν κλῆσι Του (Α΄ Κορ. α΄ 26-28). Τελευταία δέχεται τὴν κλῆσιν ἡ Παναγία «δι’ ἥν ἡ ἐκλογή», καλύπτοντας ἔτσι ὁλοκληρωτικὰ τὸ ὑπόλοιπο τοῦ ρήγματος ποὺ προκάλεσε ἡ πτῶσι τῆς Εὔας καὶ γενομένη «μεθόριον κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως», οὕτως ὥστε δι’ Αὐτῆς ὄντως «κατέβη ὁ Θεός», φθάνοντας στὸ ἀπρόσιτο ὥς τότε γι’ Αὐτὸν σημεῖον ἐπαφῆς μὲ τὴν θνητότητα, στὴν ἐσχάτη δηλαδὴ βαθμίδα τῆς κλίμακος.
Τὸ «Γένοιτό» Της, ὑστάτη ἐπανάληψις μυριάδων «γένοιτο» τῶν ἁγίων προγόνων Της, οἱ ὁποῖοι «δι’ ἑαυτῶν καὶ τῶν κατ’ αὐτοὺς ὡς ἐν τύπῳ προϋπεδείκνυον τὸν ἐσόμενον ἐκ τῆς Παρθένου Χριστόν», δὲν ἐπαληθεύει ἁπλῶς τὴν θεία πρόγνωσι καὶ τὸν προορισμὸ τῆς Θεοτόκου -«τῶν γὰρ ὄντων αἱ γνώσεις καὶ τῶν πάντως ἐσομένων αἱ προγνώσεις»- ἀλλὰ προπαντὸς ἀποδεικνύει τὴν ἱκανότητα τῆς φύσεως ν’ ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα στὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς κατασκευάσθηκε. Καὶ πλάσθηκε ἐξ ἀρχῆς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ αὐτὴ ἡ φύσις «ἵνα δυνηθῆ ποτὲ χωρῆσαι τὸ Ἀρχέτυπον», τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή της.
Ἂν τόσες καὶ τόσες γενεὲς Θεοπατόρων ἀνταποκρίθηκαν αὐθόρμητα καὶ κατὰ φύσιν στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ ἀπαρτίζοντας ἔτσι τὴν βίβλο «γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ματθ. α 1-17) πολὺ περισσότερο θὰ ἔπρεπε ν’ ἀναμένεται θετικὴ ἡ ἀνταπόκρισις τῆς Πανυπεράγνου Παρθένου «αὐτοφυῶς ἐπτερωμένης πρὸς τὸν ἱερὸν καὶ θεῖον ἔρωτα». Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν ἀφήνουν τὸ παραμικρὸ περιθώριο γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐκδοχὴ ἢ ἑρμηνεία. Ὁ ἀσπασμὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου δὲν ὑπῆρξε ἀφορμὴ διλήμματος, δοκιμασίας, ἀμηχανίας ἢ ἀμφιταλαντεύσεως γιὰ τὴν Θεοτόκο, ὡς πρὸς τὸ κατὰ πόσον ἔπρεπε νὰ δεχθῆ ἢ ὄχι τὴν προαιώνιο Βουλὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ μᾶλλον χαρμόσυνη ἀναγγελία ἐλεύσεως τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου, ἀληθινὸ εὐαγγέλιο, ἀπευθυνόμενο σὲ ὕπαρξι, ποὺ ἤδη ἦταν ἕτοιμη ἀπὸ πάσης ἀπόψεως νὰ διακονήση τὸ μέγα Μυστήριο: «Ἰδοὺ ἡ ἀνάκλησις νῦν ἐπέφανεν ἡμῖν· ὑπὲρ λόγον ὁ Θεὸς τοῖς ἀνθρώποις ἑνοῦται· Ἀρχαγγέλου τῇ φωνῇ ἡ πλάνη ἐκμειοῦται- ἡ Παρθένος γὰρ δέχεται τὴν χαράν· τὰ ἐπίγεια γέγονεν οὐρανός…» καί: «ὅθεν πιστῶς δεξαμένη τὸν ἀσπασμόν, συνέλαβέ Σε τὸν προαιώνιον Θεόν». Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ἀκριβῶς γράφουν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες; «πρώτη ἡ Θεοτόκος Μαρία ὑπὸ τοῦ Ἀγγέλου εὐαγγελίζεται καὶ τὴν τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἀπαγγελθεῖσαν πιστεύει καὶ πείθεται λέγουσα: ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου· καὶ οὕτω τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον οὐσιωδῶς ἐν ἑαυτῇ ὑπεδέξατο πρώτη» (Ἅγ. Συμεὼν Νέος Θεολόγος).
Β΄. Φυσικὴ ἐλευθερία
Ὁρισμένοι ὅμως ἀθεράπευτα ρομαντικοὶ Ρῶσοι «θεολόγοι» καὶ φιλόσοφοι βλέπουν στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου μία μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ στοχαστοῦν πάνω στὶς ἀβυσσαλέες δυνατότητες τῆς ἐλευθερίας ὄχι μόνον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν τὴν βλέπουν σὲ καμμία περίπτωσι ὡς φυσικὴ ἐνέργεια ἄκτιστη ἢ κτιστή, ἄλλα μόνο σὰν «μεγάλη καὶ εὐγενικὴ διακινδύνευσι τῆς ὑπάρξεως καὶ ὑπέρτατη ἔντασι τῆς ἐλπίδος». Τόσον ἐπὶ Θεοῦ ὅσο καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου «ἡ ἐλευθερία ὀφείλεται στὴν ἀπάρνησι τῆς φυσικῆς βουλήσεως»!!! καὶ «ἀνακύπτει ἀπὸ τὸ πρόσωπο»!!! Μὲ τὴν λογικὴ αὐτὴ τοῦ Εὐδοκίμωφ, «τὸ «γένοιτο» τῆς Παρθένου δὲν προέρχεται μόνον “ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ (ἀπάρνησι;) τῆς θελήσεώς της… Ὁ ἄγγελος ποὺ ἀγγέλλει καὶ ἡ Παρθένος ποὺ ἀκούει ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο στὴν ἴδια συμφωνικὴ τονικότητα. Εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου συνοπτικά, ἡ θεολογία σὲ μία μόνο λέξι· ἡ μοῖρα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ κρέμονται ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐλεύθερο ἀνάβλυσμα” (Π. Εὐδοκίμωφ). Μὲ ἄλλα λόγια κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ὅλα παίχθηκαν κορώνα-γράμματα. Κινδύνευσε ἡ … «μοῖρα» τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἕνα ἐνδεχόμενο νὰ ’πῇ «ὄχι» ἡ Παρθένος, κινδύνευσε καὶ ἡ μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητος ὁλοκλήρου νὰ χάση γιὰ πάντα τὴν σωτηρία… Καὶ ὅλα αὐτὰ ἁπλούστατα, ἐπειδὴ «ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀναζωπυρώσῃ τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης ἢ τὴν φλόγα τῆς γεέννης· μπορεῖ νὰ κάμῃ τὸ «ναί» του ἀπειρότητα ἑνώσεως, ὅπως καὶ μὲ τὸ «ὄχι» του μπορεῖ νὰ θρυμματίσῃ τὸ εἶναι σὲ χωρισμοὺς κολάσεως» καθότι «ἡ καρδιά του περιέχει τὸ «θεολογικὸ αἴνιγμα», τὴν σχέσι προσώπου καὶ φύσεως, τὴν ὑποστατικὴν ἐλευθερία»!!! Θὰ περίμενε κανείς, κατὰ στοιχειώδη θεολογικὴ συνέπεια πρὸς τὰ ἀνωτέρω, νὰ γίνεται ἀποδεκτὸ πὼς ὑπάρχουν τόσες ἰδιαίτερες ὑποστατικὲς ἐλευθερίες, ὅσες καὶ ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα. Οὔτε τὸ δέχεται, οὔτε τὸ ἀρνεῖται πουθενὰ ὁ Εὐδοκίμωφ. Ἁπλῶς μᾶς ἀφήνει μετέωρους, ἐκτεθειμένους σὲ μία νέα «εὐγενικὴ διακινδύνευσι», ἐνῷ ὅσον ἀφορᾶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐπιφυλάσσει μία ἀκόμη ἔκπληξι: προσχώρησι σὲ Νεστοριανισμὸ καὶ Μονοενεργητισμὸ χάριν -πάντοτε – τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου! Γράφει: «Τὸ χριστολογικὸ δόγμα τῆς ἑνότητος τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστὸ γίνεται σαφὲς στὸ δόγμα τῆς ἑνότητος τῶν δύο θελήσεων καὶ ἀπαιτεῖ ὡς συνέπειά του τὴν ἕνωσι (ταύτισι;) τῶν δύο ἐλευθεριῶν». Ἆραγε οἱ δύο ἐλευθερίες ἐκφράζουν δύο πρόσωπα; Καὶ γι’ αὐτὸ ἴσως προσπαθεῖ νὰ τὶς ἑνώσῃ! Ἀπτόητος λοιπὸν προχωρεῖ: «Πρέπει ν’ ἀποφύγωμε ὁποιαδήποτε σύγχυσι ἀνάμεσα στὸν ψυχολογικὸ ὅρο τῆς βουλήσεως καὶ στὸν μεταφυσικὸ ὅρο τῆς ἐλευθερίας. Ἡ βούλησις εἶναι ἀκόμα δεμένη μὲ τὴν φύσι, ὑποταγμένη στὶς ἀνάγκες καὶ στοὺς ἄμεσους σκοπούς. Ἡ ἐλευθερία πηγάζει ἀπὸ τὸ πνεῦμα, ἀπὸ τὸ πρόσωπο· ὅταν φθάνῃ τὸ κορύφωμά της, δὲν ἐπιθυμεῖ ἐλεύθερα, παρὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ καλό. Στὸ μελλοντικὸ πλήρωμα, κατ’ εἰκόνα τῆς θείας ἐλευθερίας, σὲ κάθε ἐπιθυμία της θ’ ἀντιστοιχοῦν τὸ καλὸ καὶ ἡ ἀλήθεια». Προφανῶς ὁ Εὐδοκίμωφ δὲν γνωρίζει ὅτι στὴν μέλλουσα ζωή καμμία ἀπολύτως ἐπιθυμία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ, ἀφοῦ ὁ Χριστός, “τῶν ἐφετῶν ἡ Ἀκρότης”, θὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ ὅλους. Ἀκόμα, τὸ φυσικὸ θέλημα τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ εἶναι αἰωνίως ἀποτεθειμένο μέσα στὸ Θεῖο θέλημα καὶ θὰ ἔχῃ παύσει ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς λειτουργίες του. Εἶχαν πάθει λοιπὸν σύγχυσι ὅλοι οἱ Πατέρες; «τὸ γὰρ αὐτεξούσιον, θέλησιν ὡρίσαντο» καὶ τὴν θέλησι «φυσικὴν καὶ αὐτεξούσιον ὀρεκτικὴν τοῦ νοὸς κίνησιν». Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀναφορὰ τοῦ αὐτεξουσίου στό… «πρόσωπο» ἀπὸ κανένα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν ὅμως πάμπολλες ἀναφορὲς ἀπὸ πολλοὺς αἱρετικοὺς (Εὐνομιανούς, Νεστοριανούς, Ὠριγενιστὲς καὶ προπαντὸς Μονοθελῆτες καὶ Μονοενεργῆτες), τῶν ὁποίων κοινὸ χαρακτηριστικὸ εἶναι «τὸ μὴ εἰδέναι τὴν διαφορὰν τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ ὑποστατικοῦ θελήματος». Δηλαδὴ τὸ ὅτι «ἡ μὲν θέλησις, τουτέστιν ἡ θελητικὴ δύναμις καὶ αὐτὸ τὸ ἁπλῶς θέλειν, φυσικόν, τὸ δὲ θελητόν, τουτέστιν τὸ τί θέλειν, γνωμικὸν καὶ ὑποστατικόν». Νὰ ὑποθέσουμε, λοιπόν, πὼς ὁσάκις χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἐλευθερία» ὁ Εὐδοκίμωφ, δὲν ἐννοεῖ τὸ αὐτεξούσιο, ἀλλὰ τὸ γνωμικὸ θέλημα; Καὶ δὲν εἶναι κάτι τέτοιο κλασσικὴ περίπτωσις συγχύσεως φρενῶν; Ἔπειτα, ποιὲς εἶναι αὐτὲς οἱ ἀνάγκες, ποὺ ἁλυσοδένουν τὴν φύσι μὲ τὴν βούλησι; Δὲν ἄκουσε ποτέ του πὼς ὄχι μόνον ἡ ἄκτιστη θεία φύσι, ἀλλὰ καὶ κάθε κτιστὴ καὶ λογικὴ φύσι «οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν»; Ὑπάρχει ἆραγε μανιχαϊκώτερη πόλωσι ἀπὸ τὴν εὐδοκιμωφική: βούλησις, φύσις, ἀνάγκη σὲ ἀντιπαράθεσι πρὸς τό: πνεῦμα, ἐλευθερία, πρόσωπο; Καὶ πρὶν φθάση στὸ κορύφωμά της ἡ ἐλευθερία ἐπιθυμεῖ ἀνελεύθερα; ἢ πῶς θὰ ὑπάρχουν ἐπιθυμίες (ἀκόμα καὶ στὸν Θεό!) κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα «τοῦ αὐτεξουσίου ἑκουσίως καθόλου ἐκχωρηθέντος Θεῷ»; «Ἀνάγκη γὰρ πᾶσα τῆς κατ’ ἔφεσιν περὶ τι ἄλλο παύσασθαι τὰ πάντα ἐξουσιαστικῆς κινήσεως, τοῦ ἐσχάτου φανέντος ὀρεκτοῦ»… Καὶ ἐπὶ τέλους τί εἴδους «πνεῦμα» εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζει ἡ ἐλευθερία: πονηρὸ ἢ ἀγαθό; ἢ μήπως «ἐλευθερίαν ἐπαγγελλόμενος» ὁ Εὐδοκίμωφ συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ὁ ἴδιος «δοῦλος τῆς φθορᾶς»; (Β΄ Πέτ. β΄ 19) Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσῃ κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κείμενό του παραθέτει καὶ χωρίο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου περιέχον κατὰ λέξιν τὴν φράσι «διὰ τὴν ἑνοῦσαν αὐτῷ (=τῷ ἀνθρώπῳ) φυσικῶς αὐτοκίνητον καὶ ἀδέσποτον δύναμιν» καὶ ἐν τούτοις ἐξακολουθεῖ νὰ διακηρύττῃ πὼς «ἠ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου»; Εἶναι λοιπὸν ἡ ἐλευθερία οὐσία προσωπική, ὄχι φυσικὴ ἐνέργεια, ἢ ἔστω ὑποστατική; Καὶ διαθέτει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἆραγε ὡς ἰδιαίτερη δική του οὐσία τὴν ἐλευθερία, ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν φύσι ἤ οὐσία ποὺ αὐτὸ τὸ ἴδιο πρόσωπο ὑποστασιάζει; Στοὺς εἴκοσι αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἐμφανίσθηκαν ποτὲ φοβερώτερες πλάνες ἀπὸ αὐτές, παρμένες ὅλες ἀπὸ τὸ περιλάλητο ἔργο «Ὀρθοδοξία», μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε διδάκτωρ καὶ καθηγητὴς στὸ “Ὀρθόδοξο” Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου τῶν Παρισίων ὁ Εὐδοκίμωφ (σελίδες 95-102 τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως).
Θὰ ἀδικούσαμε ὅμως πολὺ τὸν Ρῶσο στοχαστή, ἂν δὲν τονίσουμε πὼς οἱ περὶ ἐλευθερίας ἀπόψεις του εἶναι παρμένες ὅλες ἀπὸ τὸν δάσκαλό του Νικ. Μπερντιάγιεφ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται πολὺ χειρότερα πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, θεωρώντας τὴν ἐλευθερία ἄσχετη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πηγάζουσα ἀπὸ τό… ἀρχέγονο χάος, μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ «κακὸν» ἐπίσης! Στὸ σαφῶς δυαλιστικὸ καὶ ἄκρως ἀντιχριστιανικὸ σύστημά του ὁ φιλόσοφος αὐτὸς οὐσιαστικὰ ταυτίζει τὸ «ἀρχέγονο χάος» μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ διδάσκει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ προγνωρίζῃ τὶς πράξεις τῶν ἐλευθέρων ὄντων! Ὁποιαδήποτε φύσις καὶ ὅ,τιδήποτε φυσικὸ εἶναι προϊὸν ἁμαρτίας καὶ δυναστεύεται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ… «κακοῦ» καὶ γι’ αὐτὸ ὑπόκειται στὴν αἰτιότητα! Μόνον τὸ «πνεῦμα» καὶ τὸ «πρόσωπον» μποροῦν νὰ ὑπερβοῦν τὴν φρικτὴ αὐτὴ κατάστασι διὰ τῆς ἀγάπης -ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτα!- Τὸ πρόσωπο καὶ τὸ πνεῦμα ὀφείλουν τὰ κατορθώματά τους στὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς «ἐλεύθερη φανέρωσις τοῦ πνεύματος» (ποιοῦ πνεύματος;). Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὸν Μπερντιάγεφ, τὸ “πνεῦμα” ὑπερβαίνει τὸ κακὸ μὲ μία ἐλεύθερη φανέρωσι τοῦ…”πνεύματος”!!! Ὀνομάζει τὴν φιλοσοφία του ὑπαρξιακὴ καὶ περσοναλιστικὴ καὶ πιστεύει πὼς ὁ ἀληθινὸς περσοναλισμὸς βρίσκεται στὰ ἔργα τοῦ Αὐγουστίνου Ἱππῶνος. Θεωρεῖ τὸν Χριστιανισμὸ θρησκεία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ ἀπεχθάνεται τὰ δόγματα, διότι ὑπονομεύουν τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψεως…
Ὅλα αὐτὰ τὰ σιβυλλικὰ καὶ ἀλλόκοτα ὄχι μόνον δὲν ἔχουν τὴν παραμικρὴ σχέσι μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ καὶ βρίσκονται ἀκριβῶς στοὺς ἀντίποδες τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων. Κανένας Πατὴρ δὲν συνέδεσε ποτὲ πρόσωπο καὶ ἐλευθερία ἢ φύσι καὶ ἀναγκαιότητα. Κανεὶς δὲν μίλησε ποτὲ γιὰ ὑποστατικὴ ἐλευθερία. Εἶναι τῶν Μονοθελητῶν καὶ Μονοενεργητῶν αὐτὸ τὸ δόγμα καὶ ἔχει καταδικασθῆ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (681 μ.Χ.) καὶ τὴν Α΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649 μ.Χ.)· Ἀλλὰ καὶ οἱ Μονοθελῆτες ἀκόμη εὑρίσκοντο σὲ πολὺ καλύτερη θέσι ἀπό τούς Ρώσους Σλαυοφίλους, καθότι συμφωνοῦσαν ἀπόλυτα μὲ τοὺς ὀρθοδόξους ἀντιπάλους τους στὸ ὅτι: θέλησις -αὐτεξούσιο- ἐλευθερία σημαίνουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Καμμία διάκρισι μεταξὺ «ψυχολογικῶν» ρόλων σὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους. Ἀκόμα καὶ ἡ «βούλησις» ὁρίζεται ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους, παρὰ τὸν γνωμικό της χαρακτῆρα, ὡς «ποιὰ φυσικὴ θέλησις» ἁπλούστατα, διότι γίνεται κατανοητὸ πὼς καὶ τὸ γνωμικὸ θέλημα δὲν εἶναι παρὰ προσωπικὸς τρόπος χρήσεως τοῦ φυσικοῦ θελήματος, καὶ ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ μία ἰδιαίτερη θελητικὴ ἐνέργεια, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς ὅσες ἐνέργειες πηγάζουν ἀπὸ τὴν φύσι. Αὐτὴ ἡ ἀποκλειστικὰ προσωπικὴ χρῆσι τοῦ γνωμικοῦ θελήματος δημιουργεῖ ὅλη τὴν διαφορά, ἂν συγκριθῆ μὲ τὸ ἐλεύθερο θέλημα, τὸ ὁποῖο εἶναι κοινὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε γνωμικὸ θέλημα δὲν ξαφνιάζει κανένα. Ἕνα τέτοιο θέλημα δὲν εἶχε δημιουργηθῆ ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν ἔκτισε τὸν Ἀδάμ. Ἡ ἀπουσία γνωμικοῦ θελήματος ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν ὑποβιβάζει τὴν ἀνθρώπινη ἀκεραιότητά Του. Ἐκτὸς τούτου, ἡ ὕπαρξι θεωμένου ἀνθρωπίνου θελήματος στὸν Χριστὸ ἐξηγεῖ τὴν διπλῆ Του ἀνικανότητα νὰ ἁμαρτήσῃ… Ἀποδεικνύει ὅτι τὸ ἐλεύθερο ἀνθρώπινο θέλημα στὴν πρωταρχικὴ λειτουργία του στὸν Ἀδὰμ συνέπιπτε μὲ τὸ Θεῖο θέλημα. Ἔτσι ἦταν δυνατὸ καὶ εὔκολο γιὰ τὸν Ἀδὰμ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃ (posse non peccare). Ἀλλὰ ἡ πιὸ σπουδαία λειτουργία τοῦ θεωμένου ἀνθρωπίνου θελήματος τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεσί Του ἐκ μέρους ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν παγκόσμιο σωτηρία της. Σωτηρία δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἐπιβληθῇ διὰ τῆς βίας πάνω στὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ συγκατάθεσις μόνου τοῦ Θείου θελήματος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεπαρκής, ἀφοῦ τίποτα τὸ Θεῖο δὲν ἐπρόκειτο νὰ σωθῆ, παρὰ μόνη ἡ ἀνθρώπινη φύσις. Ἡ ἀνθρώπινη συγκατάθεσις τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν παγκόσμιο σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν ὁ ὕψιστος σκοπὸς τῆς ἐνσαρκώσεώς Του, ἀπείρως πιὸ σπουδαῖος σκοπὸς ἀπὸ τὴν συγκατάθεσι τῆς Παναγίας κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό. Γιατί ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς ὡς Θεὸς καὶ Σωτήρ, ἀλλὰ καὶ ὡς Τεθεωμένος Ἄνθρωπος καὶ Σωτήρ, οὕτως ὥστε ἡ παγκόσμιος Σωτηρία μπόρεσε νὰ ἀποβῇ πραγματικότητα μόνον μέσῳ τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν μία διπλῆ σωτηρία, διότι ὁ Θέλων Σωτὴρ εἶναι ἀνέκαθεν Ἕνα Πρόσωπο ἔστω καὶ ἂν μοιράζεται τὸ Θεῖο Του Θέλημα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα.
Ἐπιστρέφοντας, λοιπόν, στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου μποροῦμε ν’ ἀντιληφθοῦμε, γιατί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀδυνατοῦσαν νὰ διακρίνουν στὸ σωτήριο αὐτὸ γεγονὸς ὁποιασδήποτε μορφῆς δίλημμα, δοκιμασία τῆς προαιρέσεως ἢ πειθαναγκασμὸ «ἐλεύθερης» ἐκλογῆς: τὸ φυσικὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ φυσικό του αὐτεξούσιο, ἡ κατὰ φύσιν ἐλευθερία του, ἀπηλλα-γμένη ἀπὸ κάθε μεταπτωτικὴ γνωμικὴ «ποιότητα», ἐκδηλώνεται, ἐνεργεῖ καὶ θέλει, ὅσα καὶ ὁ Δημιουργὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως θέλει. Δὲν χορήγησε δηλαδὴ ὁ Θεὸς στὶς λογικὲς φύσεις ἁπλῶς μία οὐδέτερη αὐτεξουσιότητα, κάτι σὰν τυφλὴ δυνατότητα αὐτοδιαθέσεως, ἀλλὰ προσανατόλισε πρὸς τὸν Ἑαυτόν Του ἐκ δημιουργίας τὴν θελητικὴ τῆς φύσεως δύναμι, οὕτως ὥστε τὸ κατὰ φύσιν θέλειν καὶ τὸ κατὰ Θεὸν θέλειν νὰ συμπίπτουν ἀπόλυτα. Τὸ γεγονὸς αὐτό, βέβαια, φιλόσοφοι τύπου Μπερντιάγιεφ, Hugo Rahner καὶ Εὐδοκίμωφ τὸ κατέκριναν δριμύτατα ὡς ὑπονόμευσι τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας… Ἀλλὰ ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν ἐπεδίωξε νὰ παίξῃ μαζί μας καθιστώντας τὰ λογικὰ κτίσματά Του ἕρμαια τοῦ νόμου τῶν πιθανοτήτων μὲ τὴν χορήγησι μιᾶς αὐστηρὰ ἀμερόληπτης ἐλευθερίας, ποὺ δὲν θὰ ἐπέτρεπε σὲ αὐτὰ ποτὲ καὶ γιὰ κανένα λόγο νὰ κλίνουν πρὸς ὁποιαδήποτε κατεύθυνσι. Ἀπέβλεπε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἢ μᾶλλον «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καὶ αὐτῆς τῆς τῶν γεγονότων γενέσεως, ἀτρέπτως ἐγκραθῆναι τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς καθ’ ὑπόστασιν ἀληθοῦς ἑνώσεως, ἑαυτῷ δὲ τὴν φύσιν ἀναλλοιώτως ἑνῶσαι τὴν ἀνθρωπίνην». Καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς προκαθώρισε τὴν τροχιὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτῆς τῆς ἑνώσεως, χωρὶς βέβαια νὰ καταστήσῃ τὸν προορισμὸ αὐτὸ «ἀκαταγώνιστο» ἀπὸ πλευρᾶς ἀνθρωπίνης. Δὲν ἔπαυσε πάντως νὰ εἶναι «ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. β΄ 13).
Ὡς ἐκ τούτου τὸ νὰ ταυτίζῃ κανεὶς τὴν κατὰ φύσιν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ δικαίωμα ἢ τὴν «ἐξουσία» ἐπιλογῆς: -νὰ δεχθῇ ἢ νὰ ἀπορρίψῃ «τὸ Μυστήριον τοῦ θελήματος Αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν Αὐτοῦ ἥν προέθετο ἐν Χριστῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν» (Ἐφ. α΄ 9)- νομίζοντας ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου νόμιμο καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὰ ἐλεύθερα δημιουργήματα (καθὼς φρονεῖ ὁ Εὐδοκίμωφ), εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὴν ταύτισι τοῦ κατὰ φύσιν πρὸς τὸ παρὰ φύσιν! Καὶ μόνο τὸ νὰ θεωρῇ κανεὶς τὸ προαιώνιο ἄκτιστο θέλημα τῆς Ἁγίας Τριάδος, «τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ» (Ἐφ. α΄ 5) ὡς ὑπόθεσι προσωπικῆς ἐπιλογῆς, μαρτυρεῖ τὸν τραγικὸ βαθμὸ ἐκτροχιασμοῦ του ἀπὸ τὸ κατὰ φύσιν. Ἀπείρως χειρότερο εἶναι βέβαια τὸ νὰ φαντασθῇ κανεὶς πὼς ἕνα ἀνθρώπινο «ὄχι» ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀναστείλῃ «τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χρηστότητος Αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς» (Ἐφ. β’ 7) καὶ «νὰ θρυμματίσῃ τὸ εἶναι σὲ χωρισμοὺς κολάσεως»!!! «Οὐ γὰρ ἔχομεν πρὸς γένεσιν κακίας φυσικὴν δύναμιν» διακηρύσσει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ἀλλὰ «πάσχομεν ὡς παρὰ φύσιν, γνώμῃ, κατὰ σύμβασιν τὴν κακίαν». Καὶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἁπλῶς ἐξ αἰτίας ἀνθρωπίνου ἀνικανότητος, ἀλλὰ πρωτίστως ἐπειδὴ τὸ “κακὸ” στὴν διάρκεια τῆς ἱστορίας οὐδέποτε κατάφερε νὰ ἔλθῃ πλήρως ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι. Τὸ νὰ εἰσηγῆται κάποιος ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶχε τὴν δύναμι νὰ γίνῃ τὸ πρῶτο κτίσμα μέσα στὴν ἱστορία ποὺ θὰ ἔφερνε τὸ κακὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρέμεινε πέρα γιὰ πέρα ἀσύλληπτο στὸν νοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων, μολονότι ὁ Εὐδοκίμωφ δὲν δίστασε νὰ γίνῃ ὁ πρῶτος ποὺ συνέλαβε τέτοια ἰδέα!!!!
Ἑπομένως κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν προορισθεῖσα Παρθένος δὲν εἶχε μὲ κανένα τρόπο νὰ διάλεξῃ ἀνάμεσα σὲ δύο ἐξ ἴσου θεάρεστα ἐνδεχόμενα: νὰ δεχθῆ ἢ ὄχι νὰ γίνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Τὸ «Ἀμήν», τὸ «Γένοιτο», ποὺ εἶπε, δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον ἀποτέλεσμα προαιρετικῆς διαδικασίας. Εἶναι ὁ μόνος τρόπος φυσικῆς ἀνταποκρίσεως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2). Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ πῇ «ὄχι» εἶχε προαιωνίως ἀποκλεισθῆ ἀπὸ τὴν πρόγνωσι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δημιουργεῖ τὶς δυνατότητες νὰ συμβοῦν τὰ «πάντως ἐσόμενα» μὲ μοναδικὸ ὄργανο τὴν ἴδια τὴν φυσικὴ ἐλευθερία τῶν λογικῶν κτισμάτων. Καὶ ὅπου ἡ «κατὰ φύσιν» ἐλευθερία ἐνεργεῖ, ἐκεῖ «τὸ παρὰ φύσιν ἀνύπαρκτον, ὅτι καὶ ἀδρανές· οὐ γὰρ ἔχομεν πρὸς γένεσιν κακίας φυσικὴν δύναμιν»· ὥστε ἡ δύναμις, γιὰ νὰ λεχθῇ τὸ «μὴ γένοιτο», τὸ «ὄχι», δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντληθῇ ἀπὸ τὴν φύσι· μπορεῖ νὰ εἶναι μόνον παρὰ φύσιν πάθος, ἔκφρασις γνωμικοῦ-ὑποστατικοῦ θελήματος ἀπολύτως ἀνελευθέρου καὶ -ἀναπόφευκτα- «κατὰ σύμβασιν κακία». Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ὑπάρξῃ ἢ νὰ συμβῇ αὐτὸ στὴν Παρθένο καὶ εἶχε τελεσίδικα ἐκ τῶν προτέρων ἀποκλεισθῆ.
Ἂν ὅμως πρὸς στιγμὴν ὑποτεθῇ ὅτι ἡ ἐλευθερία δὲν ἦταν φυσική, ἀλλὰ ὑποστατικὴ καὶ γνωμική, ὅπως τὴν φαντάζονται οἱ σλαυόφιλοι στοχαστές, τότε ἡ σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου θὰ ἦταν ἀδύνατη καὶ ἡ ἁμαρτία ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα- τότε καὶ μόνον τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν καταδικασμένος νὰ εἶναι ἀνελεύθερος, ὑποχρεωμένος νὰ πάσχῃ «τὴν σύμβασιν τῶν παρὰ φύσιν», ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν θὰ διέθετε καμμία πιθανότητα νὰ ἐνεργήσῃ ἐλευθέρως, δηλαδὴ κατὰ φύσιν. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωσι καὶ τὸ «Γένοιτο» τῆς Θεοτόκου δὲν θὰ ἐκπροσωποῦσε παρὰ μία αἰσθητικὴ τοποθέτησι προσωπικοῦ γούστου ἀπέναντι «στὴν μοῖρα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὸ δικό της ἐλεύθερο ἀνάβλυσμα»! Καμμία δυνατότητα ἐλεύθερης ἐναρμονίσεως ἐνεργειῶν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν θὰ ἦταν δυνατή, οὔτε θὰ εἶχε γιὰ τοὺς ὁμοουσίους Της σημασία, ἀφοῦ ἡ ἐλευθερία θὰ ἦτο ἐγκλωβισμένη στὴν μοναδικότητα τῆς ἀκοινωνησίας τῶν προσώπων, ὡς γνωμικὸς τρόπος «τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν καὶ ἐνεργεῖν χρήσεως, μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσὼν καὶ τῶν ἄλλων αὐτὸν κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην διαφορὰν χωρίζων» – μία ἰδιωτικὴ ὑπόθεσις, ποὺ δὲν θὰ ἀφοροῦσε κανένα, ὅπως περίπου ἀποδίδει τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ὁ χρωστήρας τῶν μεγάλων Ἰταλῶν ζωγράφων… Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα: Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς θὰ ἔπρεπε νὰ προσλάβῃ καὶ ἀνθρώπινη ὑπόστασι καὶ νὰ ἔχῃ ἔτσι δύο πρόσωπα, ὥστε νὰ καταφέρῃ νὰ γίνη τέλειος καὶ ἐλεύθερος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ ὑποστατικὴ ἐλευθερία Του θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ προσαρμοσθῇ στὴν ὑποστατικὴ ἐλευθερία τοῦ Πατρός, ὥστε νὰ θέλῃ τὰ αὐτά, ἐκτὸς ἂν ἐταυτίζοντο ἀπόλυτα οἱ δύο Ὑποστάσεις! Τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα λυμαίνεται ἡ ὑποστατικὴ ἐλευθερία… Πολὺ περισσότερο τὴν θεία Οἰκονομία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Τίποτε δὲν μένει ὄρθιο στὴν λαίλαπα τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς ἐλευθερίας.
Ἀλλὰ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀπόηχος τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, σαφῶς ἀναφέρεται σὲ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου φανέρωσι, πρᾶγμα ποὺ δὲν θὰ εἶχε νόημα, ἂν ἡ Σάρκωσις τοῦ Λόγου βασιζόταν σὲ ὑποστατικὲς ἐλευθερίες καὶ ἄφηνε ἀνεπηρέαστες τὶς γενεὲς τῶν Προπατόρων, ἀνίκανες νὰ προσφέρουν τὴν κατὰ φύσιν ἐλεύθερη συμβολή τους, τὴν ὄντως ἀπαραίτητη στὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψι τῆς σωτηρίας: «τῶν αἰώνων, οἱ μέν, θείας ἐκφαντικοὶ γεγόνασιν ἐνανθρωπήσεως, οἱ δέ, τῆς ἡμῶν ἀποδεικτικοὶ τυγχάνουσιν ἐκθεώσεως».
Peterhouse
Cambridge, UK