Μᾶς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ρωμ. 7, 5): «Ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·» (: Μόνον δὲ τώρα διὰ τοῦ νέου μας αὐτοῦ πνευματικοῦ γάμου θὰ παραγάγωμεν τοὺς καρποὺς τῆς ἐναρέτου ζωῆς. Διότι, ὅταν ἐζούσαμεν τὸν σαρκικὸν βίον, τότε τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ ἐλάμβαναν ἀφορμὴν ἀπὸ τὰς διαφόρους ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου, εἶχαν δύναμιν καὶ δρᾶσιν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματός μας καὶ παρῆγον καρπούς, ποὺ ἔφερναν τὸν θάνατον. Ὀλέθριοι λοιπὸν οἱ καρποὶ τοῦ παλαιοῦ μας γάμου μὲ τὸν νόμον).
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος τονίζει:
«Ἐκεῖνος ποὺ κυριεύτηκε ἀπ’ τὰ πάθη, χάνει, ὅπως θὰ λέγαμε, τὸ κριτήριο καὶ τῶν ἴδιων τῶν αἰσθήσεων καὶ δὲ βρίσκεται πάλι σὲ καθόλου καλύτερη κατάσταση ἀπ’ τοὺς μανιακούς. Πραγματικὰ ἄν καὶ σπαράσσεται καθημερινὰ ἀπ’ τὰ πάθη αὐτὰ δὲν τὸ αἰσθάνεται μέχρι ποὺ νὰ καταποντισθῆ μέσα στὸ ἴδιο τὸ βυθὸ τῆς κακίας, περιβάλλοντας τὸν ἑαυτό του μὲ ἀθεράπευτα κακά» [Ἀπ’ τὴν Ε΄ ΚΑΤΗΧΗΣΗ του].
- Ἀναφέρεται ἕνα γεγονὸς μὲ τὸν Ἅγιο Πορφύριο, ποὺ φαίνεται καθαρὰ πώς τὸ πάθος καὶ ἰδιαίτερα τῆς φιλαργυρίας δὲν ἔχει καλὸ τέλος. Μᾶς τὸ διηγεῖται ὁ κ. Νικόλαος Ν. Θεολόγος.
«Μετά τήν εἰρήνευση -τό 1950 καί μετά- ἐπέστρεψαν οἱ ἄνθρωποι στά χωριά τους. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τήν περιοχή αὐτή εἶχαν φύγει καί εἶχαν πάει στό ἐξωτερικό, ζοῦσαν στὴν Τασκένδη.
Ἕνας κύριος ἔγραψε στὴ γυναίκα του ἕνα γράμμα καὶ ἔλεγε ὅτι σὲ κάποιο χωράφι τους (καθόριζε τὴν τοποθεσία σ’ ἕνα συγκεκριμένο δέντρο) ὑπῆρχαν δύο βαρέλια μὲ κίτρινο καλαμπόκι. Βέβαια, δὲν ἀντελήφθη ἡ γυναίκα τί ἐννοοῦσε μὲ τὸ «κίτρινο καλαμπόκι». Ὁ κουνιάδος της, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνδρός της, ποὺ τοῦ ἔδειξε τὸ γράμμα ρωτώντας τί ἐννοοῦσε μ’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔγραφε, τῆς λέει: «Βρέ, λέει, αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ὑπάρχουν δύο βαρέλια μὲ λίρες στὸ σημεῖο αὐτό». Εἶχαν περάσει, ὅμως, χρόνια καὶ ἡ φύση εἶχε ἀλλοιώσει τὴν τοποθεσία, τὰ δένδρα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ πέρα εἶχαν μεγαλώσει καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ καθορίσουν ποιὸ δένδρο ἦταν αὐτό, τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ σημαδιακὸ κοντὰ στὸ ὁποῖο, σὲ ὁρισμένα μέτρα, βρίσκονταν θαμμένα τὰ βαρέλια. Ἀναγκάσθηκε ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ νὰ πάη νὰ ψάχνη.
Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν οἱ φρουροί, αὐτοὶ ποὺ φρουροῦσαν, δηλαδὴ τὰ Μ.Ε.Α., καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἶχε, ὅπως εἶχαν πεῖ, διαθέσεις δῆθεν ἀριστερὲς καὶ λοιπά, τὸν συνέλαβαν, νομίζοντας ὅτι ἔψαχνε νὰ βρῆ ὅπλα.
Ὅταν τὸν πῆγαν στὸν ὑπεύθυνο διοικητή, ἐκεῖνος ὁμολόγησε τὴν ἀλήθεια καὶ εἶπε τὶ ἀκριβῶς συνέβαινε, ἐπιδεικνύοντας πλέον καὶ τὸ γράμμα, ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του. Ὁ διοικητής, ἀφοῦ τὸν παρατήρησε, τὸν ἔδιωξε, μὲ πονηρὴ βέβαια σκέψη, ἀφοῦ διάβασε τὸ γράμμα καὶ ἤξερε τὴν τοποθεσία. Ἄρχισε ἐκεῖνος μὲ τοὺς λογισμούς του στὴν ἀρχὴ καὶ στὴ συνέχεια νὰ προσπαθῆ νὰ βρῆ ἀνθρώπους, ποὺ νὰ μπορέσουν νὰ ἐρευνήσουν καὶ νὰ βροῦν τὰ βαρέλια αὐτὰ μὲ τὰ χρήματα.
Ὁ διοικητής, συνεννοήθηκε μὲ κάποιο δάσκαλο, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἦταν ἀντάρτης, ἀλλὰ τοῦ Ζέρβα, καὶ ἤξερε αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τῆς ἀποκρύψεως τῶν χρημάτων καὶ μὲ ἕνα δεύτερο ξάδελφό μου. Καὶ οἱ τρεῖς προσπαθοῦσαν νὰ τὰ βροῦν, ἀλλὰ δὲν τὰ βρῆκαν.
Τότε σκέφθηκαν ὅτι μόνο μέσῳ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου θὰ τὰ εὕρισκαν, ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ βρίσκη νερὸ καὶ χρήματα. Πράγματι πῆγαν στὸν Γέροντα, τὸν ἔπεισαν καὶ τὸν πῆγαν στὴν Καρδίτσα. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Γέροντας σὲ κάποιο Ξενοδοχεῖο «Ἄρνη». Ὅμως τὸ πρωΐ ποὺ εἴχαν συμφωνήσει νὰ πᾶνε στὸ μέρος τῶν χρημάτων, ὁ Γέροντας εἶχε ἤδη φύγει πιὸ πρωΐ γιὰ τὴν Ἀθήνα. Τελικὰ σκέφθηκαν ὅτι ἔπρεπε νὰ συνεννοηθῆ κάποιος θεολόγος καὶ πρότειναν ἐμένα. Πράγματι μετὰ ἀπὸ πολλὰ δέχθηκα νὰ πάω νὰ βρῶ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Σκέφθηκα νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσω, ἀλλὰ ὅμως δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι».
Τὸν ρώτησα, ὅμως γιατί εἶναι κακοί. Μοῦ λέει: «Θὰ σοῦ εἶπαν ὅτι ἐγὼ δέχθηκα καὶ πῆγα μαζί τους. Ἔφτασα μέχρι τὴν Καρδίτσα. Πλήν, ὅμως, τὸ βράδυ, ποὺ ἔμεινα στὸ ξενοδοδεῖο κι ἐκεῖνοι πῆγαν στὸ σπίτι τους, ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶχε σκεφθῆ τὴν ἑπομένη, ποὺ θὰ πηγαίναμε νὰ βροῦμε τὰ χρήματα, μετὰ τὴν ἐξεύρεση τῶν χρημάτων, νὰ μὲ σκοτώση καὶ ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, πίστευε, θὰ μποροῦσαν νὰ διασφαλίσουν περισσότερο τὰ χρήματα γιὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ δὲν θὰ τοὺς πρόδιδα σὲ κάποια ἀρχή, νὰ τοὺς συλλάβουν γιὰ τὰ χρήματα ποὺ βρῆκαν. Σκέφτηκα, λοιπόν, ἐκείνη τὴν στιγμή, ἄν ἦταν σωστὸ γιὰ τὰ χρήματα νὰ κολαστῆ μία ψυχὴ (ἐπειδὴ θὰ ἔκανε αὐτὴ τὴν πράξη τοῦ φόνου). Γι’ αὐτὸ ἀποφάσισα, πρωΐ πρωΐ πῆρα τὸ πρῶτο λεωφορεῖο καὶ ἐπέστρεψα. Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, ὅτι εἶναι κακοὶ ἄνθρωποι. Δὲν εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι…».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ συναντήθηκα μαζί τους. Τοὺς ἐξήγησα ὅτι δὲν δέχεται ὁ Γέροντας καὶ δυστυχῶς ἐξεφράσθηκαν ἀπρεπῶς. Μετὰ ἔμεινα μὲ τὸν ξάδελφό μου καὶ ἐπιμόνως ζητοῦσε νὰ μάθη τὶ συνέβη ἀκριβῶς.
Ὅταν τὰ εἶπα ὅμως στὸν ἐξάδελφό μου, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ εἶπε «ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ». Τὸν δέσμευσα, ἐπειδὴ ἦταν καὶ ἐκεῖνος ἄνθρωπος σωστὸς καὶ τοῦ εἶπα: -Σὲ δεσμεύω, δὲν θὰ τὸ πῆς πουθενά. Ἐσὺ τὸ σκέφτηκες αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; -Ὄχι, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ. – Λοιπόν, θὰ ἤθελα, ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε τὸν χαρακτῆρα τοῦ Γέροντα, νὰ μοῦ πῆς, μὲ τὶς ἐπαφές ποὺ θὰ ἔχης μὲ τὸ διοικητὴ καὶ μὲ τὸ δάσκαλο, ἄν κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς εἶχε τὴ διάθεση αὐτή.
Μετὰ ἀπὸ μέρες καὶ μὲ τὴν ἐπαφὴ ποὺ εἶχαν καὶ τὶς συζητήσεις, ἐκεῖ ποὺ ἦσαν οἱ τρεῖς τους, ὅπως μοῦ δήλωσε ὁ ἐξάδελφός μου ἀργότερα, ἀφοῦ εἶπαν πολλὰ γιὰ τὸ ὅλο σχέδιο, γιὰ τὴ ματαίωση κ.λπ., εἶπε ὁ δάσκαλος πρὸς τοὺς ἄλλους δύο: -Καλὰ σκέφτηκα ἐγὼ καὶ εἶπα ὅτι ὁ παπὰς αὐτὸς θὰ μᾶς πρόδιδε στὴν ἀστυνομία καὶ εἶχα σκεφθῆ, μόλις θὰ βρίσκαμε τὰ χρήματα, νὰ τοῦ κόψω τὸ κεφάλι. «Ἔμεινε» ὁ ἐξάδελφός μου καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ μοῦ τὸ εἶπε.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ δάσκαλος αὐτός, ποὺ συνέχιζε νὰ ψάχνη, γιὰ νὰ βρῆ καὶ σ’ ἄλλα μέρη χρήματα, δύο μῆνες μετὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κατὰ τὸ μήνα Δεκέμβριο, στὴ περιοχὴ τῆς Ἀμφίκλειας, σ’ ἕνα τροχαῖο δυστύχημα σκοτώθηκε. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς συνετάραξε καὶ τοὺς ἄλλους δύο, διότι τότε ἀποκάλυψε καὶ ὁ ἐξάδελφός μου στὸ Διοικητὴ τί ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ μὲ τὸν Γέροντα.