Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Το άδοξο τέλος της ρουτίνας

«Πρό τελευτῆς μή μακάριζε

μηδένα» (Σοφ. Σειρ.11,28)

 Ρουτίνα· μία έννοια ευρύτατα διαδεδομένη ειδικά στις μέχρι τούδε σύγχρονες «προοδευτικές» κοινωνίες, που ζουν ασώτως. Αποτελεί το συνώνυμο του συνηθισμένου και απόλυτα τετριμμένου τρόπου ζωής, την κοινοτοπία, την πεζότητα, την μονοτονία, την πλήξη, την ανία.

Ρουτίνα· στοιχείο που χαρακτηρίζει «τούς μακράν ἑστῶτας τῆς δόξης τοῦ Κυρίου». Στοιχείο του γκρινιάρη, του ανευχαρίστητου, του αχάριστου, του οκνηρού, του ανθρώπου που δεν ενδιαφέρεται για «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον», αλλά διατρίβει προκλητικά μέσα στο τρίπτυχο του άφρονος πλουσίου «φάγε, πίε, εὐφραίνου». Του ανθρώπου τελικά που του φταίνε όλα και δεν ευχαριστείται με τίποτα.

Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν ποικιλοτρόπως στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, ήταν χρόνια ανιαρά, πεζά, βαριεστημένα, ανούσια και ανόσια, άσκοπα και άπραγα, χρόνια γκρινιάρικης καθημερινότητος, χωρίς προσφορά, αποστολή, καθήκον και προπάντων άκρως καταναλωτικά. Βλάσφημα!

Ήταν χρόνια ρουτίνας!

Χρόνια πλούτου υλικού, αλλά φτώχειας πνευματικής. Χρόνια αηδιαστικής καλοπέρασης, ηδονής, ανηθικότητος, αναιδείας, άνευ αιδούς, κοντά όμως σε συνανθρώπους που στερούνταν τα βασικά. Πτωχοί Λάζαροι, που πήγαιναν στους κάδους απορριμμάτων, να ρακοσυλλέξουν το προκλητικό περίσσευμα των χορτασμένων. Οι κάδοι μέχρι πριν δέκα χρόνια ξεχείλιζαν από «πολύτιμα» αποφάγια, αλλά και παιδικά παιχνίδια αξίας που χρησιμοποιήθηκαν μία μέρα και μετά πετάχτηκαν από τους μικρούς τύραννους, λόγω ψυχικού κορεσμού. Τώρα όμως οι κάδοι «τρομάζουν» να γεμίσουν και φυσικά δεν έχουν τίποτα πολύτιμο. Το ψωμί έγινε ψωμάκι… Ξανάρχεται στην επιφάνεια το τραγούδι του πονεμένου και πεινασμένου παρελθόντος:

 Δεν βρήκα πουθενά ψωμί

και σπίτι πως θα πάω

θα με πληγώσει μια φωνή

πατέρα μου πεινάω.

 

Απόψε το παιδάκι μου

θα γείρει πεινασμένο και

τον πατέρα του θα δει

πρώτη φορά κλαμένο.

 Πόσο μικρός τελικά είναι ο κόσμος και πόσο ίδιος απαράλλαχτα, με όλη την προοδευτική οπισθοδρόμηση «Αἱ μέν ἡδοναί θνηταί, αἱ δέ ἀρεταί ἀθάνατοι» σημειώνει ο Περίανδρος ο Κορίνθιος.

Έτσι καθώς ήμασταν αραχτοί χρόνια ολόκληρα κάτω από τον πληθωρικό ήλιο των αμμουδιών στις πολυήμερες καλοκαιρινές διακοπές μας· καθώς απολαμβάναμε τα ορεινά υψόμετρα των χλιδάτων χιονοδρομικών· καθώς σαχλαμαρίζαμε ώρες ατελείωτες στις καφετέριες, στα μπαρ, στα αναρίθμητα ξενυχτάδικα, συνοδεία «ποιοτικής» μουσικής που εύφραινε την έρημη ύπαρξή μας· καθώς γεμίζαμε υπέρμετρα τις γαστέρες μας, τείνοντάς τες, ανταγωνιζόμενοι παλιά ένδοξα ρωμαϊκά συμπόσια· καθώς κατόπιν ψάχναμε ν’ ανακαλύψουμε καταστήματα ρούχων για ευτραφή άτομα, στοιχείο της αμερικάνικης Βαβυλώνος· καθώς τελικά σκοτώναμε τον χρόνο μας, την ώρα μας, την μέρα μας, κοιτάζοντας επίμονα και ανυπόμονα το ρολόι μας, χωρίς να περνάει η ώρα· καθώς «σκυλοβαρεμένοι» πηγαίναμε για πονηρεμένο ύπνο αναισθησίας, προπάντων τις πρωινές ώρες της Κυριακής· καθώς ενοχλούμενοι που εκείνη την ώρα άρχιζαν να σημαίνουν οι καμπάνες των ναών για να μας καλέσουν σ’ ένα μοναδικό τραπέζι· καθώς εμείς αγοράζαμε ζεύγη βοών, αγρούς και γυναίκες· καθώς…

Κάπως έτσι ξεπρόβαλλε μία μεγάλη πινακίδα, έξω από την αυλή ενός σπιτιού κοντά σε μία εκκλησία. «Οι καμπάνες δεν αποτελούν ηχορύπανση;». Μετά από πεντάχρονη ανάρτηση, αλλάχτηκε για ποικιλία. Πιο σώφρων, ευγενικός και μετριοπαθής ο νοικοκύρης ανέγραψε· «Έλεος! Χαμηλώστε λίγο τον ήχο από τις καμπάνες».

 Κάπως έτσι λοιπόν κάποια μέρα φέτος, αρχές 2020, η ρουτίνα, κουρασμένη και απηυδισμένη από τις συκοφαντίες, τις δεινές κατηγορίες και τις οικτρές ενοχοποιήσεις, δραπέτευσε!

Πολλές οι γνώμες περί της αιφνιδίου απουσίας της. Άλλοι υποστηρίζουν ότι απελάθηκε και επέστρεψε στην γενέτειρά της την Αμερική.

Άλλοι ότι διέφυγε μόνη της, ψάχνοντας καλύτερη μοίρα, καλύτερο ριζικό. Οι πιο σοβαροί όμως επιμένουν, ότι συνελήφθη από την δικαιοσύνη, γιατί θεωρήθηκε ηθική αυτουργός για τον φόνο του χρόνου. Οι ένορκοι ακούγοντες δημόσια τις μαρτυρίες που προαναφέραμε «σκοτώνουμε την ώρα μας», «σκυλοβαρεθήκαμε» κ.λ.π. φώναξαν· «τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;» Οπότε αυτεπάγγελτα συνελήφθη και ρίχτηκε στο μπουντρούμι του ένδοξου παρελθόντος.

Κι όμως ένας γέρος σαλός φώναζε από χρόνια και προετοίμαζε την… οδό. «Έρχεται κακό. Θα τ’ αναποδογυρίσει όλα. Θα χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα». Τελικά η ρουτίνα γεμάτη σύνεση, ήταν η μόνη που πίστεψε στα λόγια του και «την έκανε» δραπετεύοντας από το απατηλό παρόν.

Έτσι μείναμε εμείς οι άνθρωποι μόνοι μας, ολομόναχοι, μέσα σ’ ένα ανεπανάληπτο πρωτότυπο, ιδιόρρυθμο παρόν, συντροφιά με τον αόρατο ιό και με ένα εξίσου αόρατο μέλλον.

Μπροστά ο νέος επισκέπτης, ο ιός, πίσω οι υιοί. Μπροστά ο αόρατος, πίσω οι ορατοί, που προσπαθούν να παραμείνουν αόρατοι μέσα στα αισχρά προσωπεία τους. Μπροστά το βδέλυγμα της ερημώσεως, πίσω ακολουθούν οι υιοί της απωλείας. Προελαύνει ο ιός ανενόχλητος, παντοδύναμος.

Πρωτότυπος πόλεμος. Αόρατος! Ανορθόδοξος απόλυτα, σύμφωνα με την στρατιωτική ορολογία. Ό,τι δεν μπόρεσαν οι εχθροί να μας κάνουν χρόνια πολεμώντας σώμα με σώμα, τώρα το κάνουν οι τωρινοί, έγκλειστοι μέσα στον δούρειο ίππο ενός αοράτου ιού. Έρχονται οι σύγχρονοι Γερμανοί με τα τσιράκια τους, τους μεταπολεμικούς Γερμανοτσολιάδες –δεξιούς και αριστερούς–, να εγκαθιδρύσουν ένα υγιεινομικό φασισμό, πολύ χειρότερο του χιτλερικού, τον οποίο μας αναγκάζουν να πολεμήσουμε με γερμανικά εμβόλια.

Στο χιτλερικό φασισμό είπε τότε ΟΧΙ ο ελληνικός λαός δια του τότε πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος υπήρξε κοινός δικτάτορας κατά τους σύγχρονους Έλληνες δημοκράτες.

Ανάλογα στα χρόνια μας ένα άλλο ΟΧΙ είπε ο λαός, πιο επίσημο, βγαλμένο μέσα από την κάλπη, ανηρέθη όμως από τον τότε πρωθυπουργό, τον δημοκράτη Τσίπρα.

Όσο για τον τωρινό αφήνει γεμάτα τα καταστήματα τροφίμων –ανθρώπων και ζώων–, γεμάτες τις τράπεζες, τα ταχυδρομεία, λεωφορεία, ηλεκτρικό Αθήνας, αεροπλάνα κ.λ.π. Επιτάσσει όμως δημοκρατικά–δικτατορικά να είναι εντελώς άδειοι οι ναοί. Ούτε ελάχιστες ψυχές επιτρέπεται. Δεν υπάρχει ανάγκη πνευματικής τροφής και ανεφοδιασμού. Η ψυχή ας πεθάνει...

Τελικά ποιος είναι ο δημοκράτης και ποιος ο δικτάτορας;

 Έτσι λοιπόν δικαιωματικά την θέση της ρουτίνας, την κενή, την κατέλαβε ο ιός, απειλώντας την υγεία του ανθρώπου. Ξάφνου το «σκυλοβάρεμα» αντικατεστάθη με την αγωνία της υγείας. Της σωματικής, όχι όμως της ψυχικής. Έχουμε δρόμο αρκετό για να ωριμάσει η ιδέα της επαναστάσεως κατά της αμαρτίας. Προς το παρόν παραμένουμε πιστά χοϊκοί. Έτσι πλάκωσε στην Ελλάδα ξανά καταχνιά.

 Πάντως·

Ο Θεός είναι κοντά,

αν και είναι δύσκολο να τον συλλάβεις.

Αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος, 

ένα στοιχείο σωτηρίας ξεπηδά επίσης.

(Φρήντριχ Χέλντερλιν (1770-1843), από το ποίημα του «Πάτμος»).

Η λαϊκή μούσα όμως δεν αντέχει· προστρέχει·

 Κλαίνε θρηνούνε τα βουνά·

κλαίνε θρηνούν οι κάμποι.

Ήρθε σκλαβιά πικρή σκλαβιά

πλάκωσε μαύρη καταχνιά

κι’ ο ήλιος πια δεν λάμπει.


Η μπότα του καταχτητή

παντού την φρίκη απλώνει

κι όπου πατεί κι όπου πατεί

χορτάρι δεν φυτρώνει….

 Κι όμως ο Αβρ. Λίνκολν φωνάζει από το παρελθόν: «Δίνοντας ελευθερία στους σκλάβους, εξασφαλίζουμε την ελευθερία των ελευθέρων».

Φωνή, βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Αυτοί επιμένουν και προχωρούν σε συλλήψεις και φυλακίσεις χριστιανών και Ελλήνων πατριωτών. Πιστεύουν ότι θα κάμψουν το φρόνημα των πιστών ανθρώπων. Θα μας επιτρέψουν όμως να τους θυμίσουμε κάποιους στίχους τραγουδιού των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, όταν προσπαθούσαν να αποτινάξουν τον αγγλική σκλαβιά.

 Τι κι αν με ρίξεις στο κελλί

που έχει πάντα βράδυ

έχω δυο μάτια στην ψυχή

που σχίζουν το σκοτάδι.


Τι κι αν μου δέσεις το κορμί

και τ’ ακριβά μου χέρια

έχω ψυχή όπου πετά

ως τ’ ουρανού τ’ αστέρια.

Δεν μπορούν οι αλυσίδες

να μου δέσουν τις ελπίδες.

 Όμως για τους υιούς της απωλείας, ο κίνδυνος επικεντρώνεται τεχνηέντως μόνο στον θάνατο από τον ιό. Επαναλαμβάνουν το σταλινικό απόφθεγμα, ολίγον τι παραλλαγμένο, ότι ο θάνατος ενός ανθρώπου από τον ιό αποτελεί τραγωδία, ενώ ο θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων αποτελεί στατιστική.

Στο εκατομμύριο καταγράφονται οι εκτρώσεις που είναι στατιστική. Θαυμάστε τους ηγέτες μας. Έτσι μαινόμενος ο Τσίπρας προσφάτως, ακούγοντας την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου της Πολωνίας για τις εκτρώσεις, ξεστόμισε ότι αυτά είναι σκοτεινές και αναχρονιστικές αντιλήψεις του παρελθόντος και φυσικά της παρωχημένης χριστιανικής θρησκείας. «Δεν πρέπει το σώμα της γυναίκας να καταδυναστεύεται και να δεσμεύεται από το έμβρυο». Καμμία ευθύνη για τις πράξεις μας· μόνο ασύδοτη και ανήθικη ελευθερία.

Σίγουρα η εξαφάνιση της πίστης είναι ένα κακό που προστέθηκε στ’ άλλα. Ο συγκεκριμένος όμως δεν είχε την ευλογία να είναι πιστός ποτέ. Απλά συνεχίζει απομονωμένος πίσω από το αλαζονικό οχυρό του μηδενισμού του, να προσπαθεί να ξεφύγει από το μηδενικό που αποτελεί και να γίνει μονάδα. Αλλά δεν μπορεί να το επιτύχει. Τον κατατρύχουν οι ανεπιτυχείς εξετάσεις του παρελθόντος, οπότε όσο και αν θέλει να παρουσιασθεί ως πονηρός και εύστροφος παραμένει τελείως στείρος. Σ’ ό,τι και να κάνει ό,τι και να πει, λείπει το νέο. Αναπαράγει απομιμήσεις και αντίγραφα του παρελθόντος και αυτό καταντά ανιαρό. Μία νέα ξεπεσμένη ρουτίνα.

 Κύριοι της εξουσίας, προγραμματίζουμε συνάντηση ενώπιον του θανάτου. Τότε θα μιλήσουμε παλικαρίσια. Θα μιλήσει ο πατριάρχης Αβραάμ με τον δικό σας πατριάρχη τον Βολταίρο. Αλλά θα… μιλήσουμε και εμείς, οι αντίπαλοι.

 Αρίσταρχος