ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ΛΟΥΚΑ
μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Ἡ
εὐαγγελική διήγηση περί τῶν δέκα λέπρῶν ἀναδεικνύει τήν δύναμη τῆς
προσευχῆς ἐν ταπεινώσει ἀλλά καί τήν ἀχαριστία πρός τόν Θεό. Οἱ δέκα
λεπροί ἐκαθαρίστησαν ἀπό τήν ἀσθένειά τους κατόπιν τῆς ἱκεσίας τους ἀλλά μόνο ὁ ἕνας ἐπέστρεψε νά δοξάσει τόν Θεό.
Ἡ
φθορά καί ὁ θάνατος εἶναι συνέπειες τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐκ τοῦ
Παραδείσου. Ἡ θαυματουργή ἵασις παραπέμπει στήν μέλλουσα ζωή ὅπου δέν
ὑπάρχει ἀσθένεια ἤ θάνατος, παράλληλα δέ, ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ τόν Βασιλέα τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή δέν εἶναι μιά κατάσταση τῆς ὕλης
ἀλλά ἕνα πρόσωπο, ὁ Χριστός («Ἐγώ εἰμί ἡ
ζωή»). Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀληθινή πίστη προσεύχεται στόν Θεό ἔχοντας
ἐπίγνωση ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὁ ὤν», δηλαδή αὐτός που ὑπάρχει ἀφ’ἑαυτοῦ
του, ὁ αὐθύπαρκτος. Ὅλα τά ἄλλα: οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἄγγελοι, ἡ ἔμβια φύση,
ὅλη ἡ κτίση λαμβάνουν τήν ὕπαρξή τους ἀπό τόν ὄντως ὄντα Θεό. Ὁ Θεός
ἀπεφάσισε νά μᾶς φέρει ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀπό τήν ἀνυπαρξία δηλαδή, στό
εἶναι, στήν κατάσταση τῆς ὕπαρξης. Πρέπει, λοιπόν, νά ἑνωθοῦμε μέ τήν
ἀληθινή ζωή, τόν Χριστό, προκειμένου νά ζήσουμε αἰώνια. Ἡ ἕνωση αὐτή
γίνεται μόνο στήν Ἐκκλησία πού ἴδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τό αἷμα του,
καί εἶναι τό σῶμα του, αὐτός δέ εἶναι ἡ κεφαλή.
Στήν
διάρκεια τῆς πνευματικῆς του πορείας ὁ ἄνθρωπος βαθμηδόν ἀγαπᾶ τόν Θεό,
δέν τόν φοβᾶται («ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» Α΄ Ιωαν. 4, 17),
οὔτε θέλει νά ἔχει ὄφελος ἀπό τήν σχέση μαζύ του, ἀκόμη κι ἄν αὐτό
εἶναι ὀ Παράδεισος. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό ποθεῖ τόν Θεό, ἡ ἀγάπη
του εἶναι ἀνιδιοτελής, ὁ ἔρωτάς του εἶναι ὁ θεῖος ἔρως. Ἀνταποκρίνεται,
λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος στόν «μανικό ἔρωτα»(κατά τόν Ἅγιο Νεῖλο Καβάσιλα)
τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του. Ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι τελικά σχέση
ἀγάπης καί δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός εἶναι
ἀγάπη. Ἤλθαμε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη προκειμένου νά ἀγαπήσουμε κι
ἄν ἀποτύχουμε καί κολασθοῦμε εἶναι ἐπειδή ἀποτύχαμε νά ἀγαπήσουμε.
Στή
περίπτωση τῶν δέκα λεπρῶν παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἀνίατη (ἐκείνη τήν ἐποχή)
ἀσθένεια τούς ὠθεῖ νά προσευχηθοῦν μέ πίστη(«Ἰησοῦ ἐπιστάτα») καί
ταπείνωση («ἐλέησον ἡμᾶς»). Ἡ ἱκεσία τους δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή «εὐχή»,
τήν νοερά προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς». Ἡ προσευχή αὐτή
ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς «Κύριο» καί ἱκετεύει τό ἔλεός του. Ἔλεος ζητᾶ
αὐτός πού δέν ἔχει πιά στήριγμα στίς προσωπικές του δυνάμεις, γιατί
ξέρει ὅτι δέν ἐπαρκοῦν, καί σάν ζητιάνος ζητᾶ ἐλεημοσύνη. Αὐτό ἄλλωστε
εἶναι τό ὄφελος πού προσφέρει στήν ψυχή ἡ ἀσθένεια, εἰδικά ἡ ἀνίατη: τήν
ταπείνωση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει ξανά καί ξανά στίς
ἀκολουθίες της αὐτή τήν σχεδόν θρηνώδη δέηση, τό «Κύριε ἐλέησον». Εἶναι ἡ
προσευχή τοῦ ἀπελπισμένου ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνθρώπου πού ἔχοντας
συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του ἀλλά καί τοῦ θείου ἐλέους δέεται: Κύριε
ἐλέησον.
Ἀπό τούς
δέκα λεπρούς οἱ ἐννέα χρησιμοποίησαν τόν Θεό καί τόν ξέχασαν. Δέν
ἀγαπούσαν τόν Θεό ἀλλά τόν χρησιμοποίησαν γιά τό ὄφελός τους καί δέν
ἐπέστρεψαν, ὄχι γιά να τόν εὐχαριστήσουν ἀλλά, κατά τό εὐαγγέλιο, γιά νά
τόν δοξάσουν. Ἦταν ἐπειδή ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό ἦταν λειψή.
Ἀγαπούσαν τόν ἑαυτό τους κατ’ ἐξοχήν καί ὑπῆρχε λίγος χῶρος στήν καρδιά
τους γιά τόν Θεό καί ἴσως τόν συνάνθρωπο. Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ Χριστός τούς
γιάτρεψε.
Ἡ βαθειά
σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό τόν ὠθεῖ νά ἀναπέμπει δοξολογίες καί ὕμνους
εὐχαριστίας. Ἡ δοξολογία εἶναι γνώρισμα τῆς φλεγομένης ἀπό θεῖο ἔρωτα
καρδιᾶς πού δέν προσπαθεῖ νά προσθέσει κάτι στόν Θεό (ὁ ὁποῖος εἶναι
τέλειος, ἀνενδεής καί δέν ὑπόκειται σέ ἀναγκαιότητα), ἀλλά λυτρώνει τήν
ἴδια τήν δοξολογούσα ψυχή. Δέν εἶναι χωρίς σημασία ὅτι ἡ κεντρική
προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Τί ἄλλο μπορεῖ νά
ψελλίσει ἡ ψυχή τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση πλάσματος, πού ἔχει
ὅμως τήν δυνατότητα νά θεωθεῖ, πρός τόν Δημιουργό παρά μόνο:
«Εὐχαριστῶ». Ἄλλωστε αὐτό εἶναι μιά πράξη ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου στήν
πορεία του νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, μιά εἰσαγωγή πρός αὐτό στό ὁποῖο
κατατείνει καί ποθεῖ νά ζήσει: τήν ἀτμόσφαιρα τῆς τελείας ἀγάπης πού
εἶναι ἡ σχέση τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, Πατέρα, Υἱοῦ καί
Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
''ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ''
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια