Η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει κι εμείς εδώ πανηγυρίζουμε τη μνήμη των δύο μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και Πατριαρχών Αλεξανδρείας, του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου και του αγίου Κυρίλλου. Και είναι η εορτή πανηγύρι, ευφροσύνη, αγαλλίαση και χαρά.
Κάθε πιστός καλείται να τιμήσει τους αγίους, να εορτάσει τους αγίους, αλλά και να μιμηθεί τους αγίους. Η εορτή των αγίων είναι και ένα έναυσμα, για να ελέγξει καθένας τον εαυτό του και να δει πού βρίσκεται, πού είναι, τι κάνει, πάει καλά, δεν πάει καλά, σώζεται, δεν σώζεται; Και για να βοηθηθούμε σ’ αυτό, επιτρέψτε μου να πω σύντομα-σύντομα τα εξής.
Ο άγιος Αθανάσιος που είχε διάθεση καλή, που είχε πρόθεση καλή, που νωρίς δέχθηκε τον Κύριο, δέχθηκε την αλήθεια του Κυρίου όχι κατά ψεύτικο τρόπο αλλά αληθινά, έγινε ο άνθρωπος του Θεού, έγινε ο άγιος του Θεού, έγινε αυτός στον οποίο μπορούσε να στηριχθεί ο Θεός και να κάνει όσα έκανε δια του αγίου Αθανασίου. Έγινε ο στύλος της Ορθοδοξίας, ο στύλος της Εκκλησίας.
Αλλά κάπου εκεί ήταν και οι αντιφρονούντες. Κάπου εκεί ήταν και εκείνοι οι οποίοι πολέμησαν τον Μέγα Αθανάσιο. Δηλαδή αυτοί οι οποίοι στο πρόσωπο του αγίου Αθανασίου πολέμησαν την αλήθεια του Χριστού, πολέμησαν τον Χριστό.
Δεν ήταν άθεοι αυτοί, δεν ήταν κάποιοι κακοί δακτυλοδεικτούμενοι, κάποιοι εγκληματίες που βγήκαν από κάποιες φυλακές. Όλοι τους χωρίς εξαίρεση – όλοι οι εχθροί του, όλοι οι διώκτες του, όλοι εκείνοι που τα έβαλαν μαζί του – ήταν άνθρωποι που εμφανίζονταν ως προερχόμενοι από τον Θεό, ως ανήκοντες στον Θεό και ως φωτιζόμενοι από τον Θεό. Και όπως καταλαβαίνετε, έτσι μπερδεύονται τα πράγματα.
Ο Μέγας Αθανάσιος καθόλου δεν επηρεάσθηκε από όλη την κακία που έπεσε επάνω του, από όλους τους διωγμούς, από την όλη περιπέτεια που είχε, από την όλη κακή διάθεση που έδειξαν όλοι εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να φαίνονται καλοί. Δεν επηρεάσθηκε ο Μέγας Αθανάσιος. Κι όταν ακόμη έμεινε σχεδόν μόνος, και τότε πάλι δεν επηρεάσθηκε.
Εδώ δεν είναι θέμα πλειοψηφίας. Να το προσέξουμε αυτό. Το θέμα δεν είναι τι θέλει η πλειοψηφία. Όχι. Αλλά τι θέλει ο Θεός και ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Αυτό είναι. Ο άγιος Αθανάσιος ήταν πρόθυμος να κάνει το θέλημα του Θεού και γι’ αυτό δεν καυγάδιζε, ας πούμε, έτσι όπως θα έκανε ένας άλλος.
Ήταν πρόθυμος να σηκώσει τον Σταυρό του Χριστού, ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει το θέλημα του Θεού. Εξορία; Εξορία. Επιστροφή; Επιστροφή. Πάλι εξορία; Πάλι εξορία. Κυνηγημένος από δω, κυνηγημένος από κει. Αλλά όμως έμεινε πιστός στην αλήθεια του Θεού, πιστός στην Ορθοδοξία.
Και, επαναλαμβάνω, η αλήθεια η χριστιανική, η αλήθεια η θρησκευτική, δεν είναι θέμα πλειοψηφίας. Είναι μεγάλο λάθος που θέλουμε και μέσα στην Εκκλησία να περνούμε αυτά τα πράγματα. Η αλήθεια του Χριστού είναι ο Χριστός. Η αλήθεια του Ευαγγελίου είναι ο Χριστός. Και φορέας αυτής της αληθείας είναι η Εκκλησία, η οποία και βιώνει αυτή την αλήθεια. Η Εκκλησία φέρει την αλήθεια του Χριστού, η Εκκλησία ζει και διδάσκει την αλήθεια του Χριστού, και όχι απλώς η οποιαδήποτε πλειοψηφία.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ακριβώς επειδή ήθελε να είναι του Θεού, ακριβώς επειδή εγκολπώθηκε την αλήθεια και ήθελε να διατηρήσει την αλήθεια και να τη ζει, γνώριζε ότι κάπου εκεί θα είναι και το ψέμα και η απάτη και η πλάνη, κάπου εκεί θα είναι και το κακό, κάπου εκεί θα είναι και ο διάβολος. Όμως δεν φοβήθηκε καθόλου. Αγωνίσθηκε μέχρι τέλους και νίκησε.
Ο Μέγας Αθανάσιος δεν ήταν απλώς ένας αγωνιστής που έκανε αγώνα. Ο Μέγας Αθανάσιος ήταν φορέας της Βασιλείας του Θεού. Δεν θα έκανε αυτόν τον αγώνα ο Μέγας Αθανάσιος εάν, ας πούμε, δεν είχε γευθεί τη Χάρη του Θεού, τη χαρά του Θεού, αν δεν ένιωθε μέσα του και δεν απολάμβανε τη Βασιλεία του Θεού, αν δεν ένιωθε μέσα του τον Τριαδικό Θεό.
Όταν έχει κανείς μέσα του τον Θεό, δεν λογαριάζει τίποτε, δεν φοβάται τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να τον εμποδίσει, τίποτε δεν μπορεί να τον ξεγελάσει και να τον παραπλανήσει.
Εύχομαι, αδελφοί μου, με τις πρεσβείες όλων των αγίων και ιδιαίτερα των αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου να μείνουμε στην αλήθεια, να γευθούμε την αλήθεια, να τη ζήσουμε την αλήθεια, να σωθούμε και να κερδίσουμε την αιώνια ζωή.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 256 (αποσπάσματα).