Τὸν ἀγαπάει τὸν μοναχισμὸ ὁ παπα– Μᾶρκος. Θέλγεται ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς ἐρημιᾶς. Βέβαια ὁ Θεὸς τὸν ἔταξε μέσα στὸν κόσμο νὰ ὑπηρετεῖ. Ὅμως ἡ ψυχὴ του πετάει ἐκεῖ, στὴν ἡσυχία τῆς μονῆς, στὴ χαρὰ τῆς ἀπομόνωσης, στὴν εὐλογημένη ἀπόσυρση ἀπὸ κάθε τί κοσμικό. Καὶ βέβαια ἀγαπάει τὰ μοναστήρια καὶ τοὺς μοναχούς. Καὶ θέλει νὰ τοὺς βοηθάει. Μὲ τὴν προσευχή του, μὲ τὶς ἐκδρομὲς – ἱερὰ προσκυνήματα, μὲ κάθε τρόπο. Περισσότερο ὅμως πονάει τὸν μοναχισμὸ τῶν Ἁγίων Τόπων. Γιατί ἐκεῖ εἶναι οἱ ἀκρίτες ποὺ φυλᾶνε τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη μὲ ἡρωικὸ ἀγώνα μέσα σὲ ποικίλους πειρασμοὺς καὶ κινδύνους.
Ὅποτε τοῦ δοθεῖ εὐκαιρία ἐπισκέπτεται μὲ τὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν Ἁγία Γῆ καὶ ἔχει γνωριστεῖ μὲ τοὺς ἀκρίτες μοναχούς. Ὅταν παρουσιαστεῖ κάποιο πρόβλημα, ξέρουν οἱ μοναχοὶ πὼς ὁ παπα–Μᾶρκος θὰ σκύψει μὲ ἀγάπη στὸ θέμα τους. Ὅπως τώρα κάποιος μοναχὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους ζητάει τὴ βοήθειά του. Ἔχει ὑποστεῖ κάποιες ζημιὲς τὸ Καθολικὸ καὶ χρειάζεται χρήματα γιὰ τὴν ἐπισκευή, γιατί σὲ λίγο οἱ ζημιὲς θὰ γίνουν ἀνεπανόρθωτες.
Θέλει ὁλόψυχα νὰ βοηθήσει ὁ παπα–Μᾶρκος. Θὰ κάνει μιά ἀρχή. Θὰ κάνει Εὐχέλαιο, θὰ ἔρθει κόσμος, καὶ θὰ θέσει στοὺς πιστοὺς τὸ πρόβλημα. Εἶναι εὐαίσθητοι ἄνθρωποι καὶ μποροῦν οἱ περισσότεροι νὰ προσφέρουν. Ναί, ἀλλά δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα...
Ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦταν κάποτε σχεδὸν ἄδειος, τώρα γεμίζει ἀσφυκτικά. Οἱ πιστοὶ ἀναγκάζονται νὰ βρίσκονται στὸ προαύλιο τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας, γιατί δὲν τοὺς χωράει ὁ ναός. Καὶ τὸν χειμώνα τὰ πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἀνεγερθεῖ τὸ συντομότερο ὁ νέος ναός. Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ἁγίου Διονυσίου εἶναι σὲ ἐξέλιξη. Πρέπει νὰ προχωρήσουν οἱ ἐργασίες, γιὰ νὰ ἀρχίσουν νὰ γίνονται τουλάχιστον μόνο οἱ κυριακάτικες Λειτουργίες, ἔστω σὲ ἡμιτελῆ ναό. Καὶ ὁ πρόεδρος τοῦ Συλλόγου ἀ ν ε γ έ ρ σ ε ω ς προσπαθεῖ νὰ συγκεντρώνει τὸ ἀπαραίτητο ποσὸ τῆς κάθε ἐ ρ γα σ ί α ς. Θὰ ἀφήσει νὰ συγκεντρωθοῦν χρήματα γιὰ ἄλλο ναό, ὅταν ὑπάρχει τόση ἀνάγκη γιὰ τὸν δικό τους; Μὲ τὸ δίκιο του θὰ ἀντιδράσει.
Ὁ παπα- Μᾶρκος ξέρει πολὺ καλὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐνορίας του καὶ κυριολεκτικὰ ἀναλώνεται γι’ αὐτές. Πόσο μᾶλλον γιὰ τὸν ἀνεγειρόμενο ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ ξεκίνησε μὲ δική του πρωτοβουλία. Πασχίζει γιὰ τὴν ἀποπεράτωσή του. Μέχρι ποὺ ἔκανε τὴν ἐπώδυνη θυσία νὰ παραβεῖ τὴν μέχρι στιγμῆς ἀπαράβατη ἀρχή του, νὰ δέχεται χρήματα γιὰ τὰ εὐχέλαια καὶ τοὺς ἁγιασμούς! Ἀπὸ τὴ μιά τοῦ τὰ δίνουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὰ ρίχνει μέχρι τελευταίου ὀβολοῦ στὸ κουτὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση.
Τώρα ὅμως τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Πονάει ἡ ψυχή του γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Δὲν πρέπει νὰ μείνουν οἱ φύλακες τῶν Ἱερῶν μας ἀβοήθητοι. Πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ μοναστήρι. Ἀλλὰ πῶς; Θὰ τὸν ἀφήσει ὁ πρόεδρος; Κάτι πρέπει νὰ σκεφτεῖ ἡ ἀγάπη του. Θὰ τὸ κάνει θέμα προσευχῆς. Ἄ, τὸ βρῆκε! Θὰ γίνει τὸ ὁμαδικὸ Εὐχέλαιο. Μόνο ποὺ δὲ θὰ γίνει στὸν ναό. Θὰ γίνει σὲ σπίτι. Εἶναι πρόθυμοι εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ νὰ ἀνοίξουν τὸ σπίτι τους γιὰ τέτοιο σκοπό. Ἔτσι καὶ τὸ μοναστήρι θὰ πάρει τὰ χρήματα καὶ ὁ πρόεδρος δὲ θὰ θυμώσει. Γιὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο θὰ οἰκονομήσει ὁ Θεός. Ἐντάξει, ὑπερπηδήθηκε τὸ ἐμπόδιο. Προέκυψε ὅμως ἕνα ἄλλο ἐμπόδιο, ποὺ δὲν τὸ εἶχε ὑπολογίσει. Ἡ Εὐτέρπη!
Ζόρικη κατάσταση, ὅταν ὁ Χριστιανὸς νομίζει πὼς ζεῖ χριστιανικά, ἀλλὰ κατὰ βάθος ὄχι. Ὅταν νομίζει πὼς ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, καὶ στὴν πραγματικότητα ὑπηρετεῖ τὸν ἐγωιστὴ ἑαυτό του. Εἶναι μιά πλάνη, ποὺ δύσκολα ἀπαλλάσσεται κανεὶς ἀπὸ αὐτήν, γιατί δὲν βλέπει, ἔχουν σκοτιστεῖ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Κάτι τέτοιο πρέπει νὰ συνέβαινε μὲ τὴν Εὐτέρπη. Σχεδὸν καθημερινὰ στὴν ἐκκλησία. Ἔτρεχε πρώτη νὰ κοινωνήσει, πιὸ μπροστὰ καὶ ἀπὸ τὰ βρέφη καὶ τὰ παιδιά. Ὅταν ὅμως κάποιος σὲ συζήτηση δὲ συμφωνοῦσε μὲ τὴ γνώμη της ἢ δὲν ἀπαντοῦσε σύμφωνα μὲ τὶς προσδοκίες της γινόταν ἔξω φρενῶν.
Κάτι πῆρε τὸ αὐτί της γιὰ τὸ Εὐχέλαιο. Ρώτησε λοιπὸν καὶ ἔμαθε πὼς δὲ θὰ γίνει στὸν ναό, ἀλλὰ σὲ κάποιο σπίτι. Μόλις τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἔγινε ἡ ἀπόλυση, ἡ Εὐχαριστία καὶ ἡ κατάλυση δὲν ἔχασε καιρό. Ὁ παπα-Μᾶρκος ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ σπίτι, ὅπου θὰ γινόταν τὸ Εὐχέλαιο. Τὸν σταματάει ἡ Εὐτέρπη, τοῦ ζητάει λεπτομερῆ ἐξήγηση, γιατί τὸ μυστήριο θὰ γίνει σὲ σπίτι καὶ ὄχι στὸν ναό.
Ἐκεῖνος μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη του προσπάθησε νὰ τῆς ἐξηγήσει ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει. Ἀλλὰ βρέθηκε μπροστὰ σὲ μιά ἀνεξήγητη ἐπιμονή, “Ὄχι, στὸν ναὸ πρέπει νὰ γίνει τὸ Εὐχέλαιο”.
Καὶ ἐπειδὴ εἶδε πὼς δὲν πείθει τὸν ἱερέα, θύμωσε, ἀγρίεψε. Μιά συννεφιὰ πέρασε ἀπὸ τὰ λαμπερά του μάτια, ἀλλὰ δὲ μίλησε. Δὲν ἄφησε νὰ τοῦ ξεφύγει λόγος ὀργῆς. Ἐξ ἄλλου ἔπρεπε νὰ φύγει τὸ συντομότερο. Οἱ πιστοὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ἁγιοταφίτη γέροντα.
Ἔφτασε μὲ τὴ συστολὴ ποὺ τὸν διέκρινε, ἀλλὰ παραδόξως δὲ χαμογελοῦσε, μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀθῷο παιδικὸ χαμόγελο. Μπῆκε, διέσχισε τὸ δωμάτιο καὶ πέφτει σὲ βαθὺ γονάτισμα μπροστὰ στὸν ἔκπληκτο ἱερομόναχο, ποὺ φοροῦσε τὸ πετραχήλι του.
-Πάτερ, ἥμαρτον. Ταράχτηκα...
Ὁ κόσμος κρατοῦσε τὴν ἀνάσα του μπροστὰ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, μπροστὰ σὲ αὐτὸ ποὺ ἄκουγε. Μὲ συντριβή, μὲ ἄκρα ταπείνωση γονάτισε νὰ ζητήσει συγγνώμη. Δὲν ἔπραξε κάτι, δὲν εἶπε τίποτα, γιὰ νὰ θίξει ἢ νὰ σκανδαλίσει κάποιον. Δὲν προκάλεσε.
Ἁπλὰ τὸν πείραξε ὁ «λογισμός». Ταράχτηκε μὲ τὰ νεῦρα τῆς συνομιλήτριας. Ἀλλὰ ἡ λευκή του ψυχὴ δὲν ἀνεχόταν τὴν κηλίδα τῆς ταραχῆς ἔστω γιὰ λίγο. Ὁ ἀσυννέφιαστος οὐρανὸς δὲν ἀνεχόταν τὸ συννεφάκι.
Γιατί αὐτὸ τὸ συννεφάκι τοῦ στεροῦσε τὴν ἀγαλλίαση νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ταραχὴ τὸν Χριστὸ τὸν διώχνει. Τοῦ ἀφαιρεῖ τὸν θησαυρό του, τὸ μυστικό τῆς δύναμής του, τῆς γλυκιᾶς μακαριότητάς του. Γι’ αὐτὸ ζητάει νὰ καθαριστεῖ. Καὶ δὲ λογαριάζει «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος» προκειμένου νὰ ἀνακτήσει τὸν θησαυρό του, τὴν εἰρήνη του «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν». Γονάτισε μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια. Καὶ ὅταν σηκώθηκε, εἶχε ἀνθίσει πάλι τὸ ἀθῶο γαλήνιο χαμόγελό του.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019