Στό Ξηροποταμινό Κελλί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κάποιος Ἀνώνυμος[1][1] Γέροντας Ρουμᾶνος πρίν ἀπό χρόνια ἐκοιμήθη, ἀλλά δέν εἶχε καλό τέλος. Αὐτό ὠφείλετο, κατά τούς πατέρες πού τόν γνώριζαν, στό ὅτι εἶχε πάει στήν Ρωσσία καί στήν Ρουμανία καί μάζεψε ἐλεημοσύνες καί χρήματα μαζί μέ ὀνόματα γιά μνημόνευση, αὐτός ὅμως δέν μνημόνευσε τά ὀνόματα. Γι᾿ αὐτό τήν ὥρα τῆς κοιμήσεώς του φώναζε: «Πάρτε αὐτά τά χαρτιά, μέ καῖνε τά ὀνόματα».
Ἦταν ἕνας Ἁγιοπαυλίτης μοναχός, ὁ ὁποῖος κάθε μέρα μετά τήν τράπεζα τοῦ Ἑσπερινοῦ μέχρι τό Ἀπόδειπνο, καθόταν ἔξω στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ καί ἔκανε κομποσχοίνι λέγοντας συχνά: «Θεέ μου, τώρα, ἐδῶ πού βρίσκομαι, νά μέ πάρης». Καί ὄντως μία ἡμέρα πού τό ἔλεγε αὐτό, ἐκοιμήθη.
Κάποτε στό Κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Ἄννης βοήθησαν ὅλοι οἱ πατέρες καί τακτοποίησαν τά ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων πατέρων. Ξεχώρισαν τίς κάρες ἀπό τά ὑπόλοιπα ὀστᾶ. Τούς ἔπνιγε ἡ εὐωδία καί κυρίως εὐωδίαζαν οἱ ὠμοπλάτες τῶν πατέρων, γιατί κουβαλοῦσαν βαριά φορτία στόν ὦμο τους ἀπό τήν θάλασσα μέχρι τά Κελλιά τους.
Κάποιος μοναχός ἀπό τήν συνοδεία τοῦ Χατζηγιώργη ἀνέβαινε κάθε μέρα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω καί ἄναβε τό καντήλι.
Περνώντας κάποιος νέος ἀπό τόν μύλο τῆς Γρηγορίου εἶδε τόν μυλωθρό νά ταΐζη τά πουλάκια μέ τά χέρια του.
Στήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου παλαιότερα ἔζησε ἕνας ἐνάρετος ἀσκητής σάν στυλίτης γιά 17 χρόνια. Ἔκτισε πάνω στόν βράχο ἕνα στῦλο καί ζοῦσε ἐκεῖ πάνω αἴθριος, ἀκάλυπτος ὅλα τά χρόνια. Μόνο ὅταν ἔβρεχε πολύ καί χιόνιζε, κατέφευγε σέ μία σπηλίτσα πού ἦταν στήν βάση τοῦ στύλου.
Εἶπε Γέρων: «Ὁ καλόγερος ὅταν εἶναι ὑποτακτικός πρέπει νά προσέχη τήν ὑπακοή του. Ἡ ὑπακοή εἶναι πάνω ἀπό ὅλα».
«Ἔλεγαν οἱ παλαιοί Ἁγιορεῖτες ὅτι τήν συνοδία τήν φτειάχνη, ὄχι ὁ Γέροντας, ἀλλά ὁ δεύτερος, ὁ μετά τόν Γέροντα».
«Τά πάθη πολεμοῦνται στή νεότητα, ὄχι στό γῆρας».
«Τό σχίσμα ὅταν πολυκαιρίση γίνεται αἵρεση».
Εἶπε Γέρων: «Πρέπει νά ἔχουμε τό νοῦ μας στόν Θεό, νά μήν τόν ἀποσποῦν τά διάφορα πράγματα καί ὅ,τι μποροῦμε, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά κάνουμε. Νηστεῖες, ἀγρυπνίες, μετάνοιες, μελέτη καί τό κυριώτερο, νά λέμε τήν εὐχή».
Ἀσκητής
ἡλικιωμένος κάνει 1000 μετάνοιες στή νυχτερινή του
ἀγρυπνία καί 60 σταυρωτά κομποσχοίνια μαζί μέ τά ὑπόλοιπα
καλογερικά του καθήκοντα.