Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

«Τά πά­θη πο­λε­μοῦν­ται στή νε­ό­τη­τα, ὄ­χι στό γῆ­ρας»

 

Στό Ξη­ρο­πο­τα­μι­νό Κελ­λί τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου κά­ποι­ος Ἀ­νώ­νυ­μος[1][1] Γέ­ρον­τας Ρου­μᾶ­νος πρίν ἀ­πό χρό­νια ἐ­κοι­μή­θη, ἀλλά δέν εἶ­χε κα­λό τέ­λος. Αὐ­τό ὠ­φεί­λε­το, κα­τά τούς πα­τέ­ρες πού τόν γνώ­ρι­ζαν, στό ὅ­τι εἶ­χε πά­ει στήν Ρωσ­σί­α καί στήν Ρου­μα­νί­α καί μά­ζε­ψε ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί χρή­μα­τα μα­ζί μέ ὀ­νό­μα­τα γιά μνη­μό­νευ­ση, αὐ­τός ὅ­μως δέν μνη­μό­νευ­σε τά ὀ­νό­μα­τα. Γι᾿ αὐτό τήν ὥ­ρα τῆς κοι­μή­σε­ώς του φώ­να­ζε: «Πάρ­τε αὐ­τά τά χαρ­τιά, μέ καῖ­νε τά ὀ­νό­μα­τα». 

Ἦ­ταν  ἕ­νας  Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της  μο­να­χός, ὁ  ὁ­ποῖ­ος  κά­θε μέ­ρα με­τά τήν τρά­πε­ζα τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ μέ­χρι τό Ἀ­πό­δει­πνο, κα­θό­ταν ἔ­ξω στήν αὐ­λή τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι λέ­γον­τας συ­χνά: «Θεέ μου, τώ­ρα, ἐ­δῶ πού βρί­σκο­μαι, νά μέ πά­ρης». Καί ὄν­τως μί­α ἡ­μέ­ρα πού τό ἔ­λε­γε αὐ­τό, ἐ­κοι­μή­θη. 

Κάποτε στό Κοι­μη­τή­ριο τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης βο­ή­θη­σαν ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες καί τα­κτο­πο­ί­η­σαν τά ὀ­στᾶ τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων πα­τέ­ρων. Ξε­χώ­ρι­σαν τίς κά­ρες ἀπό τά ὑ­πό­λοι­πα ὀ­στᾶ. Το­ύς ἔ­πνι­γε ἡ εὐ­ω­δί­α καί κυ­ρί­ως εὐ­ω­δί­α­ζαν οἱ ὠ­μο­πλά­τες τῶν πα­τέ­ρων, για­τί κου­βα­λοῦ­σαν βα­ριά φορ­τί­α στόν ὦ­μο τους ἀ­πό τήν θά­λασ­σα μέ­χρι τά Κελ­λιά τους. 

Κάποιος μο­να­χός ἀ­πό τήν συ­νο­δε­ί­α τοῦ Χα­τζη­γι­ώρ­γη ἀ­νέ­βαι­νε  κά­θε  μέ­ρα στήν κο­ρυ­φή τοῦ Ἄ­θω  καί ἄ­να­βε τό καν­τή­λι. 

Περ­νών­τας κά­ποι­ος νέ­ος ἀ­πό τόν μύ­λο τῆς Γρη­γο­ρί­ου εἶ­δε τόν μυ­λω­θρό νά τα­ΐ­ζη τά που­λά­κια μέ τά χέ­ρια του. 

Στήν Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λε­ί­ου πα­λαι­ό­τε­ρα ἔ­ζη­σε ἕ­νας ἐ­νά­ρε­τος ἀ­σκη­τής σάν στυ­λί­της γιά 17 χρό­νια. Ἔ­κτι­σε πά­νω στόν βρά­χο ἕ­να στῦ­λο καί ζοῦ­σε ἐ­κεῖ πά­νω αἴ­θριος, ἀ­κά­λυ­πτος ὅ­λα τά χρό­νια. Μόνο ὅ­ταν ἔ­βρε­χε πο­λύ καί χι­ό­νι­ζε, κα­τέ­φευ­γε σέ μία σπη­λί­τσα πού ἦ­ταν στήν βά­ση τοῦ στύ­λου. 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ κα­λό­γε­ρος ὅ­ταν εἶ­ναι ὑ­πο­τα­κτι­κός πρέ­πει νά προ­σέ­χη τήν ὑ­πα­κοή του. Ἡ ὑ­πα­κοή εἶ­ναι πά­νω ἀ­πό ὅ­λα». 

«Ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ὅ­τι τήν συνο­δία­ τήν φτειά­χνη, ὄ­χι ὁ Γέ­ρον­τας, ἀλ­λά ὁ δεύ­τε­ρος, ὁ με­τά τόν Γέ­ρον­τα». 

«Τά πά­θη πο­λε­μοῦν­ται στή νε­ό­τη­τα, ὄ­χι στό γῆ­ρας». 

«Τό σχί­σμα ὅ­ταν πο­λυ­και­ρί­ση γί­νε­ται αἵ­ρε­ση». 

Εἶ­πε Γέρων: «Πρέ­πει νά ἔ­χου­με τό νοῦ μας στόν Θεό, νά μήν τόν ἀ­πο­σποῦν τά δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα καί ὅ­,τι μπο­ροῦ­με, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, νά κά­νου­με. Νη­στεῖ­ες, ἀ­γρυ­πνί­ες, με­τά­νοι­ες, με­λέ­τη καί τό κυ­ρι­ώ­τε­ρο, νά λέ­με τήν εὐ­χή». 

Ἀ­σκη­τής ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος κά­νει 1000 με­τά­νοι­ες στή νυ­χτε­ρι­νή του ἀ­γρυ­πνί­α καί 60 σταυ­ρω­τά κομ­πο­σχο­ί­νια μα­ζί μέ τά ὑ­πό­λοι­πα κα­λο­γε­ρι­κά του κα­θή­κον­τα.