παραπονιέται για τις πληγές
του, όταν είναι πληγωμένος
ο βασιλιάς» (Μάϊστερ Έκκαρτ)
Στην επανάσταση των Αμερικανών κατά των Άγγλων, μια μέρα μερικοί Αμερικανοί στρατιώτες δούλευαν σ’ ένα οχυρό. Πάσχιζαν να σηκώσουν έναν βαρύ σιδερένιο στύλο και τους είχε βγει η ψυχή σ’ αυτή τη δουλειά. Από πάνω είχανε και τον δεκανέα τους, που όχι μόνο δεν τους βοηθούσε, μα τους έβαζε και τις φωνές, γιατί αργούσαν. Έτυχε τότε να περάσει από εκεί ένας άγνωστος. Στάθηκε περίεργος και κοιτούσε τη σκηνή· τους καταϊδρωμένους φαντάρους που πάσχιζαν να σηκώσουν τον στύλο τον ασήκωτο και τον δεκανέα που ξεκούραστος μέσα στη στολή του την ατσαλάκωτη, τους παρακινούσε με φωνές να τελειώσουν, χωρίς να τους βοηθάει. Ο άγνωστος πλησίασε το δεκανέα και τον ρώτησε:
-Γιατί δεν τους βοηθάτε κι εσείς τους καημένους;
-Γιατί εγώ είμαι δεκανέας, απάντησε κείνος καμαρωτά.
-Συγγνώμη, λέει ο άγνωστος, δεν είδα το βαθμό σας. Και, πετώντας το καπέλο του, και το παλτό του, έτρεξε να βοηθήσει τους στρατιώτες. Όταν, με την βοήθεια του αγνώστου, ο στύλος επί τέλους στήθηκε, αυτός ντύθηκε ξανά και πλησίασε τον δεκανέα.
-Όταν, κύριε δεκανέα, του λέει, σας τυχαίνουν τέτοιες βαριές αγγαρείες να με καλείτε κι εγώ θα ’ρχομαι.
-Και πώς λέγεσαι; Τον ρώτησε ο δεκανέας γελώντας.
-Στρατηγός Βάσιγκτων!
Κόκκαλο ο δεκανέας. Αυτός ο άγνωστος ήταν ο αρχηγός των επαναστατημένων Αμερικανών, εκείνος που αργότερα, όταν ελευθέρωσε την πατρίδα του και την κυβέρνησε, επονομάστηκε Μέγας Πολίτης της Αμερικής και Πατέρας την Πατρίδος...
Με όλα αυτά τα γεγονότα και τις αλησμόνητες μνήμες η ιστορία της ανθρωπότητος εμπλουτίζει την σύγχρονη έρημη και χέρσα ζωή μας, προσπαθώντας να την αναζωογονήσει και να την ανορθώσει από την κλινήρη θέση της αμεριμνησίας, της αδιαφορίας και της επιπολαιότητος. Γιατί για τον σύγχρονο άνθρωπο οι μόνες απαραίτητες ενέργειες στην ζωή, είναι οι διάφορες καταστάσεις που κυοφορούνται μέσα στα πολιτικά και οικονομικά ενδιαφέροντα και τις ψυχολογικές συγκρούσεις ΟΧΙ όμως το ΦΩΣ του Θαβώρ! Όμως κάποια στιγμή το αδιανόητο και παραπεταμένο από την ζωή τους γίνεται ξαφνικά το επίκεντρό της…
Κάπως έτσι λοιπόν η ιστορία πρέπει να μελετάται προσεκτικά και ανελλιπέστατα, από μικρούς και μεγάλους· από φτωχούς και πλουσίους· όχι μόνο στην τσέπη, αλλά προπάντων στην σκέψη. Αυτοί δε που πρέπει με σχολαστική και θρησκευτική ευλάβεια να την αντιγράφουν, είναι αυτοί που βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά, κατέχοντας υψηλά αξιώματα και χειρίζονται τύχες κοινωνιών. Έτσι θα διευκολύνονται σημαντικά στο δύσκολο έργο τους και προπάντων θα θυμούνται εκείνο το ξεχωριστό του βασιλέως Φιλίππου: «Φίλιππε, μέμνησο ὅτι ἄνθρωπος εἶ».
Δυστυχέστατα όμως οι σύγχρονοι τοιούτοι κρατούντες είναι άνθρωποι ακαλλιέργητοι, αγροίκοι στην ψυχή, ποταποί δεκανείς μέσα στα ατσαλάκωτα ρούχα τους, που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στην ζωή τους και φυσικά δεν έχουν την ευαισθησία να αφουγκραστούν τον βουβό πόνο της κοινωνίας που διαφεντεύουν άψυχα. Ένας πόνος που αναδύεται μέσα από τα έγκατα της ολικής εγκατάλειψης και της στυγνής ψυχοσωματικής εκμετάλλευσης των καιροσκόπων επιβητόρων. Αυτών που συνεχίζουν ανενόχλητοι τον υποκριτικό ρόλο τους βγάζοντας μονότονους λόγους και σκορπώντας μηχανικά χαμόγελα, ολοκληρώνοντας την ηλίθια ύπαρξή τους. Κάπως έτσι τελικά ωθούνται σε ανεύθυνες, αιρετικές και άκρως προκλητικές κρίσεις και ρήσεις.
«Δεν αξίζει τον κόπο… για μία ή δύο μέρες δήθεν γιορτής να κινδυνεύσουν ζωές συνανθρώπων μας, συμπολιτών μας ή ακόμη και των ιδίων των μελών της οικογενείας μας». (Όταν τους βολεύει, ξάφνου, ανασύρουν εκ των ερειπίων τον θεσμό της απολύτου διώξεως. Την οικογένεια. Ίσως να… έχουν και οι ίδιοι).
Απόλυτα πονόψυχοι οι ποιμένες μας και οι ταγοί μας προτάσσουν την διαφύλαξη της σωματικής μας υγείας, καθότι ζούμε στην εποχή του μετα-μηδενισμού με τον Θεό ήδη νεκρό, «την έρημο να μεγαλώνει» κι όμως να ηχούν όλα ρομαντικά. Οπότε οι γιορτές αποκαλούνται δήθεν και ως εκ τούτου προσβάλλονται και διαγράφονται, καθιστάμενες ανύπαρκτες. Και πάλι η ουσία, η αλήθεια, το πνεύμα το ζωηφόρο στην «μπάντα». Και το κάνουν αυτό ποιοί; Οι ανόσιοι, οι ψεύτες, οι απνευμάτιστοι, οι απατεώνες, οι κίβδηλοι, οι φαρισαίοι, οι ανύπαρκτοι, οι γκαζοτενεκέδες που όταν τους βαράς βγάζουν άναρθρες κραυγές και ήχους ζουλού. Αυτοί που δαγκώνουν την γλώσσα τους και τα μάγουλά τους κι όμως συνεχίζουν να βλασφημούν τον Θεό. Αυτοί που ζουν κάθε μέρα την έκλυτη ζωή τους, χωρίς να έχουν στερηθεί τίποτα, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα γι’ αυτούς και προπάντων με την τσέπη ανέγγιχτη ή μάλλον διευρυνόμενη λόγω προσθέτων εισροών.
Αυτοί λοιπόν βγαίνουν και δίνουν οδηγίες μόνο, χωρίς υπόσταση, χωρίς ουσία, χωρίς νόημα, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς βάθος, προπάντων χωρίς παράδειγμα. Φωνάζουν οι έσχατοι δεκανείς και εξοργίζουν περαιτέρω την ήδη γογγύζουσα κοινωνία.
Όμως ο καλός ποιμήν τίθησι την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων. Αυτό κάνει αιώνες τώρα ο «στρατηγός» Χριστός υπηρετώντας υποδειγματικά τα παιδιά του. Πρώτος αυτός, ο πληγωμένος βασιλιάς καλεί τους πιστούς στρατιώτες του να αψηφήσουν τα ελαφρά τραύματά τους. Τους μώλωπες. Και να ακολουθήσουν…
Τελικά η επιδιωκόμενη καύση των νεκρών θα επιφέρει και κάποια θετικά στοιχεία στην κοινωνία των αγαθών ανθρώπων. Όλα αυτά τα απομεινάρια του υλισμού και του αισχρού κυνισμού θα εξαλειφθούν ολότελα από την γη, διαγράφοντας απόλυτα την μυσαρή θύμησή τους από το στερέωμα και αποστραγγίζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα, τα κοινά βαλτονέρια που η μόνη ιδιότητα που έχουν είναι η βρώμα και η δυσωδία. Η κοινή μπόχα που δημιουργεί σοβαρές επιπλοκές στο πνευματικό αναπνευστικό σύστημα των «εὐσεβῶς ζώντων».
Ας επιτρέψει ο Θεός, τα ζωηφόρα οστά των αγίων και αιωνίων μαρτύρων, των στυλοβατών της Ορθοδοξίας και των πιστών τέκνων της να συνεχίσουν να αναδύουν την ευωδία τους ως επίγεια πρόγευση εκείνης του Παραδείσου.