Θεία Κοινωνία. Αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου.
«ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖµα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, µὴ διακρίνων τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου» (Α΄ Κορ. ια΄, 29). Δηλαδή. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει καὶ πίνει ἀναξίως ἀπὸ τὸν καθαγιασµένο ἄρτο καὶ οἶνο, τρώγει καὶ πίνει κατάκριµα καὶ καταδίκη στὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ δὲν κάνει διάκριση τοῦ σώµατος καὶ τοῦ αἵµατος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ µεταχειρίζεται καὶ τρώγει αὐτά, σὰν νὰ ἦταν κοινὲς τροφές.
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν Α΄ Λόγο του «ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ Σ. Η. Ι. Χ.»παρατηρεῖ:
«Σκέψου, ἄνθρωπε, ποιὰ θυσία πρόκειται νὰ προσεγγίσης, σὲ ποιὰ Τράπεζα νὰ προσέλθης. Θυμήσου ὅτι, ἐνῶ εἶσαι χῶμα καὶ στάχτη, μεταλαμβάνεις τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Κι ὅταν βέβαια σᾶς προσκαλεῖ ὁ βασιλιάς σὲ γεῦμα, κάθεστε σ’ αὐτό μὲ φόβο, καὶ τρῶτε ἀπ’ τὰ προσφερόμενα φαγητὰ μὲ συστολὴ καὶ ἡσυχία, ἐνῶ ὅταν σᾶς προσκαλῆ ὁ Θεὸς στὴν Τράπεζά Του καὶ σᾶς παραθέτη τὸν Υἱό Του, κι ἐνῶ οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις παρίστανται μὲ φόβο καὶ τρόμο, τὰ Χερουβεὶμ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους, τὰ Σεραφεὶμ κραυγάζουν μὲ τρόπο, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος, ἐσὺ φωνάζεις, πές μου, καὶ θορυβεῖς κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἑστιάσεως; Δὲν γνωρίζεις ὅτι πρέπει ἡ ψυχὴ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ γαλήνη; Χρειάζεται πολλὴ εἰρήνη καὶ ἡσυχία, κι ὄχι θόρυβος, θυμὸς καὶ ταραχή. Γιατὶ αὐτὰ κάνουν ἀκάθαρτη τὴν ψυχὴ ποὺ πλησιάζει στὴν Τράπεζα».
- Στὸ βιβλίο τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, «Ἕνας Ἅγιος Γέροντας» δημοσιεύονται ὁρισμένα περιστατικὰ σχετικὰ μὲ τὴν θεία Κοινωνία, ὅπως τὰ εἶχε ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος:
«Εἶπε ὁ Γέροντας σ’ ἕνα πνευματικό του παιδί: «Σήμερα ποὺ κοινώνησες, βλέπεις πῶς αἰσθάνεσαι; Ἐγὼ πάντοτε ἔτσι εἶμαι. Ὁ Χριστὸς πάντοτε εἶναι μέσα μου».
«Μή ὑπερηφανευτεῖς, παιδί μου, πού ὅταν κοινώνησες σήμερα τό πρόσωπό σου ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Καὶ στὶς καλὲς ἀλλοιώσεις νὰ φυλάγεται ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια».
* * *
Εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἤμουν στὸ Νοσοκομεῖο καὶ πνευματικά μου τέκνα ἔκαναν ἀγρυπνία γιὰ τὴν ὑγεία μου. Ὅταν ξεκίνησε ὁ Ἱερέας ἀπὸ τὸ ναὸ γιὰ τὸ Νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ μὲ κοινωνήση, ἔνοιωσα στὴν ψυχή μου μέσα στὸ Νοσοκομεῖο ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός μου, ἔρχεται ἡ Θεία Κοινωνία».
* * *
Εἶπε ὁ Γέροντας: «Κάποιος συλλειτουργός μου ἔνοιωσε καθὼς κοινώνησε νά τόν καίη ἡ Θεία Κοινωνία καὶ μοῦ εἶπε:
– Μ’ ἔκαψε ἡ Θεία Κοινωνία.
– Ἐγώ, λέει ὁ Γέροντας, τοῦ ἀπάντησα ὅτι, ὅταν κοινώνησα, δὲν αἰσθάνθηκα νὰ μὲ καίη ἡ Θεία Κοινωνία».
* * *
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Κάποτε ἦρθε ἕνα πρόσωπο μορφωμένο νὰ μείνη στὸ Μοναστήρι καὶ σὲ γενομένη συζήτηση μαζί του μοῦ εἶπε ὅτι προτίθεται νὰ κοινωνήση στὴν Θεία Λειτουργία τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ κοινωνήση, γιατί ἦταν ἀνεξομολόγητος καὶ οἱ ἁμαρτίες του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν τὴ Θεία Κοινωνία. Προσπάθησα στὴν συζήτηση ποὺ εἴχαμε νὰ τοῦ δώσω τὴν εὐκαιρία νὰ ἐξομολογηθῆ, ἀλλὰ στάθηκε ἀδύνατον. Ὅλη τὴ νύκτα δὲν κοιμήθηκα συλλογιζόμενος πῶς νὰ τὸν κοινωνήσω, ἀφοῦ δὲν ἔπρεπε, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ τὸν κοινωνήσω ποὺ θὰ ἦταν προσβολὴ νὰ τοῦ ἀρνηθῶ τὴ Θεία Κοινωνία. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα καὶ προσῆλθε ἀναξίως νὰ κοινωνήση, κάποιο ἐνάρετο πρόσωπο εἶδε μία χρυσὴ ἀκτῖνα, μία λάμψη νὰ φεύγη ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαβίδα, νὰ περνάη πάνω ἀπὸ τὸν ὦμο τοῦ Ἱερέα καὶ νὰ πηγαίνη πάνω στὸ Ἅγιο Δισκάριο, πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἦταν ἡ Ἁγία Μερίδα ποὺ ἔφυγε καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δὲν κοινώνησε φυσικά, ποὺ θὰ ἦταν σὲ κατάκριμα».
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν κοινωνῶ τοὺς ἀνθρώπους ποτὲ δὲν βλέπω τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ καμιὰ φορὰ μοῦ λέει ὁ λογισμὸς νὰ κοιτάξω τὸ πρόσωπο τῶν προσερχομένων στὴ Θεία Μετάληψη. Τότε βλέπω τὸ πρόσωπό τοῦ ἑνὸς νὰ εἶναι ὄχι πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀλλὰ νὰ ἔχη μορφὴ σκύλου, ἄλλου νὰ εἶναι σὰν μαϊμοῦς, ἄλλων νὰ ἔχουν διάφορες μορφὲς ζώων, φοβερὲς μορφές! Θεέ μου, λέω, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι πῶς ἔχουν πρόσωπα ζώων; Εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ ἔρχονται νὰ κοινωνήσουν μὲ πρόσωπο ἤρεμο καὶ ἱλαρὸ καὶ μόλις κοινωνήσουν λάμπει τὸ πρόσωπο τους σὰν τὸν ἥλιο”.
Εἶπε ὁ Γέροντας: «Εἶδα ἕνα νεαρὸ ἱεροσπουδαστὴ καὶ κατάλαβα ὅτι οὔτε μέσα στὸ ναὸ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ στέκεται καὶ ὄχι νὰ κυκλοφορῆ χωρὶς φόβο μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνάη τ’ Ἄχραντα Μυστήρια».
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Μία φορά μέσα στὸ Ἅγιο Δισκάριο εἶδα ἕνα θρόμβο αἵματος καὶ μάλιστα τὸν ἔδειξα σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ σὲ λίγο ἐξαφανίστηκε».