Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Ὁ Θεός διά μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἥνωσεν ἐθνικούς καί Ἰουδαίους εἰς μίαν Ἐκκλησίαν

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστούμου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Ἂν καὶ ἡ δημιουργία τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἑαυτόν Του, ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, εἶναι ἀόρατος, δὲν πρέπει νὰ ἀπιστῶμεν, διότι δὲν εἶναι ὀλιγώτερον ἀληθινή. Δηλαδή, κρατῶν εἰς τὸ ἕνα μέρος τὸν Ἰουδαῖον καὶ εἰς τὸ ἄλλο τόν Ἕλληνα (εἰδωλολάτρη) καὶ ἀφοῦ ἐστάθη Ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον, ἀνέμιξεν αὐτοὺς καὶ ἠφάνισε κάθε τι ξένον στοιχεῖ­ον, καὶ τὸ ἀνέπλασε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Του εἰς ἕνα νέον ἄνθρωπον, διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος. Ὄχι δ’ ὕδατος καὶ γῆς, ὅπως πρότερον μὲ τὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ δι’ ὕδατος καὶ πυρός, ἤτοι διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἦλθε νὰ φέρη εἰρήνην, νὰ συμφιλιώση τὸν ἄνθρωπον πάλι μὲ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ σταυροῦ, μὲ τὸ ἰδικὸν Του σῶμα, ἀφοῦ ἐθανάτωσε τὴν ἔχθραν καὶ ὑπέστη Αὐτὸς τὴν ὀφειλομένην τιμωρίαν, εἰς τὸ σῶμα Του. Ὁ θάνατός Του ἐθανάτωσε τὴν ἔχθραν, τὴν ἐπλήγωσε θανάσιμα καὶ τὴν ἀφάνισε, ὄχι μόνον ἐνεργήσας, ἀλλὰ καὶ παθών, οὔτε ἁπλῶς προστάξας, ὥστε ποτὲ πλέον νὰ μὴ ἀναστηθῆ, διότι πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἦτο ἀσυμφιλίωτος μὲ τὸν Θεόν. Καὶ ἔγινεν Ἰουδαῖος, περιτμηθείς καὶ ἐπικατάρατος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἔγινεν Ἕλλην ἐκτὸς νόμου καὶ ὑπεράνω τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων, διὰ νὰ καταλύση τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ καὶ νὰ φέρη εἰρήνην εἰς αὐτοὺς μὲ τὸν Θεὸν καὶ μεταξὺ των. Διότι, ἐὰν παρέμενον Ἰουδαῖοι ἢ εἰδωλολάτραι δὲν θὰ συνεφιλιώνοντο, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἦλθον εἰς ἄλλην μεγαλυτέραν κατάστασιν. Διότι τότε ὁ Ἰουδαῖος συνάπτεται μὲ τὸν Ἕλληνα, ὅταν γίνεται πιστός. Ὅπως, ὅταν ὑπάρχουν δύο οἰκήματα στὸ ἰσόγειο καὶ ἕνα ἄλλο, ἄνω, μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ δὲν θὰ ἠμποροῦσαν ἐκεῖνοι νὰ ἰδωθοῦν μεταξὺ των, ἐὰν δὲν ἀνέβουν στὸ ἀνώγειον.

Καὶ πῶς λοιπὸν πάλιν ἐξεγείρεται ἡ ἔχθρα, ἐνῷ ὁ Θεὸς ἐπραγματοποίησε τόσα διὰ νὰ συμφιλιωθοῦμε; Τοῦτο γίνεται ἀπὸ τὴν πολλὴν κακίαν μας. Ἐφ’ ὅσον μένομεν εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ εἴμεθα ἑνωμένοι, δὲν ὑψώνεται ποτέ, ἀλλὰ παραμένει νεκρά. Ἀλλὰ ἐὰν γεννήσωμεν ἄλλην, αὐτὴν διαδέχεται ἡ γέεννα καὶ δὲν εἶναι βάπτισμα καὶ κάθαρσις, ἀλλὰ ἔλεγχος καὶ καταδίκη. Διότι «τὸ σαρκικὸν φρόνημα εἶναι ἐχθρικὸν πρὸς τὸν Θεόν». (Ρωμ. 8,7). Φρόνημα δὲ σαρκικὸν εἶναι κάθε ἡδονὴ καὶ σπατάλη, κάθε πλεονεξία καὶ κάθε ἁμαρτία. Ἐὰν δὲν σκεπτώμεθα τίποτε τὸ σαρκικόν, τότε θὰ παραμείνουμε ἐν εἰρήνῃ. Καὶ δὲν τὸ λέγει αὐτό, διὰ νὰ κατηγορήση τὴν σάρκα, καθόσον βέβαια τίποτε δὲν γίνετια χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τῆς ψυχῆς, ὅπως ὅταν λέγη «ψυχικὸς ἄνθρωπος» (Α΄ Κορ. 2:14), δὲν τὸ λέγει διὰ νὰ κατηγορήση τὴν ψυχήν. Ἀλλὰ ὀνομάζει ψυχικὰ ἐκεῖνα ποὺ διαπράττει ἡ ψυχὴ ἀπὸ μόνη της, ὅπως καὶ σαρκικὰ ὅσα πράττει τὸ σῶμα μὲ τὴν ἰδικήν του θέλησιν καὶ ὄχι τὰ φυσικά, ἀλλὰ διότι δὲν ἐδέχθησαν τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο καὶ καταστρέφονται.

Διότι δὲν εἶναι δυνατόν, οὔτε τὸ σῶμα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ψυχή, ἐὰν δὲν λάβουν τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια καὶ ἄνω ροπὴ νὰ πράξουν τίποτε τὸ γενναῖον καὶ μεγάλον. Καὶ ὅπως οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι καλοί, ἀλλὰ χωρὶς τὸ φῶς δὲν μποροῦν νὰ πράξουν τίποτε χρήσιμον, ἀλλὰ διαπράττουν μύρια κακά, ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν τους, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τους, ἔτσι γίνεται καὶ ἐδῶ. Διότι ἐὰν ἦσαν ἐκ φύσεως κακά, δὲν θὰ τὰ ἐχρησιμοποιούσαμε ποτέ. Ὅμως τίποτε δὲν εἶναι φυσικῶς κακὸν (ἀφοῦ ὅλα ἐπλάσθησαν καλὰ λίαν). Μὴ λοιπὸν κακίζεις τὸ σῶμα, ἐπειδὴ εἶναι ὑποδεέστερο τῆς ψυχῆς. Καὶ ἐὰν πρέπη νὰ κατηγορήσωμεν κάτι ἀπὸ τὰ δύο, σῶμα ἢ ψυχὴ – γιατί καὶ ἡ ψυχὴ δὲν δύναται νὰ ἐπιτύχη τίποτα χωρὶς τὸ Πνεῦμα – μεγαλυτέρας κατηγορίας εἶναι ἀξία ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ὑποκινεῖ τὰ πάθη καὶ πολλὰ διαπράττει χωρὶς τὴν συνέργεια τοῦ σώματος, ὅπως π.χ. μαγεῖες, γοητεῖ­ες, φθόνοι, ἀμέλεια κλπ.

Διατὶ λοιπὸν ὀνομάζονται αὐτὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα; Διότι ἐπικρατεῖ τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς καὶ ὑψώνεται νὰ ἐξουσιάση τὴν ψυχή, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κρατᾶ τὰ ἡνία, ὡς εἰς ἄλλον ἵππον, διὰ τοῦ χαλινοῦ, καὶ νὰ συγκρατῆ τὸ σῶμα. Ὅταν δηλαδὴ ἐπικρατήση τὸ ἄλογο θέλημα τῆς σαρκός, τότε ἀφαιρεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ νοὸς ἐπὶ τῆς ψυχῆς καὶ ἔτσι ἁμαρτάνει. Διότι ἀρετὴ τοῦ σώματος εἶναι νὰ ὑποτάσσεται στὴν ψυχή, κακία δὲ νὰ τὴν ἐξουσιάζη. Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ πράξη τὸ σῶμα ἀπὸ μόνο του, χωρὶς τὴν συγκατάθεσι τῆς ψυχῆς; Ὅπως λοιπὸν ὁ ἵππος εἶναι καλὸς καὶ δυνατὸς, ὅταν ὁδηγῆται ἀπὸ τὸν ἡνίοχον ποὺ ἔχει γνῶσιν καὶ ἐμπειρίαν, ἔτσι καὶ ἡ σὰρξ ἀποβάλλει τὰ σκιρτήματα πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Ὅταν λοιπὸν τὸ πνεῦμα ἔχη γνῶσιν, κάνει πιὸ ἐπιδέξιον τὸν ἡνίοχον, δηλαδὴ τὴν ψυχήν, διότι τὸ πνεῦμα ὀμορφαίνει καὶ στολίζει καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, καὶ ὅταν τὸ πνεῦμα ἐγκαταλείψη τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, τότε αὐτὰ ἀσχημίζουν, φθείρονται καὶ διασκορπίζονται, ὅπως ὅταν ἕνας ζωγράφος συγχέη τὰ χρώματα.

Ἀλλὰ εἶναι δυνατόν, ἐνῷ εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σῶμα μας καὶ εἰς τὴν γῆν, νὰ μὴ εἴμεθα ὑποταγμένοι εἰς τὴν σάρκα, ἐφόσον θέλομεν, ἄλλα εἰς τούς οὐρανοὺς καὶ εἰς τὸ πνεῦμα, διότι πολλὲς φορές, λέγομεν εἰς κάποιον ὅτι δὲν εἶναι εἰς τὸν ἑαυτόν του ἢ ὅτι εἶναι ἀλλοῦ, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψη τὸν χῶρον ἢ τὸν τόπον του. Ἀλλὰ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν διάθεσιν, ἂν καὶ τί περισσότερον, νὰ πλησιάζη τὸν ἑαυτόν του, καὶ νὰ ἔρχεται εἰς ἑαυτόν ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τὸ πνεῦμα του εἶναι στοὺς οὐρανούς; Ὅταν εἴμεθα συμπολῖται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐρχόμενος ὁ Κύριος ἐκήρυξε τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεώς μας μέ τὸν Θεόν, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, διότι καὶ οἱ δύο λαοὶ τώρα δι’ Αὐτοῦ, ἔχομεν τὴν εἴσοδον πρὸς τὸν Πατέρα, μὲ τὸ Ἓν Πνεῦμα, συναρμολογηθέντες ὡς εἰς μίαν οἰκοδομήν, ἐπάνω εἰς τὸ θεμέλιον ποὺ ἔθεσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Προφῆτες, ἔχοντες δὲ ἀκρογωνιαῖον λίθον νὰ μᾶς ἑνώνη τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπάνω εἰς τὸν Ὁποῖ­ον συναρμολογεῖται ἡ ὅλη οἰκοδομὴ καὶ αὐξάνει καὶ ὑψώνεται εἰς ναὸν ἅγιον, ἐν Κυρίῳ, διὰ τοῦ Πνεύματος. Ἂς μένωμεν, λοιπόν, εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εἰρήνην Του, ὥστε, ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ὅλα τὰ σαρκικὰ (πάθη), νὰ ἠμπορέσωμε νὰ ἐπιτύχωμεν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχουν ὑποσχεθῆ, διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Ὁποῖον, καὶ εἰς τὸν Πατέρα καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.