Διαβάστε, σεῖς οἱ γυναῖκες, τὸν βίο της.
Τώρα, ἂν συγκεντρώσῃς ἕνα ἀπόγευμα κάπου ὅλες τὶς γυναῖκες,
ἰδίως τῶν ἀστικῶν κέντρων καὶ τῆς ἀριστοκρατίας, καὶ τὶς ρωτήσῃς,
ξέρουν ὅλο τὸν κατάλογο τῶν διασήμων «ἀ-στέρων». Δὲν ξέρω ἐγὼ τὰ ὀνόματα
αὐτά, ἀλλὰ μαθαίνω ὅτι στὰ σαλόνια τους δὲν κάνουν ἄλλη κουβέντα παρὰ
γι᾿ αὐτὲς τὶς διάσημες … – νὰ μὴν πῶ τώρα καμμιὰ βαρειὰ λέξι καὶ μοῦ πῇ
κάποιος αὐστηρὸς κριτὴς «Βρὲ Αὐγουστῖνε, λὲς αἰσχρά». Ναί βέβαια! ἐσὺ
τὸ αἰσχρὸ τὸ κάνεις, ἀλλὰ ἂν σοῦ τὸ πῇ κάποιος τοῦ λὲς ὅτι μιλάει
αἰσχρά· ἐσὺ τὸ κάνεις καὶ δὲν ντρέπεσαι, ἐμένα ὅμως δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ
σοῦ τὸ ἐπισημάνω. Ἐκεῖ φτάσαμε.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει λέω, ὅτι ὅλος ὁ κατάλογος τῶν στάρ (στὰρ θὰ
πῇ ἀστέρι), αὐτῶν τῶν ἁμαρτωλῶν γυναίων, τῶν διεθνῶν διεφθαρμένων
«καλλιτεχνῶν», τοὺς εἶνε γνωστός. Ἂν ρωτήσῃς τὶς κυρίες αὐτές· –Ξέρετε
τὸ ὄνομα τῆς τάδε στάρ; –Βέβαια τὸ ξέρουμε, θὰ σοῦ ποῦν· καὶ θ᾽
ἀρχίσουν νὰ σοῦ λένε ποῦ γεννήθηκε, ποῦ βρέθηκε, ποῦ κάθισε, ποῦ
πάτησε…, θὰ σοῦ τὰ ποῦν ὅλα. –Ξέρετε τὴν ἄλλη στάρ; –Βεβαίως…
Μὰ ἀφῆστε αὐτὲς τὶς στάρ, ἀφῆστε αὐτὰ τὰ ἀστέρια. Ὑπάρχουν δύο
εἰδῶν ἀστέρια· ὑπάρχουν ἀστέρια ἐδῶ κάτω στὴ γῆ, καὶ ἀστέρια ἐπάνω στὸν
οὐρανό. Ἂν παρατηρήσετε καὶ τὶς πάπιες ὅταν βαδίζουν στὴ λάσπη, θὰ δῆτε
ὅτι κι αὐτὲς μὲ τὰ πόδια τους κάνουν ἀστέρια, ἀλλὰ τί ἀστέρια! Ἔ,
τέτοια ἀστέρια εἶνε κι αὐτὲς οἱ στάρ· ἀφήνουν κι αὐτὲς ἀποτυπώματα,
μέσα στὴ βρωμιὰ καὶ τὴν ἀκαθαρσία. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα ἀστέρια,
ἀστέρια πνευματικά, ποὺ ὅπως τὰ φυσικὰ ἀστέρια λάμπουν στὸν φυσικὸ
οὐρανό, ἔτσι κι αὐτὰ λάμπουν στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιο
ἀστέρι εἶνε καὶ ἡ ἁγία Ματρώνα ἡ Χιοπολῖτις. Δυστυχῶς ἀφήσαμε τὰ
πνευματικὰ αὐτὰ ἀστέρια, καὶ ἀσχολούμεθα μὲ τ᾿ ἀστέρια τὰ ψεύτικα, τὰ
ἐλεεινὰ καὶ τρισάθλια, ὅπως εἶνε τὰ γύναια αὐτὰ τὰ διεφθαρμένα, ποὺ
σκορπίζουν στὸν κόσμο μεγάλη ἀκολασία.
Ἄ ξέρεις, ἐσὺ κυρά μου, τί ἔκανε ἡ μία στὰρ καὶ τί ἔκανε ἡ ἄλλη
στάρ, τὰ ξέρεις ὅλα αὐτά· ἂν σὲ ρωτήσω ὅμως γιὰ τὴν ἁγία Ματρώνα, τί θὰ
πῇς;…
Ἡ κυρία ἔχει μεσάνυχτα. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ξέρει ν᾽ ἀπαντήσῃ, θ᾿ ἀρχίσῃ νὰ προφασίζεται πὼς τάχα δὲν μπορεῖ καὶ νὰ μᾶς κοροϊδεύῃ. Μὴ μοῦ λὲς τώρα, κυρά μου, «Δὲν μπορῶ» καὶ «δὲν μπορῶ». Δὲν ὑποφέρω αὐτὲς τὶς προφάσεις, αὐτὴ τὴν ψευτιά. Εἶνε κρίμα νὰ ξέρετε τὰ ὀνόματα ἀστέρων τῆς λάσπης, καὶ νὰ μὴ ξέρετε ποιά εἶνε ἡ ἁγία Ματρώνα, τὸ μεγάλο αὐτὸ πνευματικὸ ἀστέρι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἁγία Ματρώνα ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς κύκλους, ἀγνοεῖται καὶ περιφρονεῖται. Ἂν σήμερα μιὰ μορφωμένη νέα ἢ κυρία ἐνδιαφερθῇ νὰ γνωρίσῃ τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες της, θὰ τῆς ποῦν· Τί κάθεσαι καὶ ἀσχολεῖσαι μὲ τέτοια πράγματα;…
* * *
Τί ἔκανε λοιπὸν ἡ ἁγία Ματρώνα;
Τὴν ἀναφέρω, ἀγαπητοί μου, ὡς παράδειγμα νεκρώσεως τῶν παθῶν, σύμφωνα
μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς
γῆς…» (Κολ. 3,5).
Ἡ ἁγία Ματρώνα γεννήθηκε στὴν Βολισσὸ τῆς μυροβόλου Χίου. Οἱ
γονεῖς της, ποὺ λέγονταν Λέων καὶ Ἄννα, ἦταν ἄνθρωποι πλούσιοι καὶ
εὐγενεῖς στὴν καταγωγή, ἀλλὰ καὶ εὐσεβεῖς καὶ σεμνοὶ στὰ ἤθη, ὅπως
γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν Συναξαριστή του. Ἐκείνη,
ἀπὸ νεαρὸ κορίτσι, ἀγάπησε τὸ Θεὸ καὶ περιφρόνησε κάθε ἄλλη γήινη
ἀγάπη καὶ προσκόλλησι στὰ κοσμικά. Ἦταν συνετὴ καὶ ἔδειχνε ὅτι τῆς
ἀρέσει ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ἄσκησι. Ἔτσι μιὰ μέρα ἄφησε τὸ πατρικό της σπίτι
μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ πλούτη, ἄφησε τὸ χωριὸ καὶ τοὺς συγγενεῖς,
ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ ἔφυγε. Πῆγε σ᾽ ἕνα μέρος
ἐρημικό, νὰ ζήσῃ σὰν ξένη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν
σωτηρία μας ἔζησε σὰν ξένος ἐδῶ στὴ γῆ ἀφήνοντας τὰ παλάτια τοῦ
οὐρανοῦ.
Ἀπὸ τὴν πατρική της κληρονομιὰ ἕνα μέρος μοίρασε σὲ φτωχούς,
χῆρες καὶ ὀρφανά, καὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπο στὸν ἔρημο ἐκεῖνο τόπο ἔχτισε μιὰ
ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Σωτῆρα Χριστό.
Ἤθελε ἀκόμη νὰ φτειάξῃ ἐκεῖ ἕνα μικρὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ ζήσῃ
στὴν ἡσυχία μὲ προσευχή, νηστεία καὶ δάκρυα. Γιὰ νὰ φτειάξῃ ὅμως
κανεὶς ὁλόκληρο μοναστήρι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα. Δὲν φτειάχνονται
ἔτσι εὔκολα τὰ μοναστήρια. Ἐγώ, ποὺ πῆγα δύο – τρεῖς φορὲς στὸ Ἅγιο
Ὄρος καὶ τὸ εἶδα, θαύμασα ἐκεῖνα τὰ κτήρια. Τί παλάτια εἶνε αὐτά!
δείγματα αἰωνόβια τῆς εὐσεβείας τοῦ γένους μας. Ἐὰν γιὰ τὶς δικές μας
ἁμαρτίες πρὸ πάντων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν καλογέρων –μὴ γένοιτο
μὴ γένοιτο, Παναγία Δέσποινα!– γίνῃ κανένας σεισμὸς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ
πέσουν, ξαναγίνονται αὐτὰ τὰ κτήρια; Δὲν γίνονται. Αὐτὰ τὰ ἔχτισε ἡ
εὐσέβεια – παλάτια ἀπέραντα, φωλιὲς τοῦ Πνεύματος. Τώρα χτίζουν ἄλλα
πράγματα· κοιτάξτε στὴ Βουλιαγμένη τί χτίζουν· ξενοδοχεῖα γιὰ τοὺς
ξένους, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ Ἑλλὰς διεθνὲς πορνεῖο. Τέτοια χτίζουν σήμερα, δὲν
χτίζουν πιὰ μοναστήρια καὶ τέτοιους πύργους τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου.
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ἔσκαβαν οἱ ἐργάτες γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὴν
ἐκκλησία, βρίσκουν ἕνα μεγάλο θησαυρό. Μῆτερ, τῆς λένε χαρούμενοι,
βρήκαμε θησαυρό!… Γι᾽ αὐτοὺς ἦταν κάτι εὐχάριστο, πανηγύριζαν. Ἡ ἁγία
Ματρώνα ὅμως –περίεργο πρᾶγμα– δὲν χάρηκε, δὲν τῆς ἔκανε ἐντύπωσι –
σὲ καιρὸ μάλιστα ποὺ εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη χρημάτων γιὰ τὴν
ἀποπεράτωσι. Τὰ εἶδε σὰν χαλίκια. Τῆς φάνηκε δὲ ὕποπτο πρᾶγμα, τρόμαξε,
σταμάτησε.
Ἅμα πέφτουν στὰ χέρια σας χρήματα νὰ τρομάζετε. Μπῆκαν
χρήματα στὴν τσέπη σου; φίδια μπήκανε. Θὰ σοῦ ζητήσῃ λόγο ὁ Θεὸς τί τὰ
ἔκανες, πῶς τὰ χρησιμοποίησες. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτε ἀπάνω του
εἶνε ὁ μακάριος.
Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἁγία φοβήθηκε. Τὰ πλούτη μόλις τὰ εἶχε διώξει· πάλι
μὲ πλούτη νὰ ἔμπλεκε; Τί ἦταν αὐτό; Μήπως ὁ θησαυρὸς ἦταν σταλμένος
ὄχι ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν διάβολο; Γι᾽ αὐτὸ ἔπεσε σὲ προσευχή, στὴ
νηστεία καὶ στὸ κομποσχοίνι· παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀπαλλάξῃ ἀπ᾽
αὐτὸ τὸν πειρασμό. Καὶ τί ἔγινε, τί ἀπεκαλύφθη; Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ δέησί
της καὶ ὁ θησαυρὸς ἐκεῖνος ἀμέσως, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο,
μεταβλήθηκε σὲ σβησμένα μαῦρα κάρβουνα! «Ἄνθρακες ὁ θησαυρός», θὰ
ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ἁγία Ματρώνα ὅμως εὐχαριστήθηκε, ἀναπαύθηκε. Ὁ
Θεὸς κατ᾽ ἄλλο τρόπο οἰκονόμησε ν᾽ ἀνεγερθῇ τὸ μοναστήρι.
Ἐκεῖ ἡ ἁγία Ματρώνα ἐπιδόθηκε σὲ μεγάλους ἀγῶνες· καὶ τέτοια
χάρι τῆς ἔδωσε ὁ Θεός, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ κάνῃ θαύματα, ἀνέστησε μάλιστα
καὶ νεκρό!
Μὲ τὸ πέρασμα τῶν ἐτῶν ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἁγιότητά της
προσείλκυσαν κοντά της καὶ ἄλλες γυναῖκες καὶ κορίτσια, ποὺ μὲ τὸ
παράδειγμα καὶ τὶς ὁδηγίες της ἄρχισαν νὰ ζοῦν τὴν παρθενικὴ ζωὴ καὶ
νὰ γίνωνται μοναχές. Ἔτσι τὸ μοναστήρι τῆς ἁγίας Ματρώνας γέμισε.
Ἔτσι ἔζησε μέχρι τέλους καὶ ἔτσι ἄφησε τὴν ψυχή της στὰ χέρια
τοῦ Θεοῦ. Ἄφησε δὲ καὶ στὸ νησὶ τῆς Χίου τὸ ἱερὸ λείψανό της, ποὺ κάνει
θεραπεῖες καὶ ποικίλα ἄλλα θαύματα.
* * *
Ἡ ἁγία Ματρώνα, ἀγαπητοί μου,
ἔζησε καὶ ἁγίασε τὸν 14ο αἰῶνα. Καὶ εὐτυχῶς ποὺ ἔζησε τότε. Γιατὶ ἂν
ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, μπορεῖ νὰ τὴν πήγαιναν στὸν εἰσαγγελέα μὲ τὴν
κατηγορία ὅτι παρέσυρε κορίτσια. Αὐτὸ δίδει τὴν ἀφορμὴ νὰ θίξουμε ἕνα
σοβαρὸ θέμα.
Οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ νέα γενεὰ δὲν κοιτάζουν πόσες χιλιάδες
νέους, κορίτσια καὶ ἀγόρια, παρασύρουν καὶ ἀποπλανοῦν τόσοι
ἐκμαυλισταὶ καὶ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν καὶ μάγοι κι ἀπατεῶνες, καὶ τὰ
τρώει τὸ σκοτάδι. Ἐνδιαφέρθηκε κανεὶς γι᾽ αὐτὰ τὰ παιδιά; Ὅλοι αὐτοὶ
δροῦν ἀνενόχλητοι. Ἂν ὅμως βρεθῇ κανένας πνευματικὸς πατέρας ἢ
καλόγερος ἢ θεολόγος ἢ ἱεροκήρυκας ἢ κατηχήτρια καὶ βοηθήσῃ κάποιο νέο
νὰ ζήσῃ μὲ σωφροσύνη καὶ νὰ πλησιάσῃ τὸ Θεό, ἀμέσως τότε ὅλος ὁ
μασονικὸς τύπος θὰ γράψῃ ὅτι αὐτοὶ παρέσυραν τὸ παιδί.
«Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12).
Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου Ἀθηνῶν «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς» τὴν Κυριακὴ 19-10-1958 μετὰ τὴν θ. λειτουργία.