Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Ο θάνατος είναι ύπνος

 

Στη μετά Χριστόν κατάσταση της Χάριτος ο θάνατος έπαψε να είναι η φοβερή αρά της παρακοής (Γεν. 3.17-19). Τώρα πια είναι ύπνος αναμονής: «Λέγει αυτοίς· Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται… ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού» (Ιω. 11.11-13). Ήταν ήδη τετραήμερος νεκρός και ήδη ανέδιδε δυσωδία πτωμαΐνης και παρά ταύτα κοιμόταν!

Πολύ ευκολότερα ο Κύριος είχε ονομάσει και αντιμετωπίσει σαν ύπνο έναν άλλο θάνατο, πρόσφατο εκείνη τη φορά, κι ας Τον είχαν λοιδορήσει ως ευήθη εκτός πραγματικότητος. Εξηγούμε ότι μπαίνοντας στο σπίτι του πένθους λίγο πριν αναστήσει τη δωδεκάχρονη κόρη του Ιαείρου, ανακάλεσε στην πραγματικότητα τις μοιρολογίστρες και τους συντετριμμένους παριστάμενους, τους «κλαίοντας και αλαλάζοντας πολλά». Τους ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ή μάλλον έδωσε ο Ίδιος τη σωστή απάντηση στη δική τους σιωπηρή απορία «Θέλει ρώτημα γιατί κοπτόμαστε; Θάνατο έχουμε και μάλιστα παιδούλας που μόλις άρχιζε να της ανθίζει η νεότητα, και μάλιστα μοναχογέννας των γονιών της». Να τι τους ρώτησε και τι τους είπε ο Ζωοδότης: «Τι θορυβείσθε και κλαίετε; το παιδίον ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. και κατεγέλων αυτού» (Μάρκ. 5.22-43· Ματθ. 9.18-26· Λουκ. 8.41-56). Γι’ αυτούς ήταν θάνατος, γι’ Αυτόν ύπνος!

Και κάτι ακόμη: Αν ο θάνατος είναι ένας μακρύς ύπνος πριν την εγερτήρια σάλπιγγα της αναστάσεως, ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος, προεικόνιση και προτύπωση του τελικού θανάτου. Έτσι οι ασκητικοί Πατέρες συμβουλεύουν πριν πέσουμε να πλαγιάσουμε να μελετήσουμε στο μυαλό μας πως μπορεί να μη ξυπνήσουμε, πως μπορεί να μας προλάβει ο θάνατος. Και να παραλληλίσουμε το κρεβάτι με το νεκροκρέβατο, το φέρετρο (πρβλ. Κλίμαξ 7.21). Και να κάνουμε το εποικοδομητικό σχόλιο και ψυχωφέλιμο: Όπως οριζοντιωνόμαστε στην κλίνη για μερικές ώρες, για λίγο, όμοια εξάπαντος θα οριζοντιωθούμε στον τάφο για πολύ, για το διάστημα μέχρι την παγκόσμια, φρικτή μας Κρίση. Η κατάκλιση, το πλάγιασμα, ας μας φέρνει τη «μνήμη θανάτου», ώστε να μη γίνεται πρόξενος οκνηρίας ή άλλης τυχόν βαριάς αμαρτίας.

Οι απόστολοι βασιζόμενοι στην αλήθεια της πραγματικής ουσίας του θανάτου παρηγορούν τους πιστούς: «Ου θέλομεν δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω [πιστεύομεν ότι] και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ [για να συμβασιλεύσουν μαζί Του κατά τη Β’ Παρουσία]» (Α’ Θεσ. 4.13-14).

Ο θάνατος για μας είναι απλώς μια αναμονή. Περιμένουμε τον Κύριο να έρθει να μας πάρει στη δόξα Του, στη Βασιλεία των Ουρανών. Μας το έχει υποσχεθεί: «Πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν· και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε» (Ιω. 14.2-3).

Επισύρουμε την προσοχή στο εξής: Ο Χριστός θα έρθει στη συντέλεια του κόσμου για τη γενική, καθολική Κρίση όλων των ανθρώπων όλων των αιώνων. Αλλά με τον θάνατο του καθενός κλείνει κάθε δυνατότητα για περαιτέρω βελτίωση και πρόοδο, κατά το λεγόμενο «Εν τω άδη ουκ έστι μετάνοια». Έτσι άγονται οι ερμηνευτές να πουν ότι ο Κύριος έρχεται στην ώρα της εκδημίας της ψυχής· ότι ο θάνατος αποτελεί προστάδιο της τελικής Κρίσεως, αποτελεί μικρή προσωπική Κρίση.

Είναι δε λογική ακολουθία τα μέλη της Εκκλησίας να ζουν αιώνια και λαμπρά και όχι στον τάφο και σκοτεινά, αφού η Εκκλησία ζει αιώνια επειδή κεφαλή της είναι ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών» Χριστός (Κολ. 1.18), «η πηγή της ζωής, το απρόσιτο φως» (Αναστάσιμο εσπέριο Ήχος πλ. Β’). Ζει η κεφαλή, ζει το σώμα, ζουν και τα επί μέρους τμήματα και όργανά του. Ζουν τώρα, αλλά πολύ περισσότερο θα ζουν τότε.

Το τελευταίο υπονοείται από τη ρήση-προαγγελία του Θεανθρώπου: «Ότι εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14.19). Είπε «ζήσεσθε» στο μέλλον και όχι απλώς ζείτε τώρα, παροδικά ίσως. Σαφής υπαινιγμός για τη βεβαιότητα της Αναστάσεως. Δεν λέει ότι ο Θεός είναι «ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ; ουκ έστιν ο Θεός Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθ. 22.32).

Ο θάνατος είναι πέσιμο σε ύπνο. Θ’ ακολουθήσει η ανάσταση, που ακριβώς σημαίνει έγερση, και που πραγματώνει δεύτερη γέννηση: Όπως το έμβρυο ταλαιπωρείται κατά την ώρα του τοκετού, μα έτσι μόνο βγαίνει στην ανοιχτή ελεύθερη ζωή, όμοια δια της πίκρας του θανάτου αναγεννιόμαστε στη άνω αιώνια ζωή.

Έτσι πιστεύουμε εμείς οι χριστιανοί και απαντούμε καταφατικά όταν μας ρωτάει και μας μαζί με τη Μαρία του Λαζάρου «Πιστεύεις τούτο;» ότι δηλαδή ο πιστός «καν αποθάνει, ζήσεται» (Ιω. 11.26).

 Ιερομόναχος Ιουστίνος