ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ : Λκ. ε΄ 1-11
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄Κορ. 6,1-10
1. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ
Ὁ Κύριος περιδιαβαίνει τήν ἀκρογυαλιά τῆς Γαλιλαίας καί τά πλήθη τρέχουν μέ πόθο κοντά του. Καί καθώς βλέπει δύο μικρά πλοῖα ἀραγμένα στή λίμνη, μπαίνει σ’ ἕνα ἀπό αὐτά· εἶναι τό πλοῖο τοῦ Σίμωνα. Καί τόν παρακαλεῖ νά τό σύρει λίγο πιό μέσα στή λίμνη γιά νά διδάξει τά πλήθη μέσα ἀπό τό πλοῖο αὐτό. Ὅταν τελείωσε τή διδασκαλία του ὁ Κύριος λέει στόν Σίμωνα: Φέρε πάλι τό πλοῖο στά βαθιά νερά τῆς λίμνης καί ρίξτε τά δίχτυα σας. Ὁ Σίμων ὅμως μέ ἔκπληξη τοῦ ἀποκρίνεται: Διδάσκαλε, ὅλη τή νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τά δίχτυα καί δέν πιάσαμε τίποτε. Ἀφοῦ ὅμως τό διατάζεις ἐσύ, θά ρίξω τό δίχτυ. Καί τό θαῦμα πού ἀκολούθησε ἦταν ἐντυπωσιακό. Τό δίχτυ τους γέμισε τόσα πολλά ψάρια ὥστε ἄρχισε νά σχίζεται. Οἱ ψαράδες τότε φώναξαν ἀμέσως τούς συνεταίρους τους πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο, νά βοηθήσουν νά σύρουν τά δίχτυα ἐπάνω. Μά τά ψάρια ἦταν τόσο πολλά ὥστε τά δύο πλοῖα κινδύνευαν νά βυθισθοῦν.
Τί νόημα ὅμως εἶχε αὐτό τό τόσο ἐντυπωσιακό θαῦμα; Καί γιατί ὁ Κύριος πρίν τό ἐπιτελέσει ζήτησε ἀπό τούς ψαράδες νά ρίξουν τά δίχτυα τους σέ ἀκατάλληλη ὥρα, καί μάλιστα χωρίς νά τούς ὑποσχεθεῖ ὅτι θά πιάσουν ψάρια; Διότι ὁ Κύριος μέσα ἀπό τό θαῦμα αὐτό ἤθελε νά διδάξει πολύ μεγάλες ἀλήθειες στούς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, τούς ὁποίους σέ λίγο θά καλοῦσε νά γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων καί νά σαγηνεύουν στά πνευματικά τους δίχτυα ὅλη τήν οἰκουμένη. Αὐτό τό θαῦμα ἦταν τύπος τῆς πνευματικῆς ἁλιείας τους. Καί ἔπρεπε νά χαραχθεῖ βαθιά στήν ψυχἠ τους. Ἔπρεπε νά τό θυμοῦνται πολύ καλά οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ὅταν ἀργότερα στό τιτάνιο ἔργο τους θά συναντοῦσαν δυσκολίες καί ἀπογοητεύσεις. Νά θυμοῦνται καί νά συναισθάνονται ὅτι στήν πνευματική τους διακονία χωρίς τόν Κύριο δέν θά μποροῦσαν τίποτε νά ἐπιτύχουν, ἐνῶ μέ τή δική του δύναμη θά μποροῦσαν νά κάνουν τά πάντα. Ἄδεια τά δίχτυα χωρίς τήν εὐλογία του. Γεμάτα ὅταν τά εὐλογεῖ ὁ Χριστός.
Ἔπρεπε ἀκόμη νά καταλάβουν οἱ μαθητές μέσα ἀπό τό θαῦμα αὐτό ὅτι γιά νά ἔχουν καρποφορία στό ἔργο τους θά ἔπρεπε νά ἔχουν τυφλή ὑπακοή στά προστάγματα τοῦ Κυρίου. Ἀκόμη καί σ’αὐτά πού δέν κατανοοῦσε ἡ πεπερασμένη τους λογική. Καί νά μήν ὑπολογίζουν κόπο καί θυσίες. Αὐτοί νά δίνουν τό χρόνο τους, τόν κόπο τους καί τή ζωή τους στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου, γιά νά τά μεταχειρισθεῖ ὅπως αὐτός ἤθελε· ἔχοντας τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος θά ἐπιβραβεύει τή θυσία τους, τήν πρόθυμη ὑπακοή τους, τήν ἀδιάσειστη πίστη τους στή δύναμή του.
2. ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΗΤΟΣ
Ὅταν εἶδε ὁ Πέτρος τό πρωτοφανές αὐτό καί ἀνέλπιστο πλῆθος τῶν ψαριῶν, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Χριστοῦ καί εἶπε: Βγές ἀπό τό πλοῖο μου καί φύγε ἀπό μένα, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, καί δέν εἶμαι ἄξιος νά σ’ ἔχω στό πλοῖο μου. Ὁ Κύριος ὅμως τόν καθησύχασε καί τοῦ εἶπε: Μή φοβᾶσαι. Ἀπό τώρα θά σαγηνεύεις ἀνθρώπους, τούς ὁποίους μέ τό κήρυγμά σου θά ὁδηγεῖς στή σωτηρία. Κατόπιν ἀφοῦ ὅλοι μαζί οἱ ψαράδες ἐπανέφεραν τά πλοῖα στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα, καί τόν ἀκολούθησαν.
Ἡ στάση ὅμως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μᾶς δημιουργεῖ κάποιον προβληματισμό. Γιατί ἀντί νά πανηγυρίσει γιά τό μεγαλειῶδες θαῦμα, παρακάλεσε τόν Κύριο νά φύγει ἀπό τό πλοῖο του; Αὐτός πού ἀπό τά παιδικά του χρόνια περίμενε τόν Μεσσία, τώρα τοῦ ζητᾶ νά φύγει ἀπό τή ζωή του; Ἀσφαλῶς τό αἴτημα τοῦ Πέτρου δέν ἐκφράζει μιά διάθεση ἀρνήσεως καί ἀποδιώξεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα. Ὁ ἄδολος αὐτός ψαράς τῆς Γαλιλαίας ἔνιωσε τήν ὥρα ἐκείνη ἕνα φοβερό συγκλονισμό στήν ψυχή του. Κατάλαβε μέσα στήν εὐλογία τοῦ θαύματος ὅτι δέν ἔχει μπροστά του ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο, ἀλλά ἕναν μοναδικό διδάσκαλο πού ἔχει θεία δύναμη. Καί αἰσθανόμενος τό μεγαλεῖο του δέν ἀντέχει νά ἀτενίσει τό θεϊκό του πρόσωπο καί πέφτει συντετριμμένος καί τόν προσκυνᾶ. Διότι αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς παρουσίας του. Αἰσθάνεται τοῦ Χριστοῦ τήν ἁγιότητα καί τή δική του ἁμαρτωλότητα.
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει σέ κάθε πνευματικό ἄνθρωπο κάθε φορά πού αἰσθάνεται ἰδιαιτέρως ἔκδηλη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Εἶναι ἕνα βίωμα πού τό νιώθουμε οἱ πιστοί καθώς βρισκόμαστε σέ μία ἱερή ὥρα τῆς λατρείας ἤ σέ στιγμές πού αἰσθανόμαστε τόν Θεό ὁλοζώντανο στή ζωή μας, καί ἀφυπνίζεται ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μᾶς συνέχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Τρέμουμε, φοβόμαστε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα καί τήν ποθοῦμε καί τή λαχταροῦμε. Πῶς νά πλησιάσουμε τόν πάναγνο Κύριο οἱ ρυπαροί καί ἀνάξιοι; Αἰσθανόμαστε πόσο ἁμαρτωλοί εἴμαστε καί ὅτι δέν ἀξίζουμε τῶν εὐλογιῶν τοῦ Κυρίου. Αὐτό ὅμως πού δέν καταλαβαίνουμε ἴσως εἶναι ὅτι ὅσο περισσότερο ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, τόσο περισσότερο ἑλκύουμε τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό ἄς στεκόμαστε μέ δέος καί φόβο ἐνώπιόν του καί ἄς τόν παρακαλοῦμε ταπεινά καί ὁλοκάρδια νά μή φύγει ποτέ ἀπό κοντά μας λόγῳ τῆς μεγάλης ἁμαρτωλότητός μας, ἀλλά νά μένει πάντοτε στή ζωή μας.