Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Κυριακή Α΄ Λουκά - Η θαυμαστή αλιεία

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ : Λκ. ε΄ 1-11

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Β΄Κορ. 6,1-10

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΛΙΕΙΑ

1. Ο ΣΚΟ­ΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΥ­ΜΑ­ΤΟΣ

Ὁ Κύ­ρι­ος πε­ρι­δι­α­βαί­νει τήν ἀ­κρο­γυ­α­λι­ά τῆς Γα­λι­λαί­ας καί τά πλή­θη τρέ­χουν μέ πό­θο κον­τά του. Καί κα­θώς βλέ­πει δύ­ο μι­κρά πλοῖ­α ἀ­ραγ­μέ­να στή λί­μνη, μπαί­νει σ’ ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά· εἶ­ναι τό πλοῖ­ο τοῦ Σί­μω­να. Καί τόν πα­ρα­κα­λεῖ νά τό σύ­ρει λί­γο πι­ό μέ­σα στή λί­μνη γι­ά νά δι­δά­ξει τά πλή­θη μέ­σα ἀ­πό τό πλοῖ­ο αὐ­τό. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε τή δι­δα­σκα­λί­α του ὁ Κύ­ρι­ος λέ­ει στόν Σί­μω­να: Φέ­ρε πά­λι τό πλοῖ­ο στά βα­θι­ά νε­ρά τῆς λί­μνης καί ρίξ­τε τά δίχ­τυ­α σας. Ὁ Σί­μων ὅ­μως μέ ἔκ­πλη­ξη τοῦ ἀ­πο­κρί­νε­ται: Δι­δά­σκα­λε, ὅ­λη τή νύχ­τα κο­πι­ά­σα­με ρί­χνον­τας τά δίχ­τυ­α καί δέν πι­ά­σα­με τί­πο­τε. Ἀ­φοῦ ὅ­μως τό δι­α­τά­ζεις ἐ­σύ, θά ρί­ξω τό δίχ­τυ. Καί τό θαῦ­μα πού ἀ­κο­λού­θη­σε ἦ­ταν ἐν­τυ­πω­σι­α­κό. Τό δίχ­τυ τους γέ­μι­σε τό­σα πολ­λά ψά­ρι­α ὥ­στε ἄρ­χι­σε νά σχί­ζε­ται. Οἱ ψα­ρά­δες τό­τε φώ­να­ξαν ἀ­μέ­σως τούς συ­νε­ταί­ρους τους πού ἦ­ταν στό ἄλ­λο πλοῖ­ο, νά βο­η­θή­σουν νά σύ­ρουν τά δίχ­τυ­α ἐ­πά­νω. Μά τά ψά­ρι­α ἦ­ταν τό­σο πολ­λά ὥ­στε τά δύ­ο πλοῖ­α κιν­δύ­νευ­αν νά βυ­θι­σθοῦν.

Τί νό­η­μα ὅ­μως εἶ­χε αὐ­τό τό τό­σο ἐν­τυ­πω­σι­α­κό θαῦ­μα; Καί γι­α­τί ὁ Κύ­ρι­ος πρίν τό ἐ­πι­τε­λέ­σει ζή­τη­σε ἀ­πό τούς ψα­ρά­δες νά ρί­ξουν τά δίχ­τυ­α τους σέ ἀ­κα­τάλ­λη­λη ὥ­ρα, καί μά­λι­στα χω­ρίς νά τούς ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θά πι­ά­σουν ψά­ρι­α; Δι­ό­τι ὁ Κύ­ρι­ος μέ­σα ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό ἤ­θε­λε νά δι­δά­ξει πο­λύ με­γά­λες ἀ­λή­θει­ες στούς ψα­ρά­δες τῆς Γα­λι­λαί­ας, τούς ὁ­ποί­ους σέ λί­γο θά κα­λοῦ­σε νά γί­νουν ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων καί νά σα­γη­νεύ­ουν στά πνευ­μα­τι­κά τους δίχ­τυ­α ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη. Αὐ­τό τό θαῦ­μα ἦ­ταν τύ­πος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἁ­λι­εί­ας τους. Καί ἔ­πρε­πε νά χα­ρα­χθεῖ βα­θι­ά στήν ψυ­χἠ τους. Ἔ­πρε­πε νά τό θυ­μοῦν­ται πο­λύ κα­λά οἱ ἀ­πό­στο­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα στό τι­τά­νι­ο ἔρ­γο τους θά συ­ναν­τοῦ­σαν δυ­σκο­λί­ες καί ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις. Νά θυ­μοῦν­ται καί νά συ­ναι­σθά­νον­ται ὅ­τι στήν πνευ­μα­τι­κή τους δι­α­κο­νί­α χω­ρίς τόν Κύ­ρι­ο δέν θά μπο­ροῦ­σαν τί­πο­τε νά ἐ­πι­τύ­χουν, ἐ­νῶ μέ τή δι­κή του δύ­να­μη θά μπο­ροῦ­σαν νά κά­νουν τά πάν­τα. Ἄ­δει­α τά δίχ­τυ­α χω­ρίς τήν εὐ­λο­γί­α του. Γε­μά­τα ὅ­ταν τά εὐ­λο­γεῖ ὁ Χρι­στός.

Ἔ­πρε­πε ἀ­κό­μη νά κα­τα­λά­βουν οἱ μα­θη­τές μέ­σα ἀ­πό τό θαῦ­μα αὐ­τό ὅ­τι γι­ά νά ἔ­χουν καρ­πο­φο­ρί­α στό ἔρ­γο τους θά ἔ­πρε­πε νά ἔ­χουν τυ­φλή ὑ­πα­κο­ή στά προ­στάγ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­κό­μη καί σ’­αὐ­τά πού δέν κα­τα­νο­οῦ­σε ἡ πε­πε­ρα­σμέ­νη τους λο­γι­κή. Καί νά μήν ὑ­πο­λο­γί­ζουν κό­πο καί θυ­σί­ες. Αὐ­τοί νά δί­νουν τό χρό­νο τους, τόν κό­πο τους καί τή ζω­ή τους στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, γι­ά νά τά με­τα­χει­ρι­σθεῖ ὅ­πως αὐ­τός ἤ­θε­λε· ἔ­χον­τας τή βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος θά ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τή θυ­σί­α τους, τήν πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ή τους, τήν ἀ­δι­ά­σει­στη πί­στη τους στή δύ­να­μή του.

2. ΣΥ­ΝΑΙ­ΣΘΗ­ΣΗ Α­ΜΑΡ­ΤΩ­ΛΟ­ΤΗ­ΤΟΣ

Ὅ­ταν εἶ­δε ὁ Πέ­τρος τό πρω­το­φα­νές αὐ­τό καί ἀ­νέλ­πι­στο πλῆ­θος τῶν ψα­ρι­ῶν, ἔ­πε­σε στά γό­να­τα τοῦ Χρι­στοῦ καί εἶ­πε: Βγές ἀ­πό τό πλοῖ­ο μου καί φύ­γε ἀ­πό μέ­να, Κύ­ρι­ε, δι­ό­τι εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός, καί δέν εἶ­μαι ἄ­ξι­ος νά σ’ ἔ­χω στό πλοῖ­ο μου. Ὁ Κύ­ρι­ος ὅ­μως τόν κα­θη­σύ­χα­σε καί τοῦ εἶ­πε: Μή φο­βᾶ­σαι. Ἀ­πό τώ­ρα θά σα­γη­νεύ­εις ἀν­θρώ­πους, τούς ὁ­ποί­ους μέ τό κή­ρυγ­μά σου θά ὁ­δη­γεῖς στή σω­τη­ρί­α. Κα­τό­πιν ἀ­φοῦ ὅ­λοι μα­ζί οἱ ψα­ρά­δες ἐ­πα­νέ­φε­ραν τά πλοῖ­α στή στε­ρι­ά, ἄ­φη­σαν τά πάν­τα, καί τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Ἡ στά­ση ὅ­μως τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου μᾶς δη­μι­ουρ­γεῖ κά­ποι­ον προ­βλη­μα­τι­σμό. Γι­α­τί ἀν­τί νά πα­νη­γυ­ρί­σει γι­ά τό με­γα­λει­ῶ­δες θαῦ­μα, πα­ρα­κά­λε­σε τόν Κύ­ρι­ο νά φύ­γει ἀ­πό τό πλοῖ­ο του; Αὐ­τός πού ἀ­πό τά παι­δι­κά του χρό­νι­α πε­ρί­με­νε τόν Μεσ­σί­α, τώ­ρα τοῦ ζη­τᾶ νά φύ­γει ἀ­πό τή ζω­ή του; Ἀ­σφα­λῶς τό αἴ­τη­μα τοῦ Πέ­τρου δέν ἐκ­φρά­ζει μι­ά δι­ά­θε­ση ἀρ­νή­σε­ως καί ἀ­πο­δι­ώ­ξε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀν­τί­θε­τα. Ὁ ἄ­δο­λος αὐ­τός ψα­ράς τῆς Γα­λι­λαί­ας ἔ­νι­ω­σε τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη ἕ­να φο­βε­ρό συγ­κλο­νι­σμό στήν ψυ­χή του. Κα­τά­λα­βε μέ­σα στήν εὐ­λο­γί­α τοῦ θαύ­μα­τος ὅ­τι δέν ἔ­χει μπρο­στά του ἕ­ναν ἁ­πλό ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά ἕ­ναν μο­να­δι­κό δι­δά­σκα­λο πού ἔ­χει θεί­α δύ­να­μη. Καί αἰ­σθα­νό­με­νος τό με­γα­λεῖ­ο του δέν ἀν­τέ­χει νά ἀ­τε­νί­σει τό θε­ϊ­κό του πρό­σω­πο καί πέφ­τει συν­τε­τριμ­μέ­νος καί τόν προ­σκυ­νᾶ. Δι­ό­τι αἰ­σθά­νε­ται τόν ἑ­αυ­τό του ἀ­νά­ξι­ο τῆς πα­ρου­σί­ας του. Αἰ­σθά­νε­ται τοῦ Χρι­στοῦ τήν ἁ­γι­ό­τη­τα καί τή δι­κή του ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τα.  

Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει σέ κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο κά­θε φο­ρά πού αἰσθάνεται ἰδιαιτέρως ἔκδηλη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. Εἶ­ναι ἕ­να βί­ω­μα πού τό νι­ώ­θου­με οἱ πι­στοί κα­θώς βρι­σκό­μα­στε σέ μί­α ἱ­ε­ρή ὥ­ρα τῆς λα­τρεί­ας ἤ σέ στιγ­μές πού αἰ­σθα­νό­μα­στε τόν Θε­ό ὁ­λο­ζών­τα­νο στή ζω­ή μας, καί ἀ­φυ­πνί­ζε­ται ἡ συ­ναί­σθη­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας, μᾶς συ­νέ­χει ὁ φό­βος τοῦ Θε­οῦ. Τρέ­μου­με, φο­βό­μα­στε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να καί τήν πο­θοῦ­με καί τή λαχ­τα­ροῦ­με. Πῶς νά πλη­σι­ά­σου­με τόν πά­να­γνο Κύ­ρι­ο οἱ ρυ­πα­ροί καί ἀ­νά­ξι­οι; Αἰ­σθα­νό­μα­στε πό­σο ἁ­μαρ­τω­λοί εἴ­μα­στε καί ὅ­τι δέν ἀ­ξί­ζου­με τῶν εὐ­λο­γι­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Αὐ­τό ὅ­μως πού δέν κα­τα­λα­βαί­νου­με ἴ­σως εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἑλ­κύ­ου­με τό ἔ­λε­ος καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό ἄς στε­κό­μα­στε μέ δέ­ος καί φό­βο ἐ­νώ­πι­όν του καί ἄς τόν πα­ρα­κα­λοῦ­με τα­πει­νά καί ὁ­λο­κάρ­δι­α νά μή φύ­γει πο­τέ ἀ­πό κον­τά μας λό­γῳ τῆς με­γά­λης ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τός μας, ἀλ­λά νά μέ­νει πάν­το­τε στή ζω­ή μας.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”