Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

«Κά­πο­τε ἦρ­θαν καί μέ προσ­κύ­νη­σαν τά δαι­μό­νια, ἐ­νῶ ἔ­ψελ­να τό Χε­ρου­βι­κό καί εἶ­χα φθά­σει στό “­καί τῇ ζω­ο­ποι­ῷ Τρι­ά­δι”...

νε΄. Οἱ ἅ­γιοι Τα­ξιά­ρχες ἐ­πι­σκέ­φθη­καν ἀ­σθε­νῆ
Στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Με­γί­στης Λαύ­ρας ζοῦ­σε πα­λαι­ό­τε­ρα ἕ­να γε­ρον­τά­κι, ὀ­νό­μα­τι Μᾶρ­κος.  Στόν κό­σμο ἦ­ταν χω­ρο­φύ­λα­κας. Ἔ­γι­νε μο­να­χός καί τοῦ ἔ­δω­σαν τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ βορ­δο­νά­ρη (φρόν­τι­ζε τά ζῶ­α). Στήν ἀρχή κά­πνι­ζε κα­νέ­να τσι­γά­ρο καί ἔ­πι­νε κα­νέ­να κρα­σά­κι ἀλ­λά ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­δει­ξε με­τά­νοι­α καί ἔ­γι­νε με­γα­λό­σχη­μος. Ὕστε­ρα ἀρ­ρώ­στη­σε καί ἔ­πε­σε στό κρεβ­βά­τι.
Κά­ποι­ο πρω­ϊ­νό τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν δύ­ο Τα­ξί­αρ­χοι στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς. Μό­λις τούς εἶ­δε, γνώ­ρι­σε τό ἀ­ξί­ω­μά τους καί ἔ­κα­νε νά ση­κω­θῆ.
–Γέ­ρον­τα, τοῦ λέ­νε, κά­θη­σε ὅ­πως εἶ­σαι. Ἤρ­θα­με   νά σέ δοῦ­με καί νά σοῦ δώ­σου­με χα­ρά. Τί κά­νεις;
–Δό­ξα τῷ Θε­ῶ, εἶ­πε.
–Εἶ­σαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος;
–Δο­ξά­ζω τόν Θε­ό.
–Ἔ­τσι νά δο­ξά­ζης καί νά εὐ­χα­ρι­στῆς τόν Θε­ό, νά λές τήν εὐ­χή καί νά κοι­νω­νᾶς, ὅ­πως βέ­βαι­α γνω­ρί­ζο­υμε ὅ­τι κά­νεις. Ἤρ­θα­με μό­νο νά σέ χαι­ρε­τή­σου­με καί σέ τρεῖς μέ­ρες θά ξα­νάρ­θου­με.
–Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ, ὁ Θε­ός μα­ζί σας.
Τήν ὥ­ρα πού ἔ­φευ­γαν ἔμ­παι­νε ὁ δι­α­κο­νη­τής. Εἶ­δε ὁ π. Μᾶρ­κος ὅ­τι συ­ναν­τή­θη­καν καί ρώ­τη­σε τόν δι­α­κο­νη­τή νά τοῦ πῆ, ποι­οί ἦ­ταν αὐ­τοί οἱ Τα­ξί­αρ­χοι καί ἀ­πό ποῦ ἦρ­θαν.
Ὁ δι­α­κο­νη­τής μέ ἀ­πο­ρί­α ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι δέν εἶ­χε δεῖ κα­νέ­ναν. Σέ τρεῖς μέ­ρες ἐ­κοι­μή­θη ὁ π. Μᾶρ­κος καί κα­τά­λα­βαν ὅ­τι οἱ δύ­ο Τα­ξί­αρ­χοι ἦ­ταν οἱ Ἀρ­χι­στρά­τη­γοι Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ.
Καί ὅ­λα αὐ­τά συ­νέ­βη­σαν στόν π. Μᾶρ­κο, δι­ό­τι εἶ­χε τα­πεί­νω­ση. Θε­ω­ροῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του τι­πο­τέ­νιο καί κα­κο­μοί­ρη, ἦ­ταν στήν ἀ­φά­νεια, δι­ό­τι ἦ­ταν βορ­δο­νά­ρης στό δι­α­κό­νη­μα καί δο­ξο­λο­γοῦ­σε τόν Θε­ό γιά τίς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του καί τά ἀ­γα­θά Του.

νς΄. Φο­βε­ρός πό­λε­μος μέ δαι­μό­νια ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας
Δι­η­γή­θη­κε Γέρων: «Κά­πο­τε ἦρ­θαν καί μέ προσ­κύ­νη­σαν τά δαι­μό­νια, ἐ­νῶ ἔ­ψελ­να τό Χε­ρου­βι­κό καί εἶ­χα φθά­σει στό “­καί τῇ ζω­ο­ποι­ῷ Τρι­ά­δι”. Ἔρ­χον­ται λοι­πόν πέν­τε δαί­μο­νες, ἕ­νας  με­γά­λος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός μέ πη­λί­κιο καί κά­τι σή­μα­τα δαι­μο­νι­κά, γα­λό­νια καί κέ­ρα­τα πού ἔ­βγαι­ναν δί­πλα ἀπ᾿ τό πη­λί­κιο, καί τέσ­σε­ρις μι­κροί μαλ­λια­ροί, καί πέ­φτουν στά γό­να­τα μπρο­στά μου. Ὁ με­σαῖ­ος, ὁ ἀξι­ω­μα­τι­κός, εἶ­χε τό ἕ­να πό­δι γο­να­τι­στό καί τό ἄλ­λο μι­σο­λυ­γι­σμέ­νο ὅ­πως οἱ κα­θο­λι­κοί καί μοῦ λέ­ει: “Εἶ­σαι σπου­δαῖ­ος ψάλ­της! Εἶ­σαι θαυ­μά­σιος! Εἶ­σαι ἄφθα­στος!”. Εἶ­χε τό κε­φά­λι ψη­λά, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι τέσ­σε­ρις εἶ­χαν τό κε­φά­λι κά­τω. Ἐ­γώ μο­νο­λό­γη­σα: “Τά δαι­μό­νια θά μοῦ πά­ρουν τό μυα­λό. Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με. Κύ­ριον τόν Θε­όν μας προ­σκυ­νή­σω­μεν καί Αὐ­τῷ μό­νῳ λα­τρε­ύ­σω­μεν”. Ἀ­μέ­σως ἔ­γι­ναν ἄ­φαν­τοι. Αὐ­τά ἐν ρι­πῇ ὀ­φθαλ­μοῦ. Ἐ­γώ ἀ­γρί­ε­ψα μέ­σα μου. Σκέ­φθη­κα: “Αὐ­τός πού δέν δέ­χε­ται νά προσ­κυ­νή­ση τόν Θε­ό καί νά πῆ ἐ­λέ­η­σόν με ὁ Θε­ός, ἦρ­θε νά προ­σκυ­νή­ση ἐ­μέ­να νά μέ κά­νη συμ­μέ­το­χο στήν ὑπε­ρη­φά­νειά του; Ἀ­γρί­ε­ψα καί ἄρ­χι­σα νά λέ­ω τό “Τρι­ά­δι” τοῦ Πα­πα­νι­κο­λά­ου. Μό­λις τε­λεί­ω­σα, μοῦ λέ­νε οἱ πα­τέ­ρες: “Τί Τρι­ά­δι ἦ­ταν αὐ­τό! Πα­νη­γύ­ρι  μᾶς ἔ­φε­ρες”. “Ἔ, λέ­ω, καμ­μία φο­ρά μᾶς πιά­νουν καί τά με­ρά­κια”.
»Με­τά τήν τρά­πε­ζα συ­ναν­τῶ στήν αὐ­λή ἕ­να μο­να­χό ἁ­γι­ο­ρεί­τη, ὄ­χι τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, πού ἦ­ταν πα­ρών στήν Λει­τουρ­γί­α. Τόν χαι­ρέ­τη­σα καί μοῦ λέ­ει:
–Βρέ, τί ἦ­ταν αὐ­τό σή­με­ρα! Τί ὡ­ραί­α ψαλ­μω­δί­α! Μᾶς ἀ­νέ­βα­σες στόν οὐ­ρα­νό. Νι­ώ­σα­με κα­τά­νυ­ξη.
–Ὄ­χι ἐ­γώ, ὁ πα­τήρ τά­δε, τοῦ εἶ­πα.
–Ποι­ός πα­τήρ τά­δε. Ἐ­σύ, ἡ δι­κή σου φω­νή, καί μοῦ εἶ­πε καί δι­ά­φο­ρα ἐ­παι­νε­τι­κά λό­για.
»Τόν  βά­ζω με­τά­νοι­α καί πά­ω νά φύ­γω. Ἔρ­χε-
ται ὁ σα­τα­νᾶς δί­πλα μου· τόν ἔ­βλε­πα καί μοῦ λέ­ει: “Ὅ­ταν σοῦ λέ­ω ἐ­γώ, νά ἀ­κοῦς. Εἶ­σαι ἄ­φθα­στος∙ ἐ­σύ ἔ­πρε­πε νά πᾶς νά πά­ρης δί­πλω­μα ἔ­ξω καί νά εἶ­σαι δά­σκα­λος”.
»”Πί­σω μου δαί­μο­να”, λέ­ω. “Τί ἤ­θε­λα νά ᾿ρθῶ ἀ- πό δῶ νά συ­ναν­τή­σω τόν μο­να­χό νά ἀ­κού­σω ὅ­λα αὐ­τά”.     
»Βγῆ­κα ἔ­ξω καί κί­νη­σα γιά τόν κῆ­πο. Ὁ δι­ά­βο­λος ἀ­πό κον­τά μου. Ἐ­νῶ ἔ­βλε­πα, βά­δι­ζα, δέν ξέ­ρω πῶς, πῆ­ρε τό πνεῦ­μα μου ὁ σα­τα­νᾶς καί μέ ἀ­νέ­βα­σε ψη­λά, πο­λύ ψη­λά καί ἔ­βλε­πα τόν κό­σμο σάν μυρ­μήγ­κια κά­τω.
–Ἐ­σύ δέν εἶ­σαι τυ­χαῖ­ος, μοῦ ἔ­λε­γε ὁ σα­τα­νᾶς, ἐ­σύ δέν ξέ­ρεις τί κου­βα­λᾶς.
–Τί κου­βα­λά­ω, βρέ σα­τα­νᾶ, ὅ­,τι κου­βα­λᾶς καί σύ κου­βα­λῶ καί ἐ­γώ. Φύ­γε ἀ­πό κον­τά μου. “Θε­έ μου, βο­ή­θη­σέ με­”. Τί εἶ­ναι αὐ­τό σή­με­ρα! Θά μοῦ πά­ρει τά μυα­λά ὁ σα­τα­νᾶς. “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”.
»Ἄρ­χι­σα νά φου­σκώ­νω ἀ­πό ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἀλ­λά εἶ­χα καί λί­γο ἐ­πί­γνω­ση καί εἶ­πα: “Θε­έ μου, δέν θέ­λω τέ­τοι­ες ἐ­πάρ­σεις”.
»Μπαί­νω στόν κῆ­πο, αὐ­τός ἀ­πό κον­τά. Αὐ­τός τά δι­κά του, ἐ­γώ τά δι­κά μου. Δέν ὑ­πάρ­χει χει­ρό­τε­ρο δαι­μό­νιο ἀ­πό τό δαι­μό­νιο τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας. Προ­χώ­ρη­σα πιό μέ­σα στόν κῆ­πο, μή­πως καί φύ­γη. Τί­πο­τα. “Πά­ει”, εἶ­πα, “­θά δαι­μο­νι­σθῶ”. Τό­τε ἔ­πε­σα στά γό­να­τα μέ τό ρά­σο πού φο­ροῦ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, καί ἔ­κλαι­γα. Δέν ἔ­δι­να ση­μα­σί­α τί μοῦ ἔ­λε­γε ὁ σα­τα­νᾶς, ἐ­γώ τά δι­κά μου. “Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”, δύ­ο–δυ­ό­μι­σι ὧ­ρες εἶ­χα μέ­σα στόν ἥ­λιο. “Δέν θέ­λω”, ἔ­λε­γα, “τέ­τοι­ες ἐ­πάρ­σεις, τέ­τοι­ους λο­γι­σμούς. Ἐ­γώ θέ­λω, Χρι­στέ μου, νά σέ προ­σκυ­νῶ πά­νω στόν Σταυ­ρό. Ἐ­γώ εἶ­μαι ἕ­νας ἁ­μαρ­τω­λός καί τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω”. Αὐ­τός ἔ­λε­γε τά δι­κά του. Μο­ύ­σκε­ψε τό χῶ­μα ἀ­πό τά δά­κρυ­α, σάν νά εἶ­χε τρέ­ξει βρύ­ση. Κά­ποι­α στιγ­μή ἔ­φυ­γε ἐ­κεῖ­νο τό νέ­φος καί ὁ σα­τα­νᾶς μα­ζί. Κα­τά­λα­βα ὅ­τι προ­σγει­ώ­θη­κα. Ἔ­νι­ω­σα τήν ἀνάγ­κη νά προ­σκυ­νή­σω τά πό­δια τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου. Ση­κώ­θη­κα, εὐ­χα­ρί­στη­σα τόν Κύ­ριό μας καί τήν Πα­να­γί­α, ἔ­βα­λα λί­γες με­τά­νοι­ες καί ἔ­φυ­γα κλα­ί­γο­ντας.
»Ἔ­πει­τα σκέ­φθη­κα ὅ­τι, γιά νά ἔρ­θουν νά μέ πει­ρά­ξουν τά δαι­μό­νια τό­σες φο­ρές, κά­τι βρῆ­καν μέ­σα μου. Φαί­νε­ται ὅ­τι “λάγ­κευ­α”[1] πρός τόν ἐ­γω­ϊ­σμό. Γι᾿  αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται προ­σο­χή καί τα­πε­ί­νω­ση».
  1. 1. Ἔ­κλι­να, στό­χευ­α, προ­σα­να­το­λι­ζό­μουν.