νε΄. Οἱ ἅγιοι Ταξιάρχες ἐπισκέφθηκαν ἀσθενῆ
Στήν
Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ζοῦσε παλαιότερα ἕνα
γεροντάκι, ὀνόματι Μᾶρκος. Στόν κόσμο ἦταν χωροφύλακας.
Ἔγινε μοναχός καί τοῦ ἔδωσαν τό διακόνημα τοῦ βορδονάρη
(φρόντιζε τά ζῶα). Στήν ἀρχή κάπνιζε κανένα τσιγάρο καί ἔπινε
κανένα κρασάκι ἀλλά ἀργότερα ἔδειξε μετάνοια καί ἔγινε
μεγαλόσχημος. Ὕστερα ἀρρώστησε καί ἔπεσε στό κρεββάτι.
Κάποιο
πρωϊνό τοῦ Φεβρουαρίου τόν ἐπισκέφθηκαν δύο Ταξίαρχοι στό
νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Μόλις τούς εἶδε, γνώρισε τό ἀξίωμά
τους καί ἔκανε νά σηκωθῆ.
–Γέροντα, τοῦ λένε, κάθησε ὅπως εἶσαι. Ἤρθαμε νά σέ δοῦμε καί νά σοῦ δώσουμε χαρά. Τί κάνεις;
–Δόξα τῷ Θεῶ, εἶπε.
–Εἶσαι εὐχαριστημένος;
–Δοξάζω τόν Θεό.
–Ἔτσι
νά δοξάζης καί νά εὐχαριστῆς τόν Θεό, νά λές τήν εὐχή καί νά
κοινωνᾶς, ὅπως βέβαια γνωρίζουμε ὅτι κάνεις. Ἤρθαμε μόνο νά
σέ χαιρετήσουμε καί σέ τρεῖς μέρες θά ξανάρθουμε.
–Σᾶς εὐχαριστῶ, ὁ Θεός μαζί σας.
Τήν
ὥρα πού ἔφευγαν ἔμπαινε ὁ διακονητής. Εἶδε ὁ π. Μᾶρκος ὅτι
συναντήθηκαν καί ρώτησε τόν διακονητή νά τοῦ πῆ, ποιοί ἦταν
αὐτοί οἱ Ταξίαρχοι καί ἀπό ποῦ ἦρθαν.
Ὁ
διακονητής μέ ἀπορία ἀπάντησε ὅτι δέν εἶχε δεῖ κανέναν.
Σέ τρεῖς μέρες ἐκοιμήθη ὁ π. Μᾶρκος καί κατάλαβαν ὅτι οἱ δύο
Ταξίαρχοι ἦταν οἱ Ἀρχιστράτηγοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Καί
ὅλα αὐτά συνέβησαν στόν π. Μᾶρκο, διότι εἶχε ταπείνωση.
Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τιποτένιο καί κακομοίρη, ἦταν στήν
ἀφάνεια, διότι ἦταν βορδονάρης στό διακόνημα καί
δοξολογοῦσε τόν Θεό γιά τίς εὐεργεσίες Του καί τά ἀγαθά Του.
νς΄. Φοβερός πόλεμος μέ δαιμόνια ὑπερηφανείας
Διηγήθηκε
Γέρων: «Κάποτε ἦρθαν καί μέ προσκύνησαν τά δαιμόνια, ἐνῶ
ἔψελνα τό Χερουβικό καί εἶχα φθάσει στό “καί τῇ ζωοποιῷ
Τριάδι”. Ἔρχονται λοιπόν πέντε δαίμονες, ἕνας μεγάλος
ἀξιωματικός μέ πηλίκιο καί κάτι σήματα δαιμονικά, γαλόνια
καί κέρατα πού ἔβγαιναν δίπλα ἀπ᾿ τό πηλίκιο, καί τέσσερις
μικροί μαλλιαροί, καί πέφτουν στά γόνατα μπροστά μου. Ὁ
μεσαῖος, ὁ ἀξιωματικός, εἶχε τό ἕνα πόδι γονατιστό καί τό
ἄλλο μισολυγισμένο ὅπως οἱ καθολικοί καί μοῦ λέει: “Εἶσαι
σπουδαῖος ψάλτης! Εἶσαι θαυμάσιος! Εἶσαι ἄφθαστος!”. Εἶχε τό
κεφάλι ψηλά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τέσσερις εἶχαν τό κεφάλι κάτω. Ἐγώ
μονολόγησα: “Τά δαιμόνια θά μοῦ πάρουν τό μυαλό. Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριον τόν Θεόν μας προσκυνήσωμεν
καί Αὐτῷ μόνῳ λατρεύσωμεν”. Ἀμέσως ἔγιναν ἄφαντοι. Αὐτά ἐν
ριπῇ ὀφθαλμοῦ. Ἐγώ ἀγρίεψα μέσα μου. Σκέφθηκα: “Αὐτός πού δέν
δέχεται νά προσκυνήση τόν Θεό καί νά πῆ ἐλέησόν με ὁ Θεός,
ἦρθε νά προσκυνήση ἐμένα νά μέ κάνη συμμέτοχο στήν
ὑπερηφάνειά του; Ἀγρίεψα καί ἄρχισα νά λέω τό “Τριάδι” τοῦ
Παπανικολάου. Μόλις τελείωσα, μοῦ λένε οἱ πατέρες: “Τί
Τριάδι ἦταν αὐτό! Πανηγύρι μᾶς ἔφερες”. “Ἔ, λέω, καμμία
φορά μᾶς πιάνουν καί τά μεράκια”.
»Μετά
τήν τράπεζα συναντῶ στήν αὐλή ἕνα μοναχό ἁγιορείτη, ὄχι
τοῦ Μοναστηριοῦ, πού ἦταν παρών στήν Λειτουργία. Τόν
χαιρέτησα καί μοῦ λέει:
–Βρέ, τί ἦταν αὐτό σήμερα! Τί ὡραία ψαλμωδία! Μᾶς ἀνέβασες στόν οὐρανό. Νιώσαμε κατάνυξη.
–Ὄχι ἐγώ, ὁ πατήρ τάδε, τοῦ εἶπα.
–Ποιός πατήρ τάδε. Ἐσύ, ἡ δική σου φωνή, καί μοῦ εἶπε καί διάφορα ἐπαινετικά λόγια.
»Τόν βάζω μετάνοια καί πάω νά φύγω. Ἔρχε-
ται
ὁ σατανᾶς δίπλα μου· τόν ἔβλεπα καί μοῦ λέει: “Ὅταν σοῦ λέω
ἐγώ, νά ἀκοῦς. Εἶσαι ἄφθαστος∙ ἐσύ ἔπρεπε νά πᾶς νά πάρης
δίπλωμα ἔξω καί νά εἶσαι δάσκαλος”.
»”Πίσω μου δαίμονα”, λέω. “Τί ἤθελα νά ᾿ρθῶ ἀ- πό δῶ νά συναντήσω τόν μοναχό νά ἀκούσω ὅλα αὐτά”.
»Βγῆκα
ἔξω καί κίνησα γιά τόν κῆπο. Ὁ διάβολος ἀπό κοντά μου. Ἐνῶ
ἔβλεπα, βάδιζα, δέν ξέρω πῶς, πῆρε τό πνεῦμα μου ὁ σατανᾶς καί
μέ ἀνέβασε ψηλά, πολύ ψηλά καί ἔβλεπα τόν κόσμο σάν μυρμήγκια
κάτω.
–Ἐσύ δέν εἶσαι τυχαῖος, μοῦ ἔλεγε ὁ σατανᾶς, ἐσύ δέν ξέρεις τί κουβαλᾶς.
–Τί
κουβαλάω, βρέ σατανᾶ, ὅ,τι κουβαλᾶς καί σύ κουβαλῶ καί ἐγώ.
Φύγε ἀπό κοντά μου. “Θεέ μου, βοήθησέ με”. Τί εἶναι αὐτό
σήμερα! Θά μοῦ πάρει τά μυαλά ὁ σατανᾶς. “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησόν με”.
»Ἄρχισα
νά φουσκώνω ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀλλά εἶχα καί λίγο ἐπίγνωση
καί εἶπα: “Θεέ μου, δέν θέλω τέτοιες ἐπάρσεις”.
»Μπαίνω
στόν κῆπο, αὐτός ἀπό κοντά. Αὐτός τά δικά του, ἐγώ τά δικά μου.
Δέν ὑπάρχει χειρότερο δαιμόνιο ἀπό τό δαιμόνιο τῆς
ὑπερηφανείας. Προχώρησα πιό μέσα στόν κῆπο, μήπως καί φύγη.
Τίποτα. “Πάει”, εἶπα, “θά δαιμονισθῶ”. Τότε ἔπεσα στά
γόνατα μέ τό ράσο πού φοροῦσα στήν Ἐκκλησία, καί ἔκλαιγα. Δέν
ἔδινα σημασία τί μοῦ ἔλεγε ὁ σατανᾶς, ἐγώ τά δικά μου.
“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, δύο–δυόμισι ὧρες εἶχα
μέσα στόν ἥλιο. “Δέν θέλω”, ἔλεγα, “τέτοιες ἐπάρσεις,
τέτοιους λογισμούς. Ἐγώ θέλω, Χριστέ μου, νά σέ προσκυνῶ πάνω
στόν Σταυρό. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλός καί τίποτα παραπάνω”.
Αὐτός ἔλεγε τά δικά του. Μούσκεψε τό χῶμα ἀπό τά δάκρυα, σάν
νά εἶχε τρέξει βρύση. Κάποια στιγμή ἔφυγε ἐκεῖνο τό νέφος καί
ὁ σατανᾶς μαζί. Κατάλαβα ὅτι προσγειώθηκα. Ἔνιωσα τήν
ἀνάγκη νά προσκυνήσω τά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Σηκώθηκα,
εὐχαρίστησα τόν Κύριό μας καί τήν Παναγία, ἔβαλα λίγες
μετάνοιες καί ἔφυγα κλαίγοντας.
»Ἔπειτα
σκέφθηκα ὅτι, γιά νά ἔρθουν νά μέ πειράξουν τά δαιμόνια τόσες
φορές, κάτι βρῆκαν μέσα μου. Φαίνεται ὅτι “λάγκευα”[1] πρός τόν ἐγωϊσμό. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται προσοχή καί ταπείνωση».