Ὁ
κάθε Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶνε τὸ ἁλάτι. Ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πιὸ
χρήσιμο ἀπὸ τὸ ἁλάτι; Τὸ ἁλάτι εἶνε στὸ πιάτο καὶ τοῦ φτωχοῦ καὶ τοῦ
βασιλιᾶ. Τὸ ἁλάτι εἶνε κάτι ἀπαραίτητο. Εἶνε στοιχεῖο ἀναγκαῖο γιὰ τὴ
ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μιὰ μικρὴ ποσότητα ἁλατιοῦ νοστιμίζει ὅλο τὸ φαγητό.
Τὸ ἁλάτι ἔχει ἀκόμα τὴν ἰδιότητα νὰ συντηρῇ, νὰ προλαμβάνῃ τὴν σῆψι, τὴ
σαπήλα, τὴν ἀποσύνθεσι τῶν τροφίμων.
Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νὰ εἶνε καὶ ὁ Χριστιανὸς μέσα στὴν κοινωνία· τὸ ἁλάτι, τὸ ἁλάτι τὸ πνευματικό.
―Καὶ πῶς, κατὰ ποιό τρόπο θὰ γίνῃ ὁ Χριστιανὸς τὸ ἁλάτι τῆς κοινωνίας;
α) Μὲ τὰ λόγια
Θὰ γίνῃ μὲ τὰ λόγια του, ποὺ
πρέπει νὰ εἶνε προσεκτικά. Τὸ Ψαλτήρι λέει· «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ
στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλμ. 140,3). Τὰ
σπίτια ὅλα ἔχουν πόρτες. Ἐμεῖς εἴμεθα χωρὶς «πόρτες», δὲν ἔχουμε δηλαδὴ
καμμιά προσοχὴ στὰ λόγια ποὺ λέμε δεξιὰ κι ἀριστερά. Καὶ ὅμως θὰ δώσουμε
μεγάλο λόγο γι᾿ αὐτά, γιὰ κάθε λόγο ἄπρεπο, ποὺ δὲν ἔχει εὐωδία καὶ
χάρι, γιὰ κάθε λόγο πονηρίας καὶ κολακείας. Γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ ψευτιὰ
καὶ κολακεία. Δὲ λέει κανείς στὸ γείτονά του τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ
προσπαθεῖ, μὲ γλῶσσα μελιστάλακτη, μὲ ὡραῖες λέξεις καὶ φανταχτερὲς
εἰκόνες, νὰ τὸν ξεγελάσῃ· δὲν τοῦ παρουσιάζει τὴν πραγματικότητα.
Ὁ Χριστιανὸς ὅμως εἶνε ἀληθινός. Εἶνε μαθητὴς Ἐκείνου ποὺ
μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο εἶπε· «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο
ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Καὶ ἡ
ἀλήθεια στὸν κόσμο αὐτὸν εἶνε πικρά. Ἐὰν ἔχετε κάποια πληγὴ καὶ ῥίξετε
ἐπάνω λάδι, θὰ αἰσθανθῆτε βέβαια κάποιο εὐχάριστο αἴσθημα. Ἐὰν ὅμως
ῥίξετε ―καὶ εἶνε ἀνάγκη νὰ ῥίξετε―, ἁλατάκι, τὸ ἁλάτι τσούζει. Ἔτσι εἶνε
καὶ ἡ ἀλήθεια· ἡ ἀλήθεια τῶν προφητῶν καὶ τῶν κηρύκων. Ὁ λόγος τους δὲν
εἶνε εὐχάριστος. Ἡ ἀλήθεια τσούζει, εἶνε πικρά· ἀλλ᾿ αὐτή σῴζει.
Γιά σκεφθῆτε τὸν προφήτη Ἠλία. Ἦταν μέσα στὸ κράτος 8.000
«παπᾶδες». Τοῦμπες κάνανε μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ καὶ στὴ βασίλισσα. Μὰ
αὐτὸς τόλμησε κι ἀνέβηκε πάνω στὰ ἀνάκτορα καὶ τοὺς λέει· Λίγες εἶνε οἱ
μέρες σας, γιατὶ εἶστε βασίλειο ἀνομίας καὶ παρανομίας· τὰ ἀνάκτορα
ὀργιάζουν. Ἕνας βρέθηκε νὰ μιλήσῃ ἔτσι, κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ζητοῦσαν
νὰ τὸν συλλάβουν· καὶ ἔφευγε μέσ᾿ στὶς σπηλιές, σὰν ἀετός, γιὰ νὰ
γλυτώσῃ ἀπὸ τὴ μανία τῶν βασιλέων, ποὺ τοὺς κολάκευε ὅλο τὸ αἰσχρὸ
ἱερατεῖο. Γιά σκεφθῆτε τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ ἀνέβηκε κι αὐτὸς
γοργὸς πάνω στὰ ἀνάκτορα καὶ βρῆκε ἐκεῖ τὸ παράνομο ζεῦγος τῶν
αἱμομεικτῶν, ποὺ ζοῦσαν στὴ μοιχεία, καὶ λέει στὸν Ἡρῴδη· «Οὐκ ἔξεστί
σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Δὲν σοῦ
ἐπιτρέπεται, βασιλιᾶ, νὰ ζῇς παράνομα. Γιά σκεφτῆτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο,
τοὺς προφῆτες τοὺς μεγάλους. Γιά σκεφτῆτε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, ποὺ
ἐλάλησε πάντα τὴν ἀλήθεια καὶ σταυρώθηκε γι᾿ αὐτήν.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε λόγος δριμύς, εἶνε σὰν τὸ ἁλάτι ποὺ πέφτει ἐπάνω
στὶς πληγὲς καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πονέσῃ. Μὰ αὐτὸς ὁ πόνος, ποὺ
αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, εἶνε πόνος σωτήριος· καὶ μακάριος
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὴν σωτήριο
αὐτὴ ἐνέργεια νὰ εἰσέρχεται καὶ νὰ τὸν ἀπολυμαίνῃ ἀπὸ κάθε κακία καὶ
ἁμαρτία.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶνε κόλακας. Ὄχι. Θὰ πῇ τὴν ἀλήθεια. Ποῦ θὰ
τὴν πῇ; Θὰ τὴν πῇ παντοῦ. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν βλέπει καὶ κυλιέται μέσα στὸ
βόρβορο, θὰ τοῦ πῇ· «Οὐκ ἔξεστί σοι…», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κυλιέσαι
σὰν τὸ κτῆνος μέσ᾿ στὴν ἀκαθαρσία. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶνε κενόδοξος καὶ
ὑπερήφανος καὶ νομίζει ὅτι θὰ φτάσῃ τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ ἄστρα, θὰ τοῦ
πῇ· «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ.
3,34· Ἰακ. 4,6). Στὸν ἄλλον, ποὺ λατρεύει ὄχι τὸ Χριστὸ ἀλλὰ τὸ χρυσό,
ποὺ ἔκανε τὸ χρῆμα θεὸ καὶ λατρεύει τὸ πορτοφόλι καὶ τὸ μπεζαχτᾶ καὶ δὲν
ἔχει ἱερὸ καὶ ὅσιο, θὰ πῇ· Εἶσαι εἰδωλολάτρης, ἡ πλεονεξία εἶνε
«εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5). Στὸν ἄλλον, ποὺ ἔχει διάφορα ἄλλα ἐλαττώματα,
δὲ θὰ διστάσῃ ὁ Χριστιανὸς νὰ ὑπενθυμίσῃ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι, μὲ τὰ λόγια
του τὰ αὐστηρὰ ἀλλὰ ζωοποιά, τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, θὰ γίνῃ ἁλάτι μέσ᾿
στὴν κοινωνία.
β) Μὲ τὸ παράδειγμα
Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶνε ἅλας
πνευματικὸ μόνο μὲ τὰ λόγια του. Εἶνε καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του. Ὁ τρόπος
ποὺ ζῇ καὶ συμπεριφέρεται μέσα στὸ σπίτι του, στὸ γραφεῖο ἢ στὸ
ἐργοστάσιο, ὁ τρόπος αὐτὸς εἶνε φωτεινός. Καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς κάνει τοὺς
ἄλλους νὰ σκέπτωνται, ὅτι παραπάνω ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴ ματαία, τὴ ζωὴ τῶν
αἰσθήσεων καὶ ἀπολαύσεων, ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἀνώτερος, ἰδανικός, στὸν
ὁποῖο τοὺς καλεῖ διὰ τοῦ λόγου καὶ τοῦ παραδείγματός του.
Χρειάζεται ἁλάτι!
Ἀλλ᾿ αὐτὰ εἶνε θεωρίες· θέλετε
νὰ δῆτε τὴν πραγματικότητα, ποιό εἶνε τὸ ἁλάτι τὸ πνευματικό; Ἀντέστε
μέσα στὸ σπίτι ἐκεῖνο ποὺ ὁ πατέρας εἶνε ἅλας πνευματικό. Ὑπάρχουν, μέσα
στὴ σαπήλα τῆς κοινωνίας, τέτοιοι ἄνθρωποι, καὶ ἔτσι κρατιέται ἀκόμα ἡ
κοινωνία. Ὑπάρχουν τέτοιοι γονεῖς, ποὺ προσέχουν καὶ τὰ βλέμματα καὶ τὰ
λόγια καὶ ὅλη τὴ συμπεριφορά τους· εἶνε ὑποδείγματα βίου. Ἂς εἶνε ἐπάνω
τους ἡ εὐλογία τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ ὅλων τῶν πατέρων
μας. Μένουν αὐτοὶ οἱ πατεράδες καὶ αὐτὲς οἱ μανάδες στὸ ὕψος. Τὰ παιδιὰ
τοὺς βλέπουν μπροστά τους σὰν εἰκόνες θεῖες, σὰν οὐράνιες εἰκόνες.
Μπροστά τους τὸ κορίτσι ἢ τὸ ἀγόρι δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ ἢ νὰ φερθῇ
ἄσχημα. Λάμπουν σὰν φωτεινὰ ἄστρα. Νά τὸ πνευματικὸ ἅλας, ποὺ δὲν ἀφήνει
τὴν κοινωνία νὰ ἀποσυντεθῇ ἐξ ὁλοκλήρου.
Θέλετε νὰ δῆτε τὸ ἅλας τὸ πνευματικό; Ἀντέστε σὲ μιὰ ἐνορία· σὲ
μιὰ ἐνορία πάνω στὴν Πίνδο, στὸν Ἁλιάκμονα, ἢ κάτω στὸ Μοριὰ καὶ στὴν
Κρήτη. Νὰ πᾶτε σὲ μιὰ ἐνορία ποὺ ἐφημερεύει ἕνας παπᾶς εὐλαβής. Ἂς μὴ
ξέρῃ γράμματα, ἂς μὴν πέρασε ἀπὸ πανεπιστήμια καὶ θεολογικὲς σχολές·
ἀλλὰ πιστεύει. Πιστεύει στὸ Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς ἁγίους, καὶ ὅταν
λειτουργῇ συγκινεῖται καὶ κλαίει. Ἄντε νὰ βρῇς ἕνα χωριὸ μ᾿ ἕνα τέτοιο
παπᾶ. Καὶ θὰ δῇς ὅτι ὅλοι οἱ χωρικοὶ οὔτε βλαστημᾶνε, οὔτε ὀργιάζουνε,
οὔτε ἐγκλήματα γίνονται ἐκεῖ. Γιατὶ μέσ᾿ στὸ χωριὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἁλάτι.
Καὶ τὸ ἁλάτι τοῦ χωριοῦ εἶνε ὁ ἱερεὺς, ὁ εὐλαβὴς ἱερεύς, ὁ ὁποῖος δὲ
σπούδασε, δὲν ἔχει μεγάλους τίτλους καὶ μισθούς, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά
του ἔχει τὸ Χριστό.
Θέλετε νὰ δῆτε τί θὰ πῇ πνευματικὸ ἅλας; Ἀντέστε σὲ μιὰ ἐπαρχία
―ἂν ὑπάρχῃ― ποὺ ποιμαίνει ἕνας δεσπότης πνευματικός, πραγματικὸς
ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν. Ὅταν μιὰ ἐπαρχία ἔχῃ τέτοιον ἐπίσκοπο, ἄνθρωπο
ἀνώτερο τοῦ χρήματος, τῶν ἡδονῶν καὶ τῆς ματαίας δόξης, τότε ἐκεῖ δὲ
στέκονται οὔτε ἄθεοι οὔτε αἱρετικοί, ἀλλὰ στὴν ἐπαρχία αὐτὴ ὑπάρχει
ἁγιότης καὶ εὐσέβεια, ὑπάρχει ἡ μεγάλη δύναμις τοῦ Χριστοῦ μας.
Θέλετε νὰ δῆτε, ἀντιστρόφως, ὅταν λείψῃ τὸ ἁλάτι; Ἀντέστε μέσ᾿
στὸ σπίτι ποὺ ὁ πατέρας δὲν προσέχει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἡ μητέρα εἶνε
ξεπορτισμένη καὶ βγαίνει δεξιὰ κι ἀριστερὰ καὶ τὸ σπίτι τό ᾿χει
ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ. Ἀντέστε μέσα σὲ μιὰ ἐνορία ποὺ ὁ παπᾶς δὲ
βλέπει τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὰ ἀργύρια, τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα,
καὶ κοιτάει μόνο νὰ θησαυρίζῃ. Ἀντέστε καὶ σὲ μιὰ ἐπαρχία ποὺ ὁ δεσπότης
εἶνε ὅλη ἡ ἀντινομία καὶ ἀνατροπὴ τῆς θεωρίας καὶ τῆς πράξεως τοῦ
Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ θὰ δῆτε ἐρείπια καὶ ἐξάρθρωσι τοῦ παντός.
Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», έκδοση Β΄, 2008, σελ. 9