
Ἕνα διαπίστωσα, ξέρετε ποιό εἶναι; Ἡ δειλία, ἕνα φαινόμενο, εἶναι καί ἄλλα φαινόμενα, ἡ δειλία, νά ἀντιμετωπίσει τό σύγχρονο παιδί, ὁ σύγχρονος νέος, τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Τό ναρκωτικό στήν πραγματικότητα εἶναι φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἄν τό θέλετε, καί τό τσιγάρο τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι. Θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ -συνηθισμένο φαινόμενο- ὅτι ἔμαθα νά καπνίζω ἀπό τή στενοχώρια μου, ἤ τό εἶχα κόψει καί ἐπανῆλθα νά καπνίζω ἀπό τή στενοχώρια μου. Μόλις ἄρχισα νά στενοχωριέμαι μέ ἕνα θέμα, ἕνα πρόβλημα πού μέ ἀπασχόλησε, ἀμέσως ἔπιασα τό τσιγάρο. Γιατί; Γιατί τό θεωρεῖ μιά φυγή, ἐπειδή δημιουργεῖ μία νάρκωση στό μυαλό, μία εὐφορία, καί συνεπῶς εἶναι μία φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα. Αὐτό σέ μεγέθυνση, θά λέγαμε, συμβαίνει στά ναρκωτικά. Οἱ σύγχρονοι νέοι μας δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν οὔτε τόν πόνο οὔτε τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς οὔτε τίς δυσκολίες, καί καταφεύγουν στά ναρκωτικά. Αὐτό εἶναι μία πρώτη ἑρμηνεία. Ἔχομε ὅμως κι ἄλλες ἑρμηνεῖες, ὄχι ὅτι ἡ μία καταργεῖ τήν ἄλλη, ἀλλά ἁπλῶς ἡ μία συμπληρώνει τήν ἄλλη».