Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Η ακινησία της … βαρεμάρας!



     «Βαριέμαι… Πολύ βαριέμαι… Βαριέμαι όταν είμαι στο σπίτι, όταν πηγαίνω φροντιστήριο, όταν βρίσκομαι στο σχολείο… Βαριέμαι να διαβάσω, να παίξω, να κάνω κάτι… Τίποτα δεν με συγκινεί, τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να δραστηριοποιηθώ… Όλη την ημέρα την βγάζω στον καναπέ, το πολύ να κάνω μερικές βόλτες μέχρι το ψυγείο, ράθυμες κι αυτές… Όλο βλέπω τηλεόραση, αλλά χωρίς τίποτα να μπορώ να παρακολουθήσω… Και φαίνεται αυτό, απ’ το ζάπινγκ που κάνω ελπίζοντας ότι αυτό μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή μου…»
                                                                 *   *   *
 Πόσες φορές δεν τα έχουμε ακούσει τα λόγια αυτά, φίλοι, ή και δεν τα έχουμε πει κι εμείς!
Τη βαρεμάρα τη συναντά κανείς στην παιδική ηλικία και τη νοιώθει για τα καλά εκεί στην αρχή της εφηβείας, αλλά κι ύστερα…
Έρχεται ευθύς μόλις κλείσουν τα σχολεία, τότε με την πρώτη χαλάρωση. Περιμένεις πως και πως τις διακοπές, κι αμέσως πέφτεις στο κενό της πλήξης, γιατί αυτό σημαίνει το «βαριέμαι». Δηλαδή αισθάνομαι πλήξη! Και το «βαριέμαι που ζω» σημαίνει ακόμη χειρότερα, ότι αισθάνομαι πλήξη αδιάκοπη!

Την ένταση των μαθημάτων, των φροντιστηρίων και της μελέτης, δεν την διαδέχεται το παιχνίδι, η επαφή με τη φύση, η επαφή με τους φίλους, οι αθλητικές και τόσες άλλες δραστηριότητες… Όλ’ αυτά, δηλαδή, που σαν πειρασμός μας έρχονται στο νου τότε που διαβάζουμε … Όλα εκείνα που τόσο πολύ τα ονειρευόμαστε στην καθημερινότητα του σχολείου και τόσο πολύ ποθούμε να τα κάνουμε… Αλλά τι; Η ακινησία της … βαρεμάρας!
Κι έτσι πέφτουμε στην ατονία της απραξίας, βυθιζόμαστε στη μοναξιά, βλέπουμε τον εαυτό μας πλήρως αποδιοργανωμένο στην πορεία του χρόνου. Ξοδεύουμε ώρες ατελείωτες στον καναπέ ή στο κρεβάτι μας χωρίς βιβλία, χωρίς παιχνίδια, χωρίς δραστηριότητες, χωρίς φίλους, χωρίς τίποτα! Ακόμη και με την τηλεόραση κλειστή, τον υπολογιστή μας κι αυτό ακόμη το κινητό και το … play station! Πώς να γεμίσει το κενό; Βαριόμαστε και να το σκεφτούμε!
Γράφει μια 15χρονη: «Πέρασα τις διακοπές μου με πλήξη. Περιπλανιόμουνα στον κήπο, άκουγα λίγο ραδιόφωνο, διάβαζα δυό αράδες από κανένα περιοδικό, έπαιζα λίγο με το κινητό μου, το έκλεινα! Η ημέρα δεν περνούσε με τίποτα. Άκουγα έξω τις φωνές, αλλ’ αλλού ξετυλιγόταν η ζωή κι εγώ απουσίαζα. Βαριόμουνα, βαριόμουνα πολύ! Κι ήταν δικό μου λάθος αυτό. Δεν ήμουν εφευρετική, δεν δραστηριοποιήθηκα σε κάτι…»

Κι αυτή η κοπέλα τα είπε όλα! Περιέγραψε τη νοσηρή κατάσταση της βαρεμάρας, ανακάλυψε το γιατί, βρήκε και τον φταίχτη!
                                                        *   *   *

Στ’ αλήθεια η τεμπελιά, η βαρεμάρα δηλαδή, είναι οπωσδήποτε βαριά, επικίνδυνη και καταστρεπτική πάθηση, κάτι σαν συμφορά! Μας αποδιοργανώνει τελείως, γιατί μας θέτει σε πλήρη ακινησία. Κανένα καθεστώς και κανένας τύραννος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας θέσει σε τέτοια φοβερή κατάσταση. Να μας στερήσει, δηλαδή, δια της ακινησίας τη ζωή. Να μας οδηγήσει στην ανία, την μοναξιά και την πλήξη. Να μας κάνει να είμαστε δεμένοι σαν κάποιο σαπιοκάραβο στο πιο απόμακρο σημείο του λιμανιού, προορισμένο να χτυπιέται απ’ τα κύματα και να σαπίζει!
Και δεν πρόκειται για κάτι γέρικο, όπως συμβαίνει με τα σαπιοκάραβα που ολοκλήρωσαν το έργο, τη ζωή και τη δράση τους, αλλά για κάτι τόσο νέο, που είμαστε εμείς, έτοιμο να φτερουγίσει όλο ζωντάνια και σφρίγος για τη ζωή.
Η βαρεμάρα μπορεί με την αδράνεια της, να μας αχρηστεύσει τελείως, να εξαφανίσει κάθε χάρισμα και αρετή που θα μπορούσαμε να διαθέτουμε ή και να αποκτήσουμε.
Είναι στ’ αλήθεια κακό, σκοτεινό, οδυνηρό κι άραχνο δίχτυ, που έτσι και μπλέξεις μέσα του, πραγματικά «δεν ξέρεις τι να κάνεις»! Και … βαριέσαι και να βγεις! Τεντώνει τον χρόνο και τον κάνει απαίσια μακρύ και ατελείωτο. Κολλάει τους δείχτες των ρολογιών και μαζί της και τη δική σου ζωή. Όταν πάσχεις από βαρεμάρα, στριφογυρίζεις πολύ, τρως πολύ, κοιμάσαι πολύ, γκρινιάζεις πολύ, και πολλά άλλα ανούσια και βλαβερά κάνεις πολύ!
Αν είχε χρώμα θα ήταν γκρι, αν είχε ήχο θα ήταν σαν αυτό του κουνουπιού τη νύχτα, αν ήταν λουλούδι… Αλλά δεν υπάρχει λουλούδι τέτοιο, τα λουλούδια είναι γεμάτα σφρίγος και ζωή.
Η βαρεμάρα είναι τόσο απαίσια από μόνη της, που και επιπτώσεις να μην είχε, θα έπρεπε αμέσως να καταπολεμηθεί!

Έλεγε ο Άγιος Πορφύριος: «Άμα βλέπετε νωθρότητα, ο άνθρωπος δεν είναι καλά στην ψυχή. Οι νωθροί, οι οκνηροί και οι τεμπέληδες δεν είναι εν τάξει απέναντι του Θεού. Η νωθρότητα είναι αρρώστια, είναι αμαρτία. Ο Θεός δεν μας θέλει νωθρούς»
                                                       *   *   *

Αλλ’ αυτή η 15χρονη μαθήτρια μας έδωσε μέσα απ’ το πάθημά της και τη λύση. «Δεν ήμουν εφευρετική, είπε, δεν δραστηριοποιήθηκα σε κάτι»!
Αν βοηθούσε τη μητέρα της στις δουλειές του σπιτιού,
αν επιχειρούσε να φτιάξει ένα ωραίο φαγητό για την οικογένεια,
αν είχε συγκεκριμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων,
αν είχε στόχους και σκοπούς,
πόσο θα ήταν τα πράγματα διαφορετικά! Πόσο θα χαιρόταν! Πόσοι θα την χαίρονταν! Πόσο θα ωφελούσε πολύ περισσότερο και τον ίδιο της τον εαυτό!
Μα θα πείτε ότι πρόκειται για τις διακοπές μας. Θα έχουμε πάλι πρόγραμμα, στόχους και σκοπούς; Σαφώς ναι! Γιατί θα είναι όλα εκείνα που θα μας βοηθήσουν να αλλάξουμε παραστάσεις, ασχολίες και δράσεις, μέσα απ’ τις οποίες σαφώς θα ξεκουραστούμε.
Και βέβαια θα κιμηθούμε και λίγο παραπάνω…
Και βέβαια θα ρεμβάσουμε και λίγο…
Και βέβαια θα χαλαρώσουμε…
Όμως όλα αυτά ως να είναι το διάλειμμα κι όχι ως να είναι ο σκοπός μας. Ως να είναι στο βαθμό εκείνο που απαιτείται για να ξεκουραστούμε, όχι στο να γίνουν χοάνη και να χαθούμε!
                                                             *   *   *

Ωστόσο, παιδιά, δεν ανησυχώ και πολύ μ’ αυτή την κατάσταση. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι διακοπές θα τελειώσουν και είτε το θέλουμε είτε όχι, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της σχολικής ζωής είναι τέτοιες, που και χωρίς να το θέλουμε θα μας οδηγήσουν ευθύς, έξω απ’ τη βαρεμάρα. Έτσι τουλάχιστον θέλω να πιστεύω!
Και τότε γιατί τα είπαμε όλα αυτά; Μήπως μπορέσουμε και τη διώξουμε νωρίτερα απ’ τη ζωή μας και απολαύσουμε, έτσι, τις διακοπές μας… Γι’ αυτό!