Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Ἐπέρασε τὰ τελώνια ὡς ἀστραπή

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Μᾶς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος:
«δοκιµαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω·». Ἑρμηνεία: ῍Ας ἐξετάζῃ δὲ κάθε ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸν του µὲ πολλὴ προσοχή, καὶ ἔτσι προετοιµασµένος ἂς τρώγῃ ἀπὸ τὸν καθαγιασµένο ἄρτο καὶ ἀπὸ τὸ καθαγιασµένο ποτήριο (Α΄ Κορ. 11, 28).
• Μέγα τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι αὐτὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν Κ΄ Ὁμιλία του «Εἰς τοὺς Ἀνδριάντας»:

«Καθένας ἄς ἀναλογιστεῖ μόνος του, ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιὰ ἀρετὴ ἀπέκτησε, ποιὰ ἁμαρτία καθάρισε, κατὰ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἂν μὲν βρῆ ὅτι κάτι κέρδισε ἀπ’ τὴ νηστεία στὴν καλὴ αὐτὴ πνευματικὴ ἐμπορία καὶ γνωρίση ὅτι περιποιήθηκε τὰ τραύματά του, ἂς προσέρχεται νὰ κοινωνήση. Ἂν ὅμως ἔμεινε στὴν ἀμέλεια, κι ἔχη νὰ ἐπιδείξη μόνο νηστεία, καὶ δὲν ἔχη κατορθώσει τίποτε ἀπ’ τὰ ἄλλα, ἂς μένη ἔξω, καὶ τότε μόνο νὰ εἰσέλθη, ὅταν καθαρίση ὅλα τ’ ἁμαρτήματά του. Κανεὶς ἂς μὴ στηρίζεται μόνο στὴ νηστεία, ἂν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στὰ κακά. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν νηστεύει εἶναι φυσικὸ καὶ νὰ συγχωρηθῆ, ὅταν προβάλη ὡς δικαιολογία τὴ σωματικὴ ἀσθένεια, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν διόρθωσε τὰ ἁμαρτήματά του, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολογηθῆ».
• Πηγαίνοντας νὰ κοινωνήσουμε τί λέγουμε: «Ἰδού, βαδίζω πρὸς θείαν Κοινωνίαν. Πλαστουργέ, μή φλέξης με τῇ μετουσίᾳ. Πῦρ γὰρ ὑπάρχεις τοὺς ἀναξίους φλέγον· ἀλλ’ οὖν κάθαρον ἐκ πάσης με κηλῖδος». Καὶ μετὰ τὴν θεία Μετάληψη. «Τὸ σῶμά σου τὸ ἅγιον, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, γένοιτό μοι εἰς ζωὴν αἰώνιον, καὶ τὸ αἷμά σου τὸ τίμιον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Γένοιτο δέ μοι ἡ εὐχαριστία αὕτη εἰς χαράν, ὑγείαν καί εὐφροσύνην· καὶ ἐν τῇ φοβερᾷ καὶ δευτέρᾳ ἐλεύσει σου ἀξίωσόν με τὸν ἁμαρτωλὸν στῆναι ἐκ δεξιῶν τῆς σῆς δόξης, πρεσβείαις τῆς παναχράντου σου Μητρὸς καὶ πάντων σου τῶν ἁγίων. Ἀμήν».
• Στὸ περιοδικὸ «Στῦλος Ὀρθοδοξίας» διαβάζουμε ἕνα περιστατικὸ πῶς μὲ τὴν δύναμη τῆς θείας Κοινωνίας κάποιος Διάκονος πέρασε ἀνενόχλητος, ὡς ἀστραπή, τὰ ἐναέρια τελώνια, χωρίς κανένα ἐμπόδιο.
«Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀντώνιος, διηγεῖτο ὅτι ὅταν ἦλθε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ἦταν σ’ αὐτὴ λίγοι μόνον ἀδελφοὶ μοναχοὶ καὶ κανένας διάκονος. Λίγο μετὰ ἀπὸ τὸ διορισμό του σέ ἡγούμενο ἦλθε στὴ Λαύρα, ἀπὸ κάποια ἐνορία ἕνας διάκονος καὶ συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν μοναχῶν. Εἶχε καλὴ φωνὴ καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς διάκονος στὸ μοναστήρι. Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν πανήγυρη ὁ διάκονος πῆγε στὸν ἡγούμενο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀντώνιο, καὶ τοῦ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ κάποια δουλειά. «Σοῦ δίνω τὴν ἄδεια», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος, «ἀλλὰ θὰ προλάβης νὰ εἶσαι ἐδῶ στὴν πανήγυρη; Γιατί μὲ ποιὸν θὰ λειτουργήσω;».
«Θὰ προλάβω», ἀπάντησε ὁ διάκονος. «Θὰ ἐπιστρέψω σύντομα». Τὸ πρωΐ τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς ὁ διάκονος δὲν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμη. Ὁ ἡγούμενος ἦταν σὲ μεγάλη ἀνησυχία καὶ ἐστενοχωρεῖτο πολύ. Λίγο ὅμως προτοῦ νὰ ἀρχίση ἡ ἀγρυπνία ἦλθε ὁ διάκονος καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε: «Ἐὰν εἶσαι ἕτοιμος, ἔλα νὰ λειτουργήσης».
Μετὰ τὴ λειτουργία πῆγαν στὴν τράπεζα. Ἐκεῖ κάποιος ἀδελφὸς ἐπείραξε τὸ διάκονο γιὰ τὴ φωνή του, ὅτι τώρα τάχα δὲν ἦταν καλὴ καὶ εἶπε: «Κάποιος πῆγε σπίτι του καὶ ἄφησε τὴ φωνή του ἐκεῖ».
Ὁ διάκονος πειράχτηκε καὶ ἄρχισε μία φιλονικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ μοναχοῦ.
Ὅταν ὁ διάκονος ἐπέστρεψε στὸ κελλί του, πῆρε ἕνα κουβὰ καὶ πῆγε νὰ πάρη νερό. Γέμισε τὸν κουβὰ νερὸ καὶ ἐπιστρέφοντας στὸ κελλί του, μόλις πῆγε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα, ἔπεσε κάτω νεκρός.
Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος, ταράχτηκε πολύ, γιατί ἐνόμισε τὸν ἑαυτό του ἔνοχο γιὰ τὸ θάνατο τοῦ διακόνου. Νόμισε ὅτι ὁ διάκονος πέθανε, γιατί θὰ ταλαιπωρήθηκε νὰ ἔλθη, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του, στὴν πανήγυρη καὶ ἀφοῦ ἦλθε ταλαιπωρημένος, τὸν ἔβαλε ἀμέσως νὰ λάβη μέρος στὴν ἀγρυπνία. Ὁ ἡγούμενος ἄρχισε νὰ προσεύχεται πολὺ θερμὰ γιὰ τὸν ἀπελθόντα διάκονο καὶ μάλιστα ἔγραψε ἐντολὴ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομά του στὴν προσκομιδὴ καὶ στὴ θ. Λειτουργία. Τὴν παραμονὴ τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας μετὰ τὸ θάνατο τοῦ διακόνου, ὁ ἡγούμενος π. Ἀντώνιος κοιμόταν γιὰ λίγο στὸ κελλί του, ἄκουσε ξαφνικὰ κάποιον νὰ τὸν πλησιάζη. Σηκώθηκε, ἄναψε τὸ φῶς καὶ βλέπει μπροστά του τὸ διάκονο.
«Ἦλθα νὰ σὲ εὐχαριστήσω», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος.
«Γιατί;»
«Γιὰ τὶς προσευχές σου γιὰ μένα», τοῦ ἀπάντησε ὁ διάκονος.
«Δὲν προσευχήθηκα μόνος μου» τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Ὅλοι οἱ μοναχοὶ προσεύχονται γιὰ σένα. Ἔγραψα ἐντολὴ νὰ γραφτῆ τὸ ὄνομά σου καὶ νὰ μνημονεύεται παντοῦ».
«Τὸ ὄνομά μου δὲν γράφτηκε πουθενὰ οὔτε τὸ μνημόνευε κανεὶς ἄλλος», εἶπε ὁ διάκονος. Ἀργότερα ὁ ἡγούμενος ἀνεκάλυψε ὅτι ἀπὸ κάποιο λάθος ἡ ἐντολή του δὲν εἶχε ἐκτελεσθῆ.
«Πῶς πέρασες ἀπὸ τὰ τελώνια;»
«Σὰν ἀστραπή».
«Γιατί ἔτσι;»
«Γιατί λίγο πρὶν πεθάνω εἶχα λάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ».
«Τί εἶπες γιὰ τὴ φιλονικία σου μὲ τὸν ἀδελφὸ στὴν τράπεζα;»
«Ὁ Κύριος δὲν μοῦ τὸ ὑπελόγισε».
Ἐκεῖνον τὸ καιρὸ εἶχε πεθάνει κάποια μοναχὴ ἀπὸ κάποιο Μοναστήρι Khotkow καὶ ὁ ἡγούμενος ρώτησε τὸ διάκονο τί μερίδα ἔλαβε μετὰ τὸ θάνατό της.
«Αὐτὴ εἶναι ψηλότερα ἀπὸ μένα», εἶπε ὁ διάκονος».