Στὸ δοξαστικὸ τῆς Πεντηκοστῆς
διαβάζουμε: «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ
πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Θὰ ρωτήση κάποιος: Ποῦ βρίσκεται ὁ
Θεός; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Προφήτης Δαυΐδ (138, 7-12): «Ποῦ
πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐὰν
ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν
ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα
τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ
δεξιά σου. καὶ εἶπα· ἄρα σκότος καταπατήσει με, καὶ νὺξ φωτισμὸς ἐν τῇ
τρυφῇ μου· ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπὸ σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα
φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς, οὕτως καὶ τὸ φῶς αὐτῆς».
Δηλαδή: Ποῦ εἶναι δυνατὸν νὰ πορευθῶ,
ὥστε νὰ εἶμαι μακρὰν ἀπὸ τὸ Πνεῦμά σου; Καὶ ποῦ νὰ καταφύγω, ὥστε νὰ μὴ
εὑρίσκωμαι κάτω ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου βλέμμα; Ἐὰν ἀναβῶ στὸν οὐρανόν, σὺ
ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ἅδην, σὺ παρευρίσκεσαι ἐκεῖ. Ἐὰν
ἀποκτήσω πτέρυγας καὶ κατὰ τὰ χαράματα μὲ αὐτὰς πετάξω πρὶν ἀνατείλη ὁ
ἥλιος, καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἄκρα τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης, ἐκεῖ ὅπου
δύει ὁ ἥλιος, ἐκεῖ σὺ ὑπάρχεις. Καὶ τὸ στοργικό σου χέρι θὰ μὲ
καθοδηγήση καὶ ἡ παντοδύναμος δεξιά σου θὰ μὲ κρατήση καὶ θὰ μὲ
ὑποστηρίξη. Ἐὰν εἴπω· ἂς ἔλθη λοιπὸν σκοτάδι νὰ μὲ περιβάλη ἀπὸ ὅλα τὰ
σημεῖα καὶ νὰ μὲ σκεπάση καὶ ἡ σκοτεινὴ νυξ ἂς ὑποκαταστήση τὸν φωτισμὸν
τῆς ἡμέρας, ὥστε νὰ διέρχωμαι ἀθέατος ἐν τρυφῇ τὰς ὥρας τῆς ζωῆς μου,
θὰ πλανηθῶ. Διότι τὸ σκότος δὲν εἶναι διὰ σὲ σκοτάδι, καὶ ἡ νύκτα εἶναι
ἐνώπιόν σου φωτισμένη, ὅπως ἡ ἡμέρα. Τὸ σκότος τῆς νυκτὸς εἶναι ὅπως τὸ
φῶς τῆς ἡμέρας. Ὅλα ὁλόφωτα καὶ καθαρὰ εἶναι ἐνώπιόν σου.
- Στὸ Γεροντικὸ καταγράφεται τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα:
«Κάποτε περπατοῦσαν πολλὲς μέρες συνεχῶς μέσα στὴν ἔρημο ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ κι ὁ ὑποτακτικός του. Κουρασμένος ἀπὸ τὴν μακρινὴ ὁδοιπορία ὁ νέος, εἶπε μὲ κάποια δυσφορία:
– Πότε θὰ μείνουμε κι ἐμεῖς στὴν φτωχή μας καλύβη;
– Ποιὸς μᾶς ἐμποδίζει, παιδί μου, νὰ
βλέπουμε κι ἐδῶ ποὺ βρισκόμαστε τὸν Θεό; Καὶ στὴν καλύβα μας κι ἔξω ἀπ’
αὐτὴν Ἐκεῖνος μᾶς περιβάλλει, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος Γέροντας, ποὺ δὲν
ἔφευγε ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦ του ἡ ἐνθύμηση τοῦ Θεοῦ».
- Τελικὰ ποῦ κατοικεῖ ὁ Θεός; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ:
«Ὁ Θεὸς εἶναι φωτιὰ ποὺ ἀνάβει καὶ
θερμαίνει τὴν καρδιά, τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Ἄν, λοιπόν, νιώσουμε στὴν
καρδιά μας ψυχρότητα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο –γιατί ὁ διάβολος
εἶναι ψυχρός–, ἂς ἐπικαλεστοῦμε τὸν Κύριο. Καὶ ὁ Κύριος θὰ ἔρθη καὶ θὰ
θερμάνη τὶς καρδιές μας μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Ἡ
θέρμη αὐτὴ θὰ διώξη τὴν ψυχρότητα τοῦ μισόκαλου.
Οἱ πατέρες ἔλεγαν: «Ἀναζήτησε τὸν Κύριο,
ἀλλὰ μὴ ζητᾶς περίεργα νὰ μάθης ποῦ κατοικεῖ». Ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός,
ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι εἰρηνικὰ
καὶ ὠφέλιμα καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο σὲ αὐτομεμψία καὶ ταπείνωση.
Ὁ Θεὸς μᾶς δείχνει τὴ φιλανθρωπία Του
ὄχι μόνο ὅταν κάνουμε τὸ καλό, ἀλλὰ καὶ ὅταν Τὸν προσβάλλουμε καὶ Τὸν
παροργίζουμε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Πόσο μακρόθυμα ἀνέχεται τὰ σφάλματά
μας! Καί, ὅταν τιμωρῆ, μὲ πόση ἀγάπη τιμωρεῖ!».
- Στὸ βιβλίο Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν ἀφηγεῖται ὁ Ἅγιος Πορφύριος:
«Ἕνα καλοκαίρι, ὅταν ἤμουν στὴν Ἀθήνα,
μὲ παρεκάλεσε πολὺ ἕνας φίλος μου μὲ τὴ γυναίκα του, τὴν ὀδοντίατρο, νὰ
πᾶμε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο στὴν Πάτμο. Πήγαμε στὸ σπήλαιο τῆς
Ἀποκαλύψεως. Στὸν τόπο ποὺ σχίστηκε ὁ βράχος. Ἐκεῖ ποὺ πλάγιαζε ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης καὶ πιανόταν, γιὰ νὰ σηκωθεῖ.
Ξέρεις, ἔχουν ἁγιαστεῖ αὐτοὶ οἱ τόποι. Μεταδίδουν ἁγιότητα καὶ χάρη.
Ἔνιωσα, λίγο λίγο, νὰ ἀνοίγει ἡ καρδιά
μου καὶ βγῆκα ἔξω, γιατὶ ἦσαν κι ἄλλοι ἄνθρωποι ἐκεῖ. Τὸ ἀπόγευμα
θέλοντας νὰ ζήσω αὐτὴ τὴ Χάρη, ζήτησα νὰ πᾶμε πάλι.
Τοὺς λέω:
– Μείνετε σκυμμένοι, ἀκίνητοι νὰ λέτε τὴν εὐχή. Μὴ σηκωθεῖτε καὶ μὴ ἀπορήσετε ὅ,τι καὶ ἄν δεῖτε.
Ἔσκυψα κι ἐγὼ κι ἔλεγα τὴν εὐχή.
Ἀλλὰ ἡ Χάρις δὲν ἐρχόταν, ὅπως τὸ πρωί.
Σηκώθηκα, θύμιασα τὸ ἱερό, ὅλη τὴν
Ἐκκλησία, ἦλθα στὴ θέση μου καὶ τότε ἄνοιξε ἡ καρδιά μου. Ἔμεινα μὲ τὰ
χέρια ἀνοιχτά, ὥρα πολλή. Χόρτασε ἡ ψυχή μου. Μόνο ἕνας μπῆκε καὶ ἴσως
μὲ εἶδε, δὲν ξέρω. Ἴσως ἦταν ὁ ἐφημέριος ἱερεύς, κι ἔφυγε πάλι.
Σηκωθήκαμε, φύγαμε ἀμίλητοι, ὥς τὸ βράδυ. Δὲν ἔφαγα παρὰ λίγο, γιὰ κείνους. Δὲ μὲ ρώτησαν ποτέ.
Μὴ τὸ συζητήσεις αὐτό, γιατὶ δὲν κάνει. Εἶναι παρεξηγήσιμο.
Νά ὁ τρόπος. Δὲ βίασα τὸν ἑαυτό μου, νὰ σφιχτῶ, νὰ ἀδημονήσω. Σηκώθηκα, λιβάνισα καὶ ἦρθε μόνη της ἡ Χάρις, ὅταν ἠθέλησε.
Κι ἐσὺ ἐκεῖ, τὸ νοῦ σου ψηλά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…».
Ἄφηνε ἁπαλὰ καὶ ἀβίαστα τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, κι ἐκεῖνος θὰ ’ρχεται καὶ θὰ χαριτώνει τὴν ψυχή σου». [Α΄ 36]
Ἔλεγε κάποιος Γέροντας ὅτι ὁ Θεὸς
βρίσκεται παντοῦ. Καὶ στὸ βάθος τοῦ ὠκεανοῦ, καὶ στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ
καὶ μιὰ πέτρα νὰ σηκώσης θὰ Τὸν βρῆς. Καὶ στὴν καρδιά μας κατοικεῖ ὅταν
καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη· αὐτὸς μάλιστα εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.