Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος



Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄ 1-11, Ἰωάν. ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
† Ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου
Ἡ Πεντηκοστὴ ἦταν μία ἀπὸ τὶς τρεῖς μεγάλες ἐτήσιες ἑορτές τῶν Ἰουδαίων. Ἦταν ἑορτὴ εὐχαριστίας γιὰ τὸ θέρος, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομαζόταν καὶ ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ καὶ ἡμέρα τῶν ἀπαρχῶν, γιατί τότε γινόταν ἐπίσης ἡ ἀνάμνηση τῆς χορηγήσεως τοῦ Νόμου, τῶν Δέκα Ἐντολῶν, ἐπὶ τοῦ Σινᾶ. Πίστευαν ὅτι κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα ἐδόθη ὁ Νόμος, ὕστερα ἀπὸ πεντήκοντα ἡμέρες ποὺ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπρο. Ἑορταζόταν ὅταν ἄρχιζε τὸ θέρισμα, ὅταν ἔπρεπε νὰ συνάξουν τοὺς καρπούς.
Ἡ Ἰουδαϊκὴ Πεντηκοστὴ συνέθεσε τὶς δύο σαφέστερες φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνάμνηση τῆς παραλαβῆς τοῦ Νόμου στὸ Σινᾶ καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν πολυάριθμο αὐτὴ ἑορτὴ μὲ θεία Πρόνοια. Κατ’ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, μέγα πλῆθος κόσμου συγκεντρωνόταν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικὸς Ἰώσηπος. Κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα ὁ Θεὸς ἐφανέρωσε τὴν δύναμή Του καὶ τὸ γεγονὸς θὰ διεδίδετο ἀπὸ ὅλους τάχιστα σ’ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, ὥστε νὰ διαδοθῆ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας σ’ ὅλα τὰ ἔθνη.
Τὸ μέγα γεγονὸς περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς «ὡς ἦχος φερομένης βιαίας πνοῆς ἐξ οὐρανοῦ». Μὲ τὴν βιαία πνοὴ θέλει νὰ δείξη ὅτι ἦταν ἔργο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως. Τὰ σημάδια τῆς ἐκχύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦσαν διπλᾶ. Γιὰ τὴν ἀκοή, βοή. Καὶ γιὰ τὴν ὅραση, «γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός». Καὶ τὸ αἰφνιδιαστικὸ τοὺς ξεσήκωσε. «Καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον», λέγει, διὰ τὴν πολλὴν ὁρμητικότητα τοῦ Πνεύματος. Τὸ πῦρ εἶναι ἔκφρασις ἀφθονίας καὶ σφοδρότητος. Ἦταν ἕνα γεγονὸς πρωτοφανές. Γιατί δὲν ἔγινε χωρὶς αἰσθητὰ σημεῖα; Διότι, τί θὰ ἔλεγαν χωρὶς τὰ φανερὰ αὐτὰ σημάδια, ἐάν, καίτοι ἔγινε αὐτό, ἔλεγαν ὅτι ἦταν «γλεύκους μεμεστωμένοι», μεθυσμένοι;
Οἱ Προφῆτες δέχθηκαν χαρίσματα μὲ συμβολικὸ τρόπο. Χέρι Θεοῦ ἀγγίζει τὴν γλῶσσα τοῦ Ἰερεμίου καὶ βιβλίο δίδεται στὸν Ἰεζεκιὴλ καὶ τρώγει ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πῆ, καὶ «ἐγένετο ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ὡς μέλι γλυκάζον (Ἰεζ. γ΄ 3). Τώρα ὅμως, ἐδῶ, τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέρχεται μὲ δύναμη πολλή. Ὁ Ἐλισσαῖος λαμβάνει τὴν χάρη διὰ τῆς μηλωτῆς, κι ἄλλος μὲ ἔλαιο, ὅπως ὁ Δαυΐδ καὶ ὁ Μωϋσῆς καλεῖται διὰ τοῦ πυρὸς τῆς ἀφλέκτου βάτου. Ἀλλὰ ἐδῶ, ἔρχεται στοὺς Ἀποστόλους μὲ τρόπο συγκλονιστικό, «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός», καὶ καλῶς λέγει «ὡς», γιὰ νὰ μὴ νομίσης τίποτε τὸ κτιστὸ περὶ τοῦ Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ γνωρισθῆ ὁ Χριστός, τὸ Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς» ἦλθε ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα δέ, ὅταν χρειαζόταν ὁλόκληρο τὸ πλῆθος νὰ ἐπιστραφῆ στὸ φῶς καὶ στὴν Ἀλήθεια, ἐφανερώθη «ὡσεὶ πυρός». Διότι ὁ Θεὸς εἶναι πῦρ καταναλίσκον. Τὸ πῦρ ἔχει φωτιστικὴ δύναμη, ἀλλὰ καὶ καυστική, ἔτσι ὁ λόγος τῶν Ἀποστόλων ἐφώτιζε τοὺς πιστεύοντας καὶ ἐσκότιζε καὶ κατέστρεφε τοὺς ἀντιλέγοντας. Κατέρχεται ὡς πῦρ, διὰ νὰ δείξη ὅτι τὴν ἁμαρτίαν κατακαίει, καὶ κάθε τί ποὺ ἀντιστέκεται στὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος. Καὶ «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν», διὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν ἀληθειῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἐκήρυσσαν οἱ Ἀπόστολοι, εἶναι τὸ πύρινο ὅπλο τῶν ἀδυνάτων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Φωτισμένοι οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ βγοῦν στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, ὡς ἄγγελοι φωτός, ἀπεσταλμένοι ἐξ οὐρανοῦ. Τὸ ἔργο τους στηρίζεται καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ καθὼς Ἐκεῖνο κατέβηκε «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας», δηλαδὴ ὁρμητικὸ καὶ ἀσυγράτητο, ἔτσι καὶ στοὺς Ἀποστόλους, τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ, ἀλλὰ σὰν σκόνη καὶ ἄχυρο θὰ λιχνίσουν τοὺς ὑπεναντίους. Κατέρχεται ἄνωθεν ἐπίσης, διὰ νὰ ποτίση, ὡς ζωογόνος βροχὴ τὴν κατάξερη ἀνθρωπότητα.
Καὶ «ἐκάθησεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν. Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου». Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρέμεινε σ’ αὐτούς, ἀνεπαύθη. Διότι τὸ νὰ καθήση, σημαίνει τὸ ἑδραῖο καὶ τὸ μόνιμο. Καὶ ἐπλημμύρισε ἡ ὕπαρξή τους, ἐχόρτασαν, ἐγέμισαν ὅλοι δυνάμεως. Ὁ Παράκλητος ἦλθε. Καὶ παραμένει στὴν Ἐκκλησία καὶ χορηγεῖ ἀφθόνως στοὺς πιστοὺς τὶς δωρεές Του. Δυστυχῶς, πολλοὶ δὲν γνωρίζουν τὸ Τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, προσωπικά. Δὲν ἔχουν κἄν μέσα τους τὴν χαρούμενη εἴδηση τῆς παρουσίας Του. Ἡ ἀκαταμάχητος δύναμή Του, ἡ ὁποία μετέβαλε τοὺς φοβισμένους μαθητές Του, σὲ θαρραλέους λέοντες καὶ ἀτρόμητους κήρυκες τῶν ἐθνῶν. Μετέβαλε τὸν Πέτρο, ποὺ ἐδειλίασε ἐνώπιον μιᾶς παιδίσκης καὶ ἠρνήθη τὸν Χριστὸ μεθ’ ὅρκου, λεοντόκαρδο Ἀπόστολο, ποὺ ἐλέγχει κατὰ πρόσωπον τοὺς σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τῆς δυνάμεως, τοὺς δυναμώνει καὶ σὰν τὰ μυστηριώδη καὶ συμβολικὰ ζῷα τοῦ Ἰεζεκιὴλ τὰ πλήρη ὀφθαλμῶν καὶ πτερύγων, περιέρχονται ἔπειτα ὅλο τὸν κόσμο. Μὲ τοὺς ἀδυνάτους αὐτοὺς ἱδρύει τὴν πανίσχυρη ἐκκλησία, ἡ ὁποία, παρ’ ὅλα τὰ βέλη τῶν διωκτῶν, μένει καὶ θὰ μένη σ’ αὐτήν, «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἐμπνέει καὶ ὁδηγεῖ στὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας καὶ συγκρατεῖ ὅλο τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Μένει, ἐνῷ πανίσχυρες αὐτοκρατορίες ποὺ τὴν ἐπολέμησαν διελύθησαν καὶ ἀφανίσθησαν, ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης.
Αὐτὸ κατηύθυνε τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Αὐτὸ παραμένει ἡ ψυχὴ καὶ ἡ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ σήμερα παραμένει μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ ἐνεργεῖ, διὰ τῆς χάριτός Του. Χάρη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἐντὸς μας, καὶ ἡ μετάδοση γίνεται διὰ τῶν Μυστηρίων, ποὺ εἶναι οἱ ἀγωγοὶ τῆς Χάρτος, ὅπως ἡ χειροτονία, μὲ τὴν βάπτιση καὶ ὅταν μετανοήση ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά, καὶ ἐξομολογηθῆ, τότε ἔρχεται μέσα του τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καὶ γίνεται τέκνο Θεοῦ καὶ χαρισματοῦχος λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐρχόμενος ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Πνεῦμα παίρνει τὴν δύναμη καὶ κάποιες ἰδιότητές Του, καὶ τότε μὲ εὐκολία νικᾶ τὰ πάθη του, κόβει τὰ ἐλαττώματά του καὶ ἀποκτᾶ τὶς ἀρετές. Οἱ ἀρετὲς εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πίστις, ἀγαθοσύνη, πραότης, ἐγκράτεια», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δωρεὰν ἔρχονται τὰ χαρίσματα, γι’ αὐτὸ λέγονται καὶ δωρεαί.
Θερμουγὸν τὸ Πνεῦμα. Παίρνει θερμότητα καὶ ὁ πιστὸς καὶ ὅπως ὁ σίδηρος, ὅταν ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ πῦρ, θερμαίνεται, κοκκινίζει καὶ καίει, ἔτσι καὶ ὁ ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος ἄνθρωπος γίνεται τότε ζηλωτής. Γινόμεθα «τῷ Πνεύματι ζέοντες». Κοχλάζει μέσα μας δραστήρια καὶ δημιουργικὰ τὸ Πνεῦμα.
Φῶς εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Φῶς λαμβάνει καὶ ὁ ἐρχόμενος σὲ ἐπαφὴ μὲ Αὐτό· καὶ ὅπως τὸ φῶς φωτίζει τὸ σκοτεινὸ δωμάτιο, ὅταν εἰσέλθη μέσα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, φωτίζεται περὶ ὅλων τῶν ζητημάτων. Ἔτσι καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς προτρέπει:  «Τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε».
Εἰρήνη εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εἰρήνη δίδει καὶ στὴν ψυχή, ποὺ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ αὐτό.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψη τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ κράζει μέσα στὴν καρδιὰ «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ»; Ἂς σπάζουν τὸ μυαλό τους οἱ ἄπιστοι, ἐὰν ὑπάρχη Θεὸς ἢ ὄχι. Ὁ χαρισματοῦχος ἔχει ἐσωτερικὴ πληροφορία περὶ αὐτοῦ. Ἔχει ἄλλα μάτια, πνευματικά, ποὺ στεροῦνται οἱ ἄπιστοι. Ὁ ἔχων τὴν Χάρη πιστεύει περισσότερο τὰ μὴ βλεπόμενα καὶ οὐράνια, παρὰ τὰ βλεπόμενα καὶ ἐπίγεια. Γι’ αὐτό, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν. Ἐγὼ πιστεύω καλύτερα τὰ μέλλοντα, παρὰ τὰ παρόντα καὶ βλεπόμενα». Ἀλλά, ὅπου ὑπάρχει ἀπιστία καὶ ἀμφιβολία, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει Χάρη, δὲν ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Δι’ αὐτό, ὅποιος δὲν τὴν ἔχει, δὲν τὴν νοιώθει.