«Γεννήθηκα σέ μία κορεατική βουδιστική οἰκογένεια, τέταρτη στή σειρά ἀπ᾽
τά πέντε κορίτσια καί τόν ἀδελφό μου. Οἱ γονεῖς μου μέ δυσκολία μᾶς
μεγάλωναν. Ἀπό μικρή αἰσθανόμουν τήν ἔλλειψι τῆς ἀγάπης τῶν γονέων μου
καί αὐτό μοῦ προξενοῦσε κατάθλιψι. Συχνά μοῦ ἐρχόταν ἡ σκέψι νά πεθάνω,
ἀφοῦ ἔβλεπα ὅτι δέν εἶχε κανένα νόημα ἡ ζωή μου. Ἔτσι πέρασα τά παιδικά
καί νεανικά μου χρόνια, ὥσπου παντρεύτηκα καί ἀπόκτησα ἕνα γιό. Ἀλλά καί
πάλι δέν βρῆκα τή χαρά. Ἀναζητοῦσα νά βρῶ κάτι πού θά γέμιζε τό κενό
πού ἔνοιωθα στήν ψυχή μου.
Ἕνα βράδυ ἔφερε ὁ ἄνδρας μου στό σπίτι ἕνα φίλο του. Αὐτός ἀνῆκε σέ
κάποια αἵρεσι, ἀπό αὐτές πού ὑπάρχουν ἑκατοντάδες στήν Κορέα. Πρίν φύγη,
μοῦ ἔδωσε μία κασέτα. Αὐτή ἡ κασέτα περιεῖχε τή διδασκαλία τῆς αἱρέσεώς
του καί ἑλκυστικά τραγούδια. Ἄρχισα νά τήν ἀκούω συνέχεια, ὅσο
βρισκόμουν μέσα στό σπίτι. Ἀκούγοντάς την, ἔβλεπα τόν κόσμο ἀλλιώτικο,
ὄμορφο καί ὅλα τά πλάσματα θαυμάσια! Ἀλλά ἐνῶ ἔφθασα σέ σημεῖο νά νιώθω
ὅτι κέρδισα τόν κόσμο καί ἤμουν εὐτυχισμένη, συνέβη κάτι τρομακτικό.
Μιά μέρα, καθώς νύχτωνε, μιά φωτιά ἔκαιγε τά σωθικά μου, τίποτε δέν μέ
κρατοῦσε μέσα στό σπίτι καί ἤθελα νά βγῶ ἔξω νά φύγω. Προσπαθοῦσα νά
ἠρεμήσω, ὅμως, μέ τίποτε δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τόν ἑαυτό μου.
Ἔνοιωθα ὅτι κάποιο πνεῦμα μπῆκε μέσα μου καί μέ ἐξώθοῦσε. Τό ἴδιο ἔπαθε
καί ὁ μικρός μου γιός, πού ἄκουγε κι αὐτός τήν κασέτα. Ἔγινε παράξενος,
ἄλλαξε ἡ ὄψι του σάν νά ἦταν δαιμονισμένος. Αὐτό μοῦ προκάλεσε
μεγαλύτερη ταραχή. Ἐπειδή ἐγώ, ἡ μάνα, δέν ἤμουν αὐτή πού ἔπρεπε,
σκέφθηκα ὅτι ἐξαιτίας μου βασανιζόταν καί τό παιδί μου! Τό ἀγκαλιάζα νά
τό συνεφέρω.
Ἔκλαιγα πολύ. Δέν μποροῦσα νά ἀφήσω τόν μοναχογιό μου στήν κατάστασι
αὐτή. Ἄρχισα νά προσεύχομαι μέ τόν βουδιστικό τρόπο, ὅπως ἔκανε ἡ μητέρα
μου. Ὅμως, τίποτε, δέν ἔβλεπα καμμιά βελτίωσι. Περνοῦσε δύσκολες νύκτες
σ᾽ αὐτή τήν ἀφόρητη κατάστασι. Χρειαζόμουν κάποιον νά μέ βοηθήση. Ἀλλά
ποιός θά μποροῦσε νά μέ ἀπαλλάξη ἀπ᾽ αὐτή τήν κόλασι πού ζοῦσα!
Μοῦ ἦλθε στό νοῦ μία γειτόνισσά μου, ἡ Α.. Αὐτή μέ τά δύο παιδιά της καί
μέ τήν ἀδελφή της πήγαιναν κάθε Κυριακή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Παλαιότερα μοῦ εἶχε πεῖ καί μένα νά πάω, ἀλλά τό θεώρησα χάσιμο χρόνου.
“Μία Κυριακή μοῦ μένει γιά νά ξεκουραστῶ, ἔλεγα. Στίς Ἐκκλησίες πᾶνε
ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἄλλες ἀσχολίες”. Μοῦ εἶχε κάνει, ὅμως, ἐντύπωσι
ὅτι κάθε φορά πού συζητούσαμε γιά τέτοια θέματα, ἡ Α. καμάρωνε γιά τήν
Ἐκκλησία της. Μέσα στήν ἀπελπισία μου πῆγα κάι τήν βρῆκα. Τῆς εἶπα ὅλη
τήν ἱστορία μου. Μέ ἄκουσε προσεκτικά. Στό τέλος τήν παρακάλεσα νά
ρωτήση τόν ἱερέα της, στήν Ἐκκλησία πού πηγαίνει, γιατί εἶμαι σ᾽ αὐτή
τήν κατάστασι, τί νά κάνω, πῶς νά γλιτώσω ἀπ᾽ τή δυστυχία μου.
Ὁ ἱερέας ἀπάντησε ὅτι ἡ κατάστασί μου εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη καί νά πάω
τό γρηγορότερο στήν Ἐκκλησία. Μόλις ἄκουσα αὐτά τά λόγια ἔτρεξα στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παρόλο πού δέν ἤξερα τίποτε γιά τόν ἀληθινό Θεό.
Ἤθελα νά λυτρωθῶ χωρίς καθυστέρησι ἀπ᾽ τήν κόλασι πού μέ ἔζωνε. Μόλις
φθάσαμε μέ τήν Α. στό ναό καί ἀπ᾽ τήν εἴσοδο ἀντίκρυσα τό ἐσωτερικό του,
τό τέμπλο, τίς εἰκόνες, τά καντήλια, συγκλονίστηκα καί ἄρχισα νά κλαίω
ἀπό χαρά καί συγκίνησι. Ἔνοιωσα ὅτι αὐτό πού ἔψαχνα ἀπό μικρό κορίτσι,
αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ ψυχή μου, τό εἶχα βρεῖ! Μιά γλυκιά ζεστασιά καί
μία ἀνείπωτη γαλήνη γέμισαν τήν ψυχή μου. Σάν νά ἤμουν στήν ἀγκαλιά τῆς
πιό στοργικῆς μάνας τοῦ κόσμου.
Ἢλθε ὁ ἱερέας καί, παρόλο ὅτι δέν τόν εἶχα δεῖ πρίν οὔτε μία φορά, ἦταν
τέτοια ἡ ἐμπιστοσύνη πού μοῦ προκάλεσε, ὥστε τοῦ περιέγραψα ὅλη μου τή
ζωή, τίς πτώσεις μου, τίς σκέψεις μου, τούς φόβους μου… Οὔτε κατάλαβα
πόσες ¬ὧρες μιλοῦσα. Ξαφνικά αἰσθάνθηκα μεγάλη κούρασι καί ζήτησα ἀπ᾽
τόν ἱερέα νά διακόψουμε, γιά νά πάω στό σπίτι μου νά ξεκουραστῶ,
λέγοντάς του ὅτι θά ξαναπήγαινα στήν Ἐκκλησία.
Μόλις ἐπέστρεψα στό σπίτι μου κοιμήθηκα βαθιά καί στόν ὕπνο μου εἶδα
Ἁγίους Ἀγγέλους νά ἔρχονται κοντά μου καί ξαφνικά, τήν ἴδια στιγμή, ἕνας
μαῦρος δαίμονας νά φεύγη βιαστικά ἀπ᾽ τήν καρδιά μου. Ξύπνησα καί
ἔνοιωσα ὅτι ἤμουν ἄλλος ἄνθρωπος! Τό σῶμα μου καί ἡ ψυχή μου εἶχαν
ἀνακουφισθῆ. Ἀπό τότε ἄρχισα νά πηγαίνω τακτικά στήν Ἐκκλησία.
Κατηχήθηκα, βαπτίσθηκα καί πῆρα τό ὄνομα τῆς Παναγίας Μητέρας μας.
Μέ τίς ἐπιθέσεις τοῦ σατανᾶ ἔζησα τόση δυστυχία! Μέ τήν εὐλογία τοῦ
Χριστοῦ καί τήν πίστι μου σ᾽ Αὐτόν, τόν ἀληθινό Θεό, ζῶ σέ πέλαγος
εὐτυχίας. Συμμετέχοντας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ καθημερινή μου ζωή
εἶναι ἀσφαλής. Ἀλλά καί τό παιδί μου, πού εἶχε περιέλθει σέ τέτοια
παράξενη κατάστασι, ἀπό τότε πού βαπτίσθηκε ἄλλαξε τελείως, ἔγινε ἕνα
καλό καί φρόνιμο παιδί. Πηγαίνει τώρα στήν Β´ τάξι τοῦ Δημοτικοῦ.
Πιστεύω ὅτι ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπ᾽ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί μέρα-νύκτα
Τόν εὐχαριστῶ. Τώρα ὁ μόνος μου καημός εἶναι νά ἀρχίση νά πηγαίνη καί ὁ
ἄνδρας μου στήν Ἐκκλησία. Τόν πῆγα μερικές φορές στό ναό, τοῦ ἄρεσε ἡ
Θ. Λειτουργία, εἶχε καλή ἐπικοινωνία μέ τόν ἱερέα, ἀλλά ἀκόμη διστάζει
νά προχωρήση.
Προσεύχομαι πολύ στό Θεό νά ἀνοίξη ἡ καρδιά τοῦ συζύγου μου καί νά δεχθῆ τή λυτρωτική Χάρι Του.
Μαρία Κ.
(Μετάφρασι ἀπ᾽ τά κορεατικά: Ἀγάθη Πέκ)».
Από το Βιβλίο: Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Κορέας, 2. Μαρτυρίες, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 2007
Πηγή