Ὁ
Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία τῆς Μ. Ἀσίας, κατά
τους χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337). Οἱ γονεῖς
του ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς καί εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλη περιουσία. Ἦταν
τίμιοι, ὀνομαστοί καί μέ καλό ὄνομα, γί’ αὐτό ἔδωσαν καί καλό
παράδειγμα στόν Ἀχίλλιο. Τόν ἄφησαν ὅμως ὀρφανό πολύ μικρό. Ὁ Ἀχίλλιος
κληρονόμησε τη μεγάλη περιουσία, ἀλλά τήν μοίρασε στούς Χριστιανούς πού
ἦταν φτωχοί, στίς χῆρες, στά ὀρφανά, καί τήν διέθεσε γιά τήν ἐξυπηρέτηση
τῶν ἀναγκῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό πλουσιότατος ἔγινε φτωχός, γιά νά
πλουτίσει στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, προσευχόταν καί ἔκανε πρόθυμα πολλούς
ἀσκητικούς ἀγῶνες. Ἔπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες ἑπόμενο ἦταν νά τοῦ δοθεῖ
πολλή Θεία Χάρη.
Μιά μέρα ἄφησε τήν πατρίδα του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα ὅπου προσκύνησε
τούς Ἅγιους Τόπους. Ἀπό ἐκεῖ πῆγε στή Ρώμη νά προσκυνήσει τούς τάφους
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πέτρου καί Παύλου καί τῶν ἑκατομμυρίων μαρτύρων
πού μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μέσα στά ἀμφιθέατρα. Ἀπ’ ὅπου
περνοῦσε ὁ Ἅγιος κήρυττε τό Εὐαγγέλιο καί ἔτσι ὁδηγοῦσε πολλούς
ἀνθρώπους ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Βάπτιζε
ὅλους ὅσους δίδασκε. Μέ τή χάρη τοῦ θεοῦ ἀπέκτησε καί τό χάρισμα
νά κάνει θαύματα.
Ἔτσι μέ ζωή γεμάτη ἀγῶνα γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ ἔφτασε τέλος καί στή
Θεσσαλία, ὅπου ἡ Ἐκκλησία τόν τοποθέτησε στόν ἔνδοξο θρόνο τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς Λαρίσης, στήν ὁποία ὑπάγονταν πολλές ἐπισκοπές.
Στή νέα του διακονία ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἀναδείχθηκε ἰσάξιος των μεγάλων ἱεραρχῶν καί ἁγίων ἀνδρῶν. Κατά τήν ἐποχή ἐκείνη εἶχε πέσει μεγάλη ἀνομβρία στόν κάμπο τῆς Λαρίσης.
Οἱ κάτοικοι φοβούμενοι νά μήν καταστραφοῦν τά σπαρτά τους, ἔτρεξαν νά
συμβουλευτοῦν τόν Ἅγιο Ἀχίλλιο τί νά κάνουν. Τότε ἐκεῖνος προσευχήθηκε
στό Χριστό νά βρέξει. Καί ὦ τοῦ Θαύματος! Μέ τήν προσευχή του κατόρθωσε
νά πέσει πολλή βροχή. Ἔτσι ἀπαλλάχτηκαν οἱ Λαρισαῖοι ἀπό τήν ἀνομβρία.
Πῆρε μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνεκάλεσε ο Μέγας
Κωνσταντῖνος στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325μ.Χ.). Ὑπῆρξε ἀπό τά πιό
μαχητικά στελέχη τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὄχι μόνο γιά τή Σοφία του,
ἀλλά καί γιά τά θαύματά του, μέ τά ὁποῖα ντρόπιασε τόν αἱρετικό Ἄρειο. Ὁ
Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔκανε τήν ἑξῆς ἐρώτηση στόν Ἄρειο: «Ἐάν πράγματι ὁ
Χριστός δέν εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα,
ἀλλά εἶναι κτίσμα, διατάξτε αὐτή τήν πέτρα (πού βρισκόταν ἐκεῖ νά
ἀναβλύσει λάδι». Οἱ Ἀρειανοί, ποτέ δέν περίμεναν νά ἀκούσουν τά λόγια
αὐτά. Κατόπιν σηκώθηκαν καί εἶπαν στόν Ἅγιο Ἀχίλλιο «Ἐσύ πού εἶπες αὐτά
τά λόγια, ἐσύ νά διατάξεις ἡ πέτρα νά βγάλει λάδι».
Τότε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, εἶπε: «Ἄν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁμοούσιος τῷ Πατρί, ὡς πιστεύομεν καί διδάσκομεν ἡ πέτρα αὐτή ἄς ἀναβλύσει ἔλαιον». Καί ἀμέσως ἡ πέτρα ἀνέβλυσε λάδι.
Κατόπιν ἐπέστρεψε στή Λάρισα συνεχίζοντας τό ποιμαντικό του ἔργο.
Ποίμανε τή μητρόπολη Λαρίσης γιά τριάντα χρόνια. Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος κατάλαβε
τό θάνατό του καί ζήτησε νά κατασκευάσουν τόν τάφο του. Ὅλοι
οἱ κληρικοί τῆς περιφέρειας ἔτρεξαν στήν κηδεία του. Τή στιγμή μάλιστα
τοῦ ἐνταφιασμοῦ του ἔγιναν πολλά θαύματα.
Ἀργότερα γιά πολύ καιρό, ἔμεινε ὁ τάφος ἄγνωστος. Πέρασαν 300 χρόνια
καί οἱ ἄνθρωποι δέν γνώριζαν τίποτα γιά τό λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Θεός
ὅμως δέν θέλησε νά κρύπτεται τέτοιος θησαυρός, ἀλλά φανέρωσε τό ἅγιο
λείψανο μέ θαῦμα. Οἱ κάτοικοι τῆς Λάρισας ἔκτισαν μεγαλοπρεπῆ ναό καί
τοποθέτησαν τό λείψανό του μέσα στήν ἐκκλησία.
Ἐκεῖ καθημερινῶς θαυματουργοῦσε μέχρι τό ἔτος 978 μ.Χ., ὅταν ὁ
ἄρχοντας τῶν Βουλγάρων Σαμουήλ κατέλαβε τήν Θεσσαλία καί τή Λάρισα,
αἰχμαλώτισε τούς κατοίκους καί πῆρε τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καί τό
μετέφερε στή Λίμνη τῆς Πρέσπας.
Χίλια χρόνια ἀργότερα ἀπό τότε ὁ Θεός εὐδόκησε νά φανερωθοῦν τά
ὀστᾶ του μέσα στά ἐρείπια μεγαλοπρεποῦς μητροπολιτικῆς Βασιλικῆς. Τό
1965 ἀνεσκάφη ὁ δασώδης χῶρος πάνω ἀπό τό ναό ἀπό τόν καθηγητή τοῦ
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Μουτσόπουλο. Στό διακονικό (τμῆμα
ἱεροῦ βήματος), σέ συνηθισμένο γιά ἱερά λείψανα χῶρο, βρέθηκε τάφος ὁ
ὁποῖος ὅπως καί ὁ ναός, κατασκευάστηκε ἀπό Ἕλληνες τεχνίτες, ἴσως τούς
Λαρισαίους αἰχμαλώτους.
Τά λείψανα κατεῖχαν ὁρισμένη θέση στό ἐσωτερικό του τάφου. Ἄρα ὁ Ἅγιος δέν ἐτάφη ἐκεῖ νεκρός, ἀλλά τοποθετήθηκε λάρνακα ὀστῶν.
Ὁ ναός καί ὁ τάφος, κατά τούς ἱστορικούς κοσμοῦνταν ἀπό πλῆθος
ἀφιερωμάτων, μέ χρυσό καί πολύτιμους λίθους. Ἦταν ἡ Μητρόπολη τῆς
Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, γεγονός τό ὁποῖο δικαιώνει τήν ταύτιση τοῦ
εὑρεθέντος ναοῦ μέ τόν παρασκευασθέντα ἀπό τόν Σαμουήλ τό 986 -990,
ἀποκλειστικά γιά τό ἱερό λείψανο.
Στόν ἴδιο ναό βρέθηκαν καί ὁ σκελετός τοῦ τσάρου Σαμουήλ, νομίσματα,
ἀφιερώματα, ἕνα σφαιρικό κομβίο ἀπό τά ἄμφια τοῦ Ἁγίου καί πολύτιμοι
λίθοι, προφανῶς ἀπό τό ἐγκόλπιο. Ο Ν. Μουτσόπουλος παρέλαβε τά ἱερά
λείψανα καί τά μετέφερε στή Θεσσαλονίκη, παραδίδοντάς τα γιά φύλαξη στήν
Ἱ. Μονή Βλατάδων. Ἐπίσης, ἔστειλε σέ 45 Ἰνστιτοῦτα τοῦ ἐξωτερικοῦ μικρό
τεμάχιο τοῦ λειψάνου καί χώματος γιά διερεύνηση. Οἱ τρεῖς ἀπαντήσεις πού πῆρε συμφωνοῦσαν ὅτι τά λείψανα εἶχαν ἐναποτεθεῖ πρίν
ἀπό 1000 περίπου χρόνια, τό 980 – 986, χρονολογία πού συνέπιπτε μέ
τή λεηλασία τῆς Λαρίσης καί τήν ἁρπαγή τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἀργότερα γιά περισσότερη ἀσφάλεια μεταφέρθηκαν στήν Ἱ.Μονή Ὀρμύλιας
Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ παρέμειναν γιά ἀρκετά χρόνια. Στή συνέχεια, μέ
ἐνέργειες τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης κυρίου Σεραφείμ (1974–1989)
τά ἱερά λείψανα τά παρέλαβε ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.
Παντελεήμων ὁ Β΄, ὁ ὁποῖος τέλεσε πανηγυρική Θεία Λειτουργία στόν ἱερό
ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης καί τά λείψανα τοῦ Πολιούχου Ἁγίου μας τέθηκαν σέ προσκύνημα.
Ἀξίζει νά μεταφερθεῖ ὅτι τό συναξάρι τῶν δύο (Ἁγίου Ἀχιλλίου καί Ἁγίου
Δημητρίου) ἀναφέρει ὅτι εἶχαν συναντηθεῖ στά Τέμπη ἔφιπποι καί
παραπονέθηκαν γιά τήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τό ἀπόγευμα
τῆς 14 Μαΐου τοῦ 1981, μέ ἑλικόπτερο τοῦ Στρατοῦ ἐπανακομίσθηκαν
τά λείψανα τοῦ Ἁγίου στή λαρισαϊκή γῆ. Τά ὑποδέχθηκαν στό χῶρο τοῦ
σταδίου ὁ Μακαριότατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.
Σεραφείμ, πολλοί Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅλο το ἱερατεῖο
τῆς Μητροπόλεως, πλῆθος Λαρισαίων καί Θεσσαλῶν προσκυνητῶν καί οἱ τοπικές ἀρχές.
Ἀπό τότε τά λείψανα τοῦ Θαυματουργοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου βρίσκονται
στόν ὁμώνυμο Μητροπολιτικό Ναό τῆς πόλης μας καί ἡ μνήμη του γιορτάζεται
μέ τή μεγαλύτερη ἐπισημότητα κάθε χρόνο στίς 15 Μαίου.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου
Χαίρει ἔχουσα, ἡ Θεσσαλία, σὲ ἀκοίμητον, φρουρῶν προστάτην, καὶ τῆς
Λαρίσης ἡ πόλις ἀδάμαντα, ἡ Ἐκκλησία τὴν εὔηχον σάλπιγγα, τὸ τοῦ Υἱοῦ
ὁμοούσιον κηρύξασαν, Πάτερ Ἅγιε Ἱεράρχα Ἀχίλλιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς οἰκουμένης τὸν ἀστέρα τὸν ἀνέσπερον
Καὶ Λαρισαίων τὸν ποιμένα τὸν ἀκοίμητον
Τὸν ἀχίλλιον ὑμνήσωμεν ἐκβοῶντες·
Παρρησίαν κεκτημένος πρὸς τὸν Κύριον
Ἐκ παντοίας τρικυμίας ἡμᾶς λύτρωσαι Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός,
χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.