Στό
Μεσολόγγι ζοῦσε μία εὐλαβέστατη γυναῖκα, ὀνόματι
Βασιλική (Κούλα τήν φώναζαν), παντρεμένη μέ τόν Δημήτριο
Καλαντζῆ, ψαρᾶ στό ἐπάγγελμα. Ἦταν καί οἱ δυό πολύ πιστοί καί
πολύ ἁπλοῖ ἄνθρωποι.
Ὅταν
ἡ Βασιλική ἦταν νέα, τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων «εἶδε τούς
οὐρανούς ἀνεωγμένους» καί τούς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ψάλλουν.
Γι᾽ αὐτό ἔλεγε: «Αὐτή τήν ἡμέρα μή φεύγης ἀπό τήν Ἐκκλησία,
ἔστω καί ἂν καίγεται τό σπίτι σου, γιατί ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί».
Τό
σπίτι πού κατοικοῦσαν ἦταν ἰσόγειο καί γιά πάτωμα εἶχε
τσιμέντο. Ὅταν ἔβρεχε γέμιζε νερό πού ἔφθανε τά εἴκοσι
ἑκατοστά. Εἶχαν τοποθετήσει πέτρες γιά νά πατᾶνε καί μέ ἕνα
“γκιούμι” ἄδειαζαν τό νερό. Τόν χειμῶνα δέν ἔστρωναν
κουρελοῦδες γιά νά ἔχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν ἀπό τά
νερά. Ἀλλά μέσα σ᾽ αὐτό τό παγωμένο σπίτι ἡ καρδιά τους
χτυποῦσε πολύ ζεστά γιά τόν Χριστό καί τά πρόσωπά τους ἦταν
πάντα χαρούμενα καί εἰρηνικά. Ἡ θεία Χάρι τούς φύλαγε καί δέν
ἀρρώσταιναν.
Εἶχαν
στό σπίτι τους μία εἰκόνα τῆς Παναγίας θαυματουργή, μπρός
στήν ὁποία ἄναβαν ἀκοίμητο καντήλι καί ἐκεῖ ἔκαναν τίς
προσευχές καί τίς μετάνοιές τους. Στήν Ἐκκλησία πήγαιναν πάντα
Κυριακές καί ἑορτές.
Ἡ
Βασιλική εἶχε μία ἀδελφή, τήν Γεωργία, ἡ ὁποία χήρεψε
ἀπό τά 37 της χρόνια μέ ἕξι παιδιά. Οἱ ἀνάγκες τους ἦταν πολλές
καί αὐτή ἦταν πολύ φτωχή. Πήγαινε τότε στόν γαμπρό της
Δημήτρη, τόν ψαρᾶ πού ἦταν πολύ ἐλεήμων. Τόν ρωτοῦσε ἂν
ἔπιασε ψάρια. Ὅταν ἀπαντοῦσε ὅτι ἔπιασε, ἡ Γεωργία ἔβαζε
τό χέρι της στήν τσέπη του καί ἔπαιρνε ὅσα χρήματα εἶχε
ἀνάγκη. Αὐτός χαμογελοῦσε καί τῆς ἔλεγε: «Ἣσυχα–ἥσυχα,
Γεωργία», τίποτε ἄλλο καί τήν ἄφηνε νά παίρνη ὅσα χρήματα
ἤθελε.
Ὅταν
ἐκοιμήθη ὁ Δημήτριος, ἡ σύζυγός του Βασιλική ἄρχιζε νά
μοιράζη τά ὑπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τά ἀπολύτως
ἀπαραίτητα καί τά ὑπόλοιπα τά ἔδωσε ἐλεημοσύνη. Ἄδειασε
τό σπίτι της. Γύριζε μέ τό Εὐαγγέλιο στήν μασχάλη καί τό
διάβαζε εὐκαίρως–ἀκαίρως μέ πολλή εὐλάβεια. Ἀπό τήν σύνταξή
της κρατοῦσε ἕνα μικρό μέρος γιά τίς ἀνάγκες της καί τά
ὑπόλοιπα τά μοίραζε στούς φτωχούς. Τήν ρωτοῦσε ὁ γυιός της τί
τά κάνει τά χρήματα, καί αὐτή ἀπαντοῦσε: «Τά ξόδεψα, παιδί
μου».
Μία
Κυριακή πῆγε κατά τήν συνήθειά της στήν Ἐκκλησία καί
κοινώνησε. Ὅταν ἐπέστρεψε καί ἔφθασε ἔξω ἀπό τό σπίτι της
κατάλαβε ὅτι ἔφθασε τό τέλος της. Ἐκεῖ μπροστά στήν πόρτα τοῦ
σπιτιοῦ γονάτισε, ἔκανε τόν σταυρό της καί φώναξε τή νύφη της
πού ἔμενε δίπλα, λέγοντάς της ὅτι πεθαίνει. Καί ἔτσι
γονατιστή καί σταυροκοπημένη παρέδωσε τό πνεῦμα της στόν
Κύριο τόν ὁποῖον τόσο ἀγάπησε ἐκ νεότητός της καί ἐτήρησε
πιστά τίς ἐντολές Του. Ἐκοιμήθη περίπου τό ἔτος 1970.
Ὅταν
ἔγινε γνωστή ἡ κοίμησή της γέμισε τό σπίτι της φτωχούς
ἀνθρώπους. Ὁ ἕνας ἔλεγε «ἐμένα μοῦ ἔδωσε κουβέρτα, Θεός
σχωρέσ᾽ την», ὁ ἄλλος ἔλεγε «μοῦ ἔδωσε πιάτα», ὁ ἄλλος
«ποτήρια», ὁ ἄλλος «χρήματα». Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε μετά τήν
κοίμησή της ποῦ πήγαιναν τά πράγματα καί τά χρήματά της.
Ὅσο
ζοῦσε τήν ἐπισκεπτόταν ἡ ἀδελφή της Γεωργία μέ τόν ἐγγονό
της. Ἡ συμβουλή της ἦταν: «Νά διαβάζης, παιδί μου, Εὐαγγέλιο.
Αὐτό εἶναι τό καλό τό βιβλίο».
Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου καί τῆς Βασιλικῆς Καλαντζῆ. Ἀμήν.