Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Μοῦ εἶ­πε: “Ζῶ, δέν πέ­θα­να”, ἐ­νῶ εἶ­χε πε­θά­νει τό 1958...

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἀποκάλυψη κρυμμένης εἰκόνας
Δι­ή­γη­ση Πα­να­γι­ώ­του Μα­τρατ­ζῆ τοῦ Νι­κο­λά­ου, κα­τοί­κου Βεροί­ας, ὁ­δός Μο­ρά­βια 10,
συντα­ξι­ού­χου Ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ:
«Τό 1962, τόν Μάρ­τιο μῆ­να ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα στό νη­σί Γυά­ρο, ἀ­πέ­ναντι ἀ­πό τήν Σύ­ρο, στίς φυ­λα­κές γιά ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Ἕ­να Σάβ­βα­το, ἐ­νῶ κοι­μό­μουν στόν θά­λα­μο μό­νος μου, κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα μοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ὕ­πνο ἡ κε­κοι­μη­μέ­νη μη­τέ­ρα μου πού ἦταν πο­λύ πι­στή, καί ὅ­λος ὁ θά­λα­μος ἔλαμ­ψε ἀπό φῶς. Μοῦ εἶ­πε: “Ζῶ, δέν πέ­θα­να”, ἐ­νῶ εἶ­χε πε­θά­νει τό 1958. Συ­νέ­χι­σε: “Νά πᾶς στόν πέ­μπτο ὅρ­μο[1]. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι πα­ρα­χω­μέ­νη (θαμ­μέ­νη) ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Θά βρεῖς μί­α μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἄ­σπρη. Θά σέ ὁ­δη­γή­σω ἐ­γώ ἀ­πό ποῦ θά πᾶς. Νά πά­ρης τήν εἰ­κό­να”. Μοῦ ἔ­δει­ξε τήν το­πο­θε­σί­α καί τήν πλά­κα. Ἀλ­λά πῶς νά πά­ω ἐ­κεῖ;
»Τό πρω­ΐ πή­γα­με νά βά­λου­με μπρός τό κα­ΐ­κι γιά νά κά­νου­με πε­ρι­πο­λί­α γύ­ρω ἀ­πό τό νη­σί. Ὅ­μως δέν ἔ­παιρ­νε μπρο­στά. Ἐ­γώ τούς ἀ­νέ­φε­ρα τό ὄ­νει­ρο καί τούς εἶ­πα ὅ­τι πρέ­πει νά πά­ω στόν πέμ­πτο ὅρ­μο.
»Ξε­κί­νη­σα μό­νος μου. Αἰ­σθα­νό­μουν σάν νά μέ ὡ­δη­γοῦ­σε μί­α ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη. Προ­χώ­ρη­σα πε­νήντα μέ­τρα στόν δρό­μο καί με­τά ἔ­στρι­ψα ἀ­πό­το­μα πρός τά βρά­χια. Τά μέ­ρη ἐ­κεῖ­να εἶ­ναι ἀ­πά­τη­τα καί τά βρά­χια πο­λύ ἀ­πό­το­μα. Μο­νο­πά­τια δέν ὑ­πῆρ­χαν. Ἀ­νέ­βη­κα πρί­που 300 μέ­τρα καί ἔ­φθα­σα σέ μί­α κο­ρυ­φή. Ἀ­πό κά­τω οἱ κρα­τού­με­νοι μέ τόν φύ­λα­κα ἀ­πο­ροῦ­σαν καί ἔ­λε­γαν: “Μά κα­λά, αὐ­τός εἶ­ναι τρελ­λός, ποῦ ἀ­νε­βαί­νει ἐ­κεῖ πά­νω;”.
»Φθά­νοντας στόν τρί­το ὅρ­μο, σκέ­φθη­κα νά κα­θή­σω νά ξε­κου­ρα­στῶ ἀλ­λά τά πό­δια μου δέν λύ­γι­ζαν καί προ­χώ­ρη­σα. Εἶ­χα ἀ­πό τίς 6 τό πρωΐ πού βά­δι­ζα καί στίς 10 ἔ­φθα­σα στόν πέμ­πτο ὅρ­μο. Εἶ­δα ἐ­κεῖ τήν πλά­κα πού εἶ­χα δεῖ στό ὄ­νει­ρό μου. Αἰ­σθάν­θη­κα συγ­κί­νη­ση καί χα­ρά. Ἄρ­χι­σα νά κα­θα­ρί­ζω τά χόρ­τα καί βρῆ­κα σέ βά­θος μιᾶς πι­θα­μῆς κά­τω ἀ­πό τήν πλά­κα μί­α παμ­πά­λαι­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μέ τόν Χρι­στό, δι­α­στά­σε­ων 30 ἐ­πί 30 ἑ­κα­το­στά, ἁπλῆ χω­ρίς ἀ­σή­μι, ἀλ­λά φαί­νο­νταν κα­θα­ρά τά πρό­σω­πα. Βρῆ­κα καί ἕ­να καντή­λι χω­νε­μέ­νο.
»Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἀ­πό­με­ρο καί ἀ­κα­τοί­κη­το. Ποιός ξέ­ρει πῶς βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἡ εἰ­κό­να.
»Στόν γυ­ρι­σμό δέν κα­τά­φε­ρα νά γυ­ρί­σω ἀ­πό τόν ἴ­διο δρό­μο, για­τί ἦ­ταν ἀ­πό­το­μος˙ φο­βή­θη­κα μήν πέ­σω στόν γκρε­μό καί σκο­τω­θῶ. Πῆ­γα ἀ­πό ἄλ­λο μέ­ρος, βά­δι­σα πέντε χι­λι­ό­με­τρα καί ἔ­φθα­σα στίς 5 τό ἀ­πό­γευ­μα στόν θά­λα­μο πού ἔ­με­να.
»Ὅ­ταν μέ εἶ­δαν οἱ συ­νά­δελ­φοί μου ἐ­ξε­πλά­γη­σαν καί προ­σκύ­νη­σαν τήν εἰ­κό­να. Με­τά πή­γα­με στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Σύ­ρου, ἀ­να­φέ­ρα­με τά σχε­τι­κά, ἀλ­λά οὔ­τε ἐ­κεῖ ἤ­ξε­ραν πῶς βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να σ᾿ ἐ­κεῖ­νο τό ἐ­ρη­μι­κό μέ­ρος, οὔ­τε κα­νείς κά­τοι­κος γνώ­ρι­ζε ἂν ὑ­πῆρ­χε Μο­να­στή­ρι ἢ Ἐκ­κλη­σί­α στό μέ­ρος πού βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να. Τό­τε κά­να­με ἐκεῖ ἕ­να μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι, βά­λα­με εἰ­κό­νες καί ἀ­νά­βα­με καντή­λι. Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πέ­ναντι ὁ Σταυ­ρός τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Τή­νου».
[1]. Λό­φοι πού συγ­κλί­νουν στήν θά­λασ­σα, ὅ­πως στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.