Θὰ
σᾶς διηγηθῶ ἕνα περιστατικὸ σὲ πρῶτο πρόσωπο ὅπως ἀκριβῶς μοῦ τὸ
περιέγραψε ἕνα προσφιλὲς πρόσωπο ποὺ μοῦ ζήτησε γιὰ εὐνόητους νὰ μὴν
ἀποκαλυφθῇ τὸ ὄνομά του καὶ ὁ τόπος ποὺ συνέβη:
«Ἦταν
ἀπόγευμα Μεγάλης Παρασκευῆς· ἡ ἀτμόσφαιρα γλυκειά, ἀνοιξιάτικη, ἀλλὰ ἡ
καρδιά μου ἦταν πικραμένη. Ὁ Χριστὸς στὸν τάφο, μονάχος, χωρὶς κανένα
δίπλα του ὅπως καὶ τότε. Δὲν ἄντεχα στὴν σκέψη ὅτι τὸ πιὸ ἀγαπημένο μου
πρόσωπο στὸν κόσμο θὰ ἔστεκε σήμερα ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ ὅλους. Ὄχι
βέβαια χωρὶς αἰτία. Ἡ αἰτία ἦταν σοβαρὴ καὶ σεβαστή, ἀλλὰ ἀνθρωπίνως ἡ
ψυχή μου δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ. Σχεδὸν πενῆντα ἡμέρες μὲ νηστεία
καὶ προσευχὴ εἶχαν περάσει χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν
πιὸ μεγάλη στιγμὴ ὅλα ἔδειχναν νεκρά. Ἔψαχνα ἕνα ἀποκούμπι, ὅταν στὸ
διαδίκτυο εἶδα μιὰ ὄμορφη ἱστορία, «Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας
κηδεύεται μονάχος. Μέρος πρῶτο». Συγκινήθηκα πολύ, δὲν ἤξερα τὸ τέλος
τῆς ἱστορίας, ὅμως θέλησα τελείως αὐθόρμητα νὰ ζήσω λίγο ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ
συναίσθημα τῶν μυροφόρων, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔλεγε τὸ διήγημα. Οἱ ἐκκλησιὲς
κλειστές, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ μποροῦσα νὰ κάνω ἦταν νὰ ἀφήσω λίγα
λουλούδια στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Ξεσηκώθηκε λοιπὸν ὅλη ἡ οἰκογένεια
γιὰ μιὰ ἀπογευματινὴ «φυσικὴ ἄσκηση» περιπάτου μέχρι τὴν ἐκκλησία, μὲ
λίγα τριαντάφυλλα στὰ χέρια, κομμένα ἀπὸ τὸν κῆπο μας καὶ μιὰ κρυφὴ
λαχτάρα στὴν καρδιά. Στὸ δρόμο ἀναρωτήθηκα ὅπως οἱ μυροφόρες «Τὶς
ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;». Σὲ λίγο, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ
χωριοῦ μας. Ἀπὸ τὰ κλειστὰ παράθυρά της ἀκουγόταν σιγανὰ: «Αἱ γενεαὶ
πᾶσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου…». Ἕνας κόμπος στὸ στομάχι μοῦ ἔφερε στὸ μυαλὸ
τὴν θλιβερὴ κατάσταση ποὺ ζούσαμε. Πολλοὶ τὸ εἶπαν ἐπιτίμιο γιὰ τὰ λάθη
μας, πολλοὶ τὸ εἶπαν ἁπλὸ φυσικὸ φαινόμενο, πολλοὶ ἐχλεύασαν ὡς ὁ ἕτερος
λῃστὴς λέγοντας «ποῦ εἶναι τώρα ὁ Θεός σας, νὰ διώξῃ τὴν πανδημία;» Γιὰ
ἐμένα ὅμως δὲν εἶχε τίποτα σημασία, παρὰ μόνο ὁ πόνος, ἡ ρομφαία ἐκείνη
ποὺ διαπερνᾶ τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν στέρηση τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾶς. Τόσες
προσευχές, ποὺ ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ βρῆκα τὸν χρόνο νὰ νιώσω ἀληθινὰ καὶ
καμμία ἀπόκριση. Καθὼς λοιπὸν ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ δὲν γινόταν τίποτα,
ἀφήσαμε τὰ λουλούδια πάνω στὴν πόρτα στὸ μικρὸ παρεκκλήσι καὶ κινήσαμε
νὰ φύγουμε. Καὶ ἐκείνην τὴν στιγμή, ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἀνοίγει. Γιὰ ἄγνωστο
λόγο ὁ ἐπίτροπος ἔπρεπε νὰ βγῇ γιὰ λίγο ἔξω καὶ ἔτσι ἁρπάξαμε ἀμέσως
τὴν εὐκαιρία νὰ ἱκετεύσουμε: «Θὰ μπορούσαμε γιὰ λίγο νὰ μποῦμε στὴν
ἐκκλησία νὰ προσκυνήσουμε;» καὶ πρὸς μεγάλη μας ἔκπληξη καὶ γιὰ μεγάλη
μας χαρὰ ἀκούσαμε: «Παρακαλῶ μπεῖτε γρήγορα μὴν σᾶς δῇ κανεὶς καὶ
προσεκτικὰ μόνο στὸ παρεκκλήσι, γιατί ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γίνεται ζωντανὴ
μετάδοση. Προσέξτε γιατί θὰ βροῦμε μεγάλο μπελά». Μπήκαμε λοιπὸν καὶ
μέσα ἀπὸ τὸ μικρὸ παρεκκλήσι ζήσαμε τὴν πιὸ κατανυκτικὴ Μεγάλη
Παρασκευή, ἴσως γιὰ ὅλη μας τὴν ζωή. Ρουφούσαμε κάθε λέξη μέσα στὴν
ἀπόλυτη ἡσυχία. Τόσα χρόνια ἀκούγαμε τὰ ἐγκώμια μέσα σὲ μιὰ φασαρία
γεμάτη ἀπὸ κοσμικὲς ἔννοιες. Εἶναι ἐντάξει τὰ ροῦχα μας; Εἶναι ἐντάξει
τὰ μαλλιά μας; Νὰ χαιρετήσουμε τοὺς γνωστούς, νὰ σχολιάσουμε τὸ ἕνα καὶ
τὸ ἄλλο, νὰ κάτσουν τὰ παιδιὰ ἥσυχα καὶ ἄλλα μύρια τόσα. Κι ὅμως ὅλα
αὐτὰ ἐξαϋλώθηκαν σὲ μιὰ στιγμή, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ τὸ μόνο ποὺ εἶχε
ἀληθινὸ νόημα ἦταν ὅτι ἤμασταν ἐκεῖ ποὺ ποθούσαμε, δίπλα στὸ πιὸ
ἀγαπημένο πρόσωπο τῆς ζωῆς μας.
Γιὰ πρώτη φορὰ
στὴν ζωή μου ἄκουσα λέξη-λέξη τὸ: «Δὸς τοῦτον ξένον …» καὶ γιὰ λίγο
ἔνιωσα ὅπως ὁ ἀγαπημένος μου ἅγιος Ἰωσήφ. Τόσα χρόνια ποτὲ δὲν εἶχα
ἀκούσει προσεκτικὰ αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ λόγια, γιατί λέγονται πάντα μέσα
στὴν φασαρία τὴν ὥρα ποὺ γυρίζει ὁ ἐπιτάφιος στὴν ἐκκλησία.
Κάποια στιγμὴ
τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ἔκλεισαν τὰ μικρόφωνα γιὰ τὴν μετάδοση καὶ μὲ μιὰ
ἀπόλυτη ἀγαλλίαση βρεθήκαμε μέσα στὴν ἀγαπημένη μας ἐκκλησιά, μοναδικοὶ
ἐπισκέπτες, νὰ προσκυνήσουμε τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν Ἐπιτάφιο. Τί σημασία
εἶχε κι ἂν ὁ Ἐπιτάφιος ἦταν ὁ πιὸ ἁπλὸς καὶ ἀπέριττος ποὺ εἴχαμε δεῖ σὲ
ὅλη μας τὴν ζωή. ΚΑΜΜΙΑ. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ σκιρτοῦσε
μέσα στὴν καρδιά μας. Μιὰ χάρις ποὺ ἔγινε ἀκόμα πιὸ μεγάλη, ὅταν μετὰ
ἀπὸ λίγο με πολὺ φόβο μὴν φέρω σὲ δύσκολη θέση τὸν καλό μας ἱερέα,
ρώτησα ἁπλοϊκά: «Πάτερ, πενῆντα μέρες χωρὶς λάδι καὶ νὰ στερηθοῦμε τὴν
Θεία Κοινωνία; Γιατί μᾶς τὸ ἐπέβαλαν αὐτό;» Ὁ παππούλης συγκινήθηκε μέσα
του ἀπὸ αὐτὸ τὸ αὐθόρμητο παράπονο καὶ τὸ ἴδιο αὐθόρμητα μᾶς εἶπε:
«αὔριο τὸ πρωὶ κρυφὰ θὰ σᾶς περιμένω ἐδῶ. Μόνο σας παρακαλῶ, νὰ μὴν σᾶς
δῇ κανείς».
Φεύγοντας ἀπὸ
τὴν ἐκκλησία, σχεδὸν πετούσαμε. Εἴχαμε ζήσει λίγο ἀπὸ τὸ θαῦμα τῶν
μυροφόρων. Τὴν ἐπαύριο, ὅπως εἴχαμε συμφωνήσει, λάβαμε ὅλοι τὴν Θεία
κοινωνία καὶ τὸ χαμόγελο ἐπανῆλθε στὰ χείλη μας. Εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ
ζήσουμε τὸ πιὸ ἀληθινὸ Πάσχα.
Ποτὲ στὴν ζωή
μου δὲν ἀμφέβαλα γιὰ τὸ: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν», ἀλλὰ ὁ ἁπλὸς
τρόπος ποὺ κάθε φορὰ αὐτὸ ἐκπληρώνεται δὲν θὰ σταματήσῃ ποτὲ νὰ μὲ ἀφήνῃ
μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό.
Δὲν ξέρω ποιός
ἔγραψε τὸ διήγημα: «Εἶναι Ἄνοιξη. Ὁ Χριστός μας κηδεύεται μονάχος», ἀλλὰ
νὰ ξέρῃ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔγραψε, στὴν οἰκογένεια μοῦ ἔφερε κάτι ποὺ θὰ τὸ
θυμόμαστε γιὰ ὅλη μας τὴν ζωή.
Τὸν εὐχαριστῶ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου».
Ὁ γράφων δὲν
πρόκειται γιὰ κάποιον εὔπιστο, ὀλιγογράμματο ἢ δῆθεν θεοσεβούμενο ποὺ
ἐκτελεῖ τυφλὰ τὰ «θρησκευτικά του καθήκοντα», ἀλλὰ γιὰ ἄτομο ποὺ στὴν
ἐπιστήμη του ὑπηρετεῖ τὸν ὀρθὸ λόγο, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ
νιώσῃ τὴν ὑπέρ-λογη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα θαύματα
τῆς ζωῆς.