–Τί ἄγνοια; Νὰ σοῦ πῶ μιὰ ἄγνοια;
Φιλόλογος ἀπὸ τὴν Χαλκιδικὴ δὲν ἤξερε τί εἶναι τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἕνας
Γερμανὸς δάσκαλος τοῦ μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦρθαν μαζί. Ὁ
Γερμανὸς ἤξερε ἀκόμη καὶ πόσα μοναστήρια ὑπάρχουν στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καὶ
παρόλο ποὺ ἦταν Προτεστάντης, ἤξερε καὶ τί ἅγια Λείψανα ὑπάρχουν, ποῦ
βρίσκονται κ.λπ. Αὐτὴ ἡ ἄγνοια δικαιολογεῖται; Ἄλλος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ
εἶπε σὲ κάποιον ἀπὸ τὴν Χαλκιδικὴ νὰ ̓ρθῆ γιὰ ἕνα πρόβλημά του νὰ τὸν
βοηθήσω. Ἀπὸ τὴν Ἀμερική! Νὰ σᾶς πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Ἦρθε ἕνας στὸ Καλύβι
ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν Φλώρινα. «Μέσα ἀπὸ τὴν Φλώρινα, τοῦ λέω, εἶσαι;».
«Ναί, ἀπὸ μέσα», μοῦ λέει. «Ἐσεῖς ἐκεῖ ἔχετε καὶ καλὸ μητροπολίτη», τοῦ
λέω. «Σὲ ποιά ὁμάδα παίζει;», μοῦ λέει.
Αὐτὸς νόμιζε ὅτι ἦταν
ποδοσφαιριστής! Ἦταν προσηλωμένος στὸ ποδόσφαιρο. Οὔτε τὸν δεσπότη ἤξερε
–τοὐλάχιστον τὸν Καντιώτη τὸν ξέρουν. Αὐτὰ δὲν δικαιολογοῦνται. Ὄχι,
ἄγνοια δὲν δικαιολογεῖται σήμερα στὸν κόσμο. Λείπει ἡ καλὴ διάθεση, τὸ
φιλότιμο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὴ διάθεση γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Χριστό, θὰ
Τὸν γνωρίση. Θὰ πάρη στροφή. Καὶ ἂν δὲν βρεθῆ οὔτε ἕνας θεολόγος οὔτε
ἕνας καλόγερος, καὶ δὲν ἀκούση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἅμα ἔχη καλὴ διάθεση,
θὰ πάρη στροφὴ ἢ ἀπὸ ἕνα
φίδι ἢ ἀπὸ ἕνα θηρίο ἢ ἀπὸ μιὰ ἀστραπή, ἀπὸ ἕναν κατακλυσμό, ἢ ἀπὸ
κάποιο ἄλλο γεγονός. Θὰ τὸν οἰκονομήση ὁ Θεός. Ἕνα παιδὶ ἀναρχικὸ εἶχε
πάει στὴν Γερμανία. Ἐκεῖ τὸ ἔκλεισαν σὲ ἀναμορφωτήριο, γιατὶ εἶχε
μπλέξει μὲ ναρκωτικὰ κ.λπ. Δὲν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ πουθενά. Στὸ
ἀναμορφωτήριο τοῦ ἔδωσε κάποιος ἕνα Εὐαγγέλιο. Τὸ διάβασε καὶ ἄλλαξε
ἀμέσως. «Θὰ πάω στὴν Ἑλλάδα, εἶπε· ἐκεῖ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία». Γύρισε στὸ
χωριό του. Οἱ συγγενεῖς του βάλθηκαν νὰ τὸν παντρέψουν. Τὸν πάντρεψαν·
ἀπέκτησε καὶ ἕνα παιδάκι. Διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, πήγαινε στὴν Ἐκκλησία,
τηροῦσε τὶς ἀργίες. Οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ ζῆ ἔτσι ἔλεγαν: «Αὐτός,
γιὰ νὰ διαβάζη Εὐαγγέλιο, πάσχει, τρελλάθηκε»! Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν
ἐγκατέλειψε καὶ ἡ γυναίκα του· πῆρε μαζί της καὶ τὸ παιδάκι. Ὅταν ἔφυγε
ἡ γυναίκα του, ἐκεῖνος ἄφησε ὅλα ὅσα εἶχε στὸ χωριό, χωράφια, τρακτὲρ
κ.λπ. καὶ πῆγε στὶς σπηλιὲς καὶ ἀσκήτευε. Ἕνας Πνευματικὸς ὅμως τοῦ
εἶπε: «Πρέπει νὰ βρῆς τὴν γυναίκα σου, νὰ συνεννοηθῆτε, καὶ ὕστερα νὰ
ἀποφασίσης τί θὰ κάνης». Ξεκίνησε λοιπὸν νὰ πάη στὴν Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ
βρῆ τὴν γυναίκα του. Πίστευε ὅτι, ἀφοῦ ἔτσι τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός, θὰ
τοῦ τὴν παρουσιάση ὁ Χριστός. Στὴν Θεσσαλονίκη δὲν τὴν παρουσίασε τὴν
γυναίκα του ὁ Χριστός. Ἐν τῷ μεταξύ, βρῆκε κάτι Γερμανούς, τοὺς
κατήχησε· ὁ ἕνας βαπτίσθηκε. Αὐτοὶ τοῦ ἔβαλαν τὰ ναῦλα καὶ πῆγε στὴν
Ἀθήνα. Οὔτε ἐκεῖ τοῦ τὴν παρουσίασε. Τοῦ ἔβαλαν πάλι τὰ ναῦλα καὶ πῆγε
στὴν Κρήτη. Ἔπιασε ἐκεῖ μιὰ δουλειὰ καὶ πῆγε σὲ ἕναν Πνευματικό.
Ἐκεῖνος, ὅταν ἄκουσε τὸ πρόβλημά του, τοῦ εἶπε: «Μήπως ἡ γυναίκα σου καὶ
τὸ παιδάκι εἶναι ἔτσι καὶ ἔτσι; Ἐδῶ κάπου δουλεύει μιὰ γυναίκα. Δὲν ἔχει
πολὺ καιρὸ ποὺ ἦρθε». Καὶ τοῦ περιέγραψε πῶς ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα. «Αὐτὴ
πρέπει νὰ εἶναι», λέει. Τὴν εἰδοποίησε ὁ Πνευματικός. Ἐκείνη, μόλις τὸν
εἶδε, τὰ ἔχασε. «Μὲ μάγια μὲ βρῆκες, τοῦ εἶπε. Μάγος εἶσαι». Καὶ τὸν
ἄφησε καὶ ἔφυγε, πρὶν προλάβη νὰ τῆς μιλήση. Τὴν ἔχασε πάλι. Ἔμαθε καὶ
γιὰ μένα καὶ ἦρθε στὸ Καλύβι. Χτύπησε μιὰ φορὰ καὶ περίμενε.
Τραβήχθηκε στὴν ἄκρη καί, ὥσπου νὰ
ἀνοίξω, ἔκανε μετάνοιες. Φοροῦσε κάτι παλιὰ ροῦχα. Μοῦ τὰ διηγήθηκε ὅλα.
Εἶχα μερικὰ ξερὰ σύκα καὶ τοῦ ἔδωσα. «Θέλεις σύκα;», τοῦ λέω. «Δὲν ἔχω
δόντια», μοῦ λέει. «Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω», τοῦ λέω. «Ἐσὺ πονᾶς; μὲ ρωτάει. Ἐγὼ
πονῶ. Μέσα ἀπὸ τὸν πόνο βγαίνει ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ», μοῦ λέει. «Θέλεις
καμμιὰ φανέλλα;», τὸν ρωτάω. «Ἔχω δυό, μοῦ λέει. Ἂν ζεστάνη ὁ καιρός, θὰ
τὴν δώσω τὴν μία». «Κοίταξε, τοῦ λέω, μέχρι νὰ ξεκαθαρίσης καὶ νὰ
συνεννοηθῆς μὲ τὴν γυναίκα σου, νὰ προσέξης τὴν ὑγεία σου, γιατὶ ἔχεις
εὐθύνη καὶ γιὰ τὸ παιδάκι». Τέτοια αὐταπάρνηση! Τέτοια πίστη! Δὲν ἦταν
οὔτε εἴκοσι ἑπτὰ χρονῶν. Ποῦ νὰ εἶχε γνωρίσει αὐτὸς τὴν μοναχικὴ ζωή!
Ἄγνοια τελεία εἶχε, ἀλλὰ εἶχε καλὴ διάθεση καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε καὶ
προχώρησε βαθιὰ εὐαγγελικά. Γι' αὐτὸ λέω ὅτι ἄγνοια δὲν δικαιολογεῖται
μὲ τίποτε σήμερα. Μόνον ἂν εἶναι κανεὶς λειψὸς ἢ μικρὸ παιδί,
δικαιολογεῖται νὰ ἔχη ἄγνοια. Ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ σήμερα εἶναι
σπίρτα! Ἅμα θέλη κανείς, ὑπάρχουν πολλὲς δυνατότητες, γιὰ νὰ γνωρίση τὴν
ἀλήθεια.