Δώδεκα χρόνια πέρασαν, ἀπό τότε πού ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰερώνυμος
Β΄ ἐκφώνησε τόν ἐνθρονιστήριο λόγο[1] του. «Προσεύχομαι και παρακαλώ τον
Θεό», κατέληγε ἡ ὁμιλία του, «όταν περάσει ο καιρός και πλησιάζω στο τέλος του
κύκλου της επίγειας διακονίας μου να είμαι έτοιμος να απολογηθώ με παρρησία
ενώπιον Θεού και ανθρώπων γι’ αυτόν τον θρόνο που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος. Θα
ήθελα μέχρι τότε να έχω κατακτήσει το δικαίωμα να μιλήσω για αυτόν τον θρόνο,
κοιτώντας σας στα μάτια και εκφραζόμενος με τον ίδιο τρόπο που ο άγιος Κοσμάς ο
Αιτωλός μιλούσε για το σκαμνί του, λέγοντας: ‘‘Εγώ με τη Χάρη του Θεού, μήτε
σακούλα έχω, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ. Και το
σκαμνί, όπου έχω, δεν είναι εδικό μου, δια λόγου σας το έχω. Άλλοι το λένε
σκαμνί και άλλοι θρόνον. Δεν είναι καθώς το λέγετε. Αμή θέλετε να μάθετε τι
είναι; Είναι ο τάφος μου και εγώ είμαι μέσα ο νεκρός οπού σας ομιλώ...».
Μετά ἀπό 12 χρόνια, ἄραγε, τί
θά μποροῦσε νά μᾶς πεῖ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, κοιτῶντας μας στά μάτια; Χρησιμοποίησε
τό σκαμνί του, ὡς τάφο ἤ ὡς θρόνο; Καί ἄν τό εἶδε σάν τάφο, πῶς ἀκριβῶς τό ἑρμήνευσε
αὐτό καί ἀνάλωσε τήν ἕως τώρα βιοτή του; Ὡς νεκρός γιά τόν κόσμο, μπροστάρης σέ
κάθε ἀγῶνα ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, ἕτοιμος νά θυσιαστεῖ καί νά πεθάνει γιά τήν ἀγάπη
καί τήν πίστη του Χριστοῦ, ἤ ὡς ἕνας πεθαμένος χωρίς βούληση καί μιλιὰ, πού εἴτε
ὑπάρχει, εἴτε δέν ὑπάρχει, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό; Εἶναι σκληρός ὁ λόγος, ἀλλά,
θά μποροῦσε νά γίνει καί σκληρότερος, καθώς προσπαθῶ νά μετρήσω τίς λέξεις πού
χρησιμοποιῶ! Ἄς μέ συγχωρέσει...
Δυστυχῶς, ἐάν κρίνουμε ἀπό
τούς καρπούς, ὅπως μᾶς συμβουλεύει καί ὁ Κύριός μας, τά πράγματα δέν εἶναι ἁπλῶς
ἀπογοητευτικά· εἶναι ἄκρως τραγικά. Μά νά κλείσει τίς ἐκκλησιές μας; Νά μᾶς ἀφήσει
ἀλειτούργητους, ἀπροστάτευτους, ἀκοινώνητους; Γιά τούς ἄλλους μητροπολῖτες δέν
θά μιλήσω, διότι, καθώς φάνηκε μέχρι τώρα, ἔχουν δώσει λευκή ἐξουσιοδότηση στόν
«πρῶτο», ἐκτός ἐλαχιστοτάτων ἐξαιρέσεων, πού καί αὐτές μένουν στά λόγια, νά ἀποφασίζει
γιά ὅλα. Ἕνα θά γράψω μόνο, 81 μητροπολῖτες ἔχει ἡ Ἑλλάδα μας, 16 ἡ Κύπρος. Τρεῖς
Μητροπολῖτες στήν Κύπρο ἀνακοίνωσαν ὅτι δέν θά κλείσει καμιά ἐκκλησιά, θά τελοῦνται
κανονικά οἱ Θεῖες Λειτουργίες στά ὅρια τῶν Μητροπόλεών τους· στήν Ἑλλάδα; μόνο ἕνας!
Μόνο ἕνας! Ὁ Μητρ. Κυθήρων Σεραφείμ!
Ποῦ πῆγε τό «επείγον και
απαραίτητο σε κάθε γωνιά της Αθηναϊκής γης να υπάρχει μια ζωντανή ενορία που να
φανερώνει με κάθε δυνατό τρόπο, ότι ο Χριστός αναστήθηκε και γι αυτό οι άνθρωποι
μπορούν να βρίσκουν εκεί χαρά, παρηγοριά, ελπίδα, νόημα στη ζωή τους και να
ζουν την καθημερινότητά τους με τη βεβαιότητα ότι ο θάνατος έχει νικηθεί, ότι «ἀνέστη
Χριστὸς καὶ ζωὴν πολιτεύεται»;
Ἔξαφνα, ὁ χῶρος, ὁ «αγιασμένος
τούτος χώρος, όπου καθημερινά ‘‘τὰ τελειώτατα τελεσιουργοῦνται’’», ἔγινε χῶρος
μιαρός. Ἡ Ἐκκλησία, ἀντί νά «γίνεται συνεχώς ένας πνευματικός εκρηκτικός
μηχανισμός που ανατινάζει τον κόσμο και τον κάνει Εκκλησία», κατάντησε ἕνα ἁπλό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου, μιά ἁπλή, κοινωνική ἑταιρεία ὑλικῆς τροφοδοσίας, πού ἀντί
νά μεταμορφώνει τόν κόσμο, ἔγινε ἡ ἴδια κόσμος· ἀντί νά προσφέρει ἀθανασία,
προσφέρει τόν θάνατο. Κατάντησε, αὐτό πού ἤθελε νά ἀποφύγει, σύμφωνα μέ τά
λεγόμενά του, «Διότι τότε δεν θα είμαστε Εκκλησία αλλά μια θρησκευτική
παράταξη, αυτοπεριορισμένη στη στενωπό των ιδεών της, αφού λησμόνησε ότι ο
δρόμος που έχουμε να δείξουμε στους ανθρώπους και η αλήθεια που έχουμε χρέος να
μαρτυρούμε δεν είναι μια ιδεολογία αλλά ένα πρόσωπο. Ο Χριστός είναι ‘‘ἡ ὁδός, ἡ
ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή’’». Ἡ ἀπόλυτη σύγχυση· ὁ Χριστός
τελικά, εἶναι Ζωή ἤ θάνατος; Μήπως εἶναι ἁπλῶς «λόγια καί παραμύθια γιά νά
πληρώνονται οἱ παπᾶδες», ὅπως συχνά λένε ὅσοι δηλώνουν ἄθεοι;
Στήν Πατρίδα μας, αὐτά τά
τελευταία 12 χρόνια, ζήσαμε κοσμοϊστορικά γεγονότα· ἦρθαν τά πάνω - κάτω! Ἔχουμε
γυρίσει χιλιάδες χρόνια πίσω, στήν ἐποχή τῶν Σοδόμων, πολλοί νόμοι ἀντιευαγγελικοί,
χάθηκε ἡ ἐλευθερία μας, ἀλλοιώθηκε ὁ χριστιανικός πληθυσμός μέ τήν ἰσλαμική ἐπέλαση,
καί ἄλλα πολλά· ὁ Χριστός περιμένει..., φωνή ἀρχιεπισκοπική δέν ἀκούστηκε. Κι ὅμως,
μᾶς εἶχε διαβεβαιώσει ὅτι, «Όταν οι ιδεολογίες, οι αντιπαλότητες, τα μίση
και οι έχθρες διαλύουν την ενότητα των ανθρώπων στο όνομα κοσμοθεωριών ή
κοσμικών συμφερόντων, η δική μας ευθύνη είναι να βρίσκουμε τρόπους, ώστε έργω και
λόγω να διατρανώνεται η επιθανάτια αγωνία του Θεανθρώπου για τον κατακερματισμό
του γένους των ανθρώπων και αυτό να καθορίζει το ήθος των παρεμβάσεων μας στη
ζωή του κόσμου.». Ἀντ’ αὐτοῦ, ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή... καί ἄς συνέχισε μέ ἐπιμονή
νά μᾶς διαβεβαιώνει, «Εμείς έχουμε χρέος να μαρτυρούμε, με τόση αγωνία ώστε
να γίνεται ο ιδρώτας μας ‘‘ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος’’, ότι η Εκκλησία υπάρχει για
να ενώνονται οι άνθρωποι: ‘‘ἵνα ὦσιν ἓν’’. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται με
διακηρύξεις και μεγαλοστομίες αλλά με θυσίες σταυρικού ήθους, φωταγωγημένες από
την αναστάσιμη ελπίδα.». Καί ὅμως τό ποίμνιο διαλύθηκε, ψάχνει τούς καλούς
Ποιμένες, παντοῦ μισθωτοί...
Ὁ πῆχυς φαινομενικά, τέθηκε
ψηλά· ὑπῆρξαν θυσίες, ὄχι ὅμως σταυρικοῦ ἤθους. Θυσιάστηκαν οἱ ἠθικές ἀξίες,
θυσιάστηκαν τά νάματα τῆς Πίστεώς μας, θυσιάστηκε ἡ Μακεδονία μας, θυσιάστηκαν ἀκόμη
καί τά ὀρθόδοξα φυντάνια, στά ὁποία ἰδιαιτέρως ἀπευθύνθηκε: «Για τα παιδιά
μας, που αισθάνονται συνεχώς προδομένα από την ασυνέπεια έργων και λόγων· που
ασφυκτιούν από έλλειψη πνευματικού οξυγόνου· που γίνονται έρμαια της
ιδιοτέλειας ημών των μεγαλυτέρων· που πεινούν για αλήθεια και ζωή και διψούν
για όραμα και ελπίδα.». Δυστυχῶς προδόθηκαν κι αὐτά γιά μιά ἀκόμη φορά· δέν
θέλησε νά τά προσφέρει τήν Ἀλήθεια, μέσα ἀπό τό «μάθημα τῶν θρησκευτικῶν»,
ἕνα μάθημα πού, σύμφωνα καί μέ τό Σύνταγμα, θά ἔπρεπε νά κατηχεῖ τά παιδιά στήν
Ὀρθόδοξη Πίστη τους, ὅπως μέ μεγάλη φροντίδα κάνουν οἱ ὑπεύθυνοι ταγοί τῶν
παπικῶν, Ἑβραίων καί Μωαμεθανῶν τῆς Πατρίδας μας. Ἐπέτρεψε νά διδάσκονται ἕνα «ἐπικίνδυνο»
μάθημα, ὅπως ὁ ἴδιος τό χαρακτήρισε· εἶναι γνωστά τά γεγονότα.
Πολλά θά μποροῦσαν νά εἰπωθοῦν,
μά θά μακρύνει τό παρόν κείμενο. Δέν ξέρω ἐάν ἀπό αὐτά πού γράφτηκαν, θά «ἰδρώσει
τό αὐτί» τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἤ κάποιου ἄλλου ἀρχιερέα. Εὔχομαι νά «ἱδρώσει»,
οὕτως ὥστε νά ἐπενεργήσει ἡ εὐεργετική διαδικασία τῆς μετάνοιας. Πολλά ἀνεχτήκαμε
ὡς λαός ἀπό τούς ποιμένες μας. Ἔχουμε κι ἐμεῖς τίς εὐθύνες μας καί εἶναι
πολλές· πολλές καί βαριές εἶναι καί οἱ ἁμαρτίες μας. Σίγουρα προτιμοῦμε ἀνοιχτά
τά φαγάδικα ἀπό τίς ἐκκλησίες· εἶναι ἄλλωστε γνωστό ὅτι ἐκκλησιάζεται τό 2 μέ
3% τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά κλείσουν τελείως, γιά
νά συναισθανθοῦμε τί χάσαμε. Μακάρι νά μετανοήσουμε ἔστω καί τήν δωδεκάτη, καί
νά πειθαρχοῦμε στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους.
Πορφυρίτης
………………………………………..
………………………………………..