Τὸ ἴδιο γίνεται κάθε βδομάδα
καὶ στὰ νοσοκομεῖα. Ἐδῶ ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι διαφορετική. Δὲν εἶναι μουντή. Δὲν
ὑπάρχουν κλειδαριὲς καὶ κιγκλιδώματα.
Ὑπάρχει ὅμως πολὺς πόνος. Ὁ σωματικὸς συλλαμβάνεται
μὲ τὶς αἰσθήσεις. Ὁ ψυχικὸς δὲ φαίνεται. Καὶ ὁ παπα-Μᾶρκος προσπαθεῖ νὰ ἁπαλύνει
αὐτὸν κυρίως, τὸν ψυχικὸ πόνο. Κεντρικὴ φροντίδα του τὸ ΚΑΤ.
Τὸ ΚΑΤ εἶναι ἕνα ἰδιαίτερο νοσοκομεῖο. Δὲν καλύπτει
ἁπλὰ τὶς ἀνάγκες νοσηλείας τῶν ἀρρώστων. Εἶναι κυρίως νοσοκομεῖο γιὰ ἀτυχήματα.
Τὸ λέει καὶ τὸ ὄνομά του: Κέντρο Ἀποκατάστασης Τραυματιῶν (ΚΑΤ).
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, ποὺ δέχεται ἀσθενεῖς ὄχι μόνο
ἀπὸ ὅλη τὴν Ἀττική, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ Στερεά, Πελοπόννησο, νησιά ….
Πολλοὶ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ καὶ δὲν ἔχουν δίπλα τους ἕνα συγγενῆ, ἕνα ἄνθρωπο.
Ἀλλά σήμερα εἶναι Πέμπτη. Μιά μέρα ποὺ τὴν περιμένουν
οἱ ἄρρωστοι, οἱ τραυματίες. Ἕνας ἱερωμένος καὶ κάποιες γυναῖκες δρασκελοῦν τὴν
εἴσοδο. Εἶναι οἱ κυρίες τῆς «Ἐνοριακῆς Δράσης» τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου μαζὶ
μὲ τὸν ἱερέα τους. Οἱ κυρίες μπαίνουν ὅλες μαζί. Ἀλλὰ νά, χωρίζονται σὲ ὁμάδες.
Πέντε ὁμάδες, ἀπὸ δύο κυρίες στὴν κάθε ὁμάδα. Νοερὰ χωρίζουν τὸ νοσοκομεῖο σὲ
πέντε τομεῖς. Ἡ κάθε ὁμάδα θὰ ἐπισκεφτεῖ ἕνα τομέα. Ὁ παπα– Μᾶρκος ἀκολουθεῖ
μιά ἀπὸ τὶς ὁμάδες (κάθε φορά καὶ ἄλλη ὁμάδα).
Ἀνεβαίνουν στὸν ὄροφο. Μπαίνουν στὸν διάδρομο. Περνοῦν
ἀπὸ τὸ γραφεῖο τῆς Προϊσταμένης.
-Ἦρθε, ἦρθε ὁ πατὴρ Μᾶρκος!
Τρέχει ἡ προϊσταμένη καὶ οἱ νοσοκόμες νὰ τοῦ φιλήσουν
τὸ χέρι. Κάποιοι γιατροὶ τὸν βλέπουν ἀπὸ μακριὰ καὶ ταχύνουν τὸ βῆμα, γιὰ νὰ
πάρουν τὴν εὐχή του.
Μπαίνει στὸν πρῶτο θάλαμο. Ἕξι κρεβάτια, ἕξι καημοί.
Σκύβει, ἀκούει τοῦ καθενὸς τὸν πόνο. Δὲν εἶναι μόνο τὸ τραῦμα, δὲν εἶναι μόνο ἡ
ἀναπηρία. Εἶναι καὶ τὰ προβλήματα, προσωπικά, οἰκογενειακά… Κι ἐκεῖνος σκύβει
μὲ τὸ ἀμάραντο χαμόγελό του, ποὺ μοιάζει μὲ ἀκτίνα ἀπὸ τὸν οὐρανό, φορώντας τὸ
πετραχήλι, κρατώντας τὸν Σταυρό, ἀπὸ τὸ ἕνα κρεβάτι στὸ ἄλλο, νὰ τοὺς πεῖ τὴν
παραδείσια ἀλήθεια πὼς ἡ δοκιμασία μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία σωτηρίας καὶ ἡ
σημερινὴ λύπη θὰ γίνει αὐριανὴ χαρὰ μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια. Γιατί Ἕνας εἶναι
ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν κι ἔπειτα τῶν σωμάτων. Ἐκεῖνος βοηθάει τοὺς γιατροὺς στὸ
ἅγιο ἔργο τους. Λόγια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν πλημμύρα τῆς καρδιᾶς, ποὺ πηγάζουν
ἀπὸ ἱερὰ δικά του βιώματα, ποὺ σταλάζουν σὰν δροσιὰ στὸ καμίνι τῶν δοκιμασιῶν
τοῦ καθενός.
Ἀπὸ τὴν πόρτα προβάλλει μὲ τὶς πατερίτσες ἕνας τραυματίας:
-Παππούλη, θὰ ἔρθετε καὶ σὲ μένα; Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
Ἀπὸ παντοῦ ἀκούει τέτοιο κάλεσμα:
-Ἔλα καὶ σὲ μένα, παππούλη.
Δὲν ἀρνεῖται σὲ κανένα τὴν ὁλόψυχη προσφορά. Δὲν κοιτάζει
ρολόι. Ὁ χρόνος του, ἡ καρδιὰ του εἶναι δοσμένα στὴν ἀνακούφιση τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ
ὑποφέρει.
Κι ἐκεῖνοι ἀνταποκρίνονται μὲ τὴν ἴδια θέρμη.
Δὲν ἦταν ἔτσι πάντα τὸ «κλῖμα». Δὲν τὸν δέχτηκαν ἀπὸ
τὴν ἀρχή. Ἦταν τὸ προσωπικὸ καὶ οἱ ἀσθενεῖς ἐπιφυλακτικοί. Ἔπρεπε νὰ βγεῖ πρὸς
τὰ ἔξω ἡ πραότητα, ἡ καλοσύνη, ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ποὺ σὰν
μαγικὸ κλειδὶ ξεμαντάλωσε τὶς καρδιές, τὶς ἔκανε πρόθυμες καὶ εὐήκοες στὰ
καλέσματα τοῦ Θεοῦ.
Σιγὰ – σιγὰ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐπίσκεψη στὸν συγκεκριμένο
τομέα τοῦ Νοσοκομείου. Οἱ ἄλλοι τομεῖς καλύφτηκαν μὲ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ὀκτὼ
ὑπόλοιπων κυριῶν. Μὰ θὰ πεῖ κανείς: «Οἱ κυρίες μπορεῖ νὰ δίνουν κεράσματα,
βιβλία ἢ εἰκόνες. Μπορεῖ νὰ παραστέκονται καὶ νὰ παρηγοροῦν. Δὲν μποροῦν νὰ
κάνουν ὅμως τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα, τοῦ πνευματικοῦ πατέρα».
Κανένα δὲν ἀφήνει ὁ παπα– Μᾶρκος παραπονεμένο.
Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη στοὺς θαλάμους συνεχίζει τὸ «παυσίπονο»
ἔργο του στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Νοσοκομείου. Ἐκεῖ τὸν περιμένουν ἄρρωστοι, νέοι,
μεσήλικες, ἡλικιωμένοι ἐπάνω σὲ ἀναπηρικὰ καροτσάκια, ἄλλοι μὲ δεκανίκια, ἄλλοι
ὑποβασταζόμενοι ἀπὸ συγγενεῖς.
Κάθεται ὑπομονετικὰ στὴν καρέκλα, κι ἀντίκρυ στὴν
ἄλλη καρέκλα (ἢ στὸ ἀναπηρικὸ καρότσι) κάθεται ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον, ὁ ἀδελφός.
Κι αὐτὸς ὁ ἄλλος δὲν εἶναι μόνο ὁ ἀσθενής, ποὺ ἔχει καὶ τὴν περισσότερη ἀνάγκη,
ἀλλὰ καὶ ὁ γιατρός, ὁ νοσηλευτής, ἡ νοσηλεύτρια, κάποιος ἀπὸ τὸ βοηθητικὸ
προσωπικό ἢ κάτοικος ἀπὸ τὴ γύρω περιοχή. Καὶ δὲν εἶναι ἕνας καὶ δύο.
Εἶναι πλῆθος.
Μιά κυρία τῆς Ἐνοριακῆς Δράσης θέλει νὰ τὸν πλησιάσει,
γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι ἐπεῖγον καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐμποδίζεται. Στὴν προσπάθειά της
ἀκούει συνομιλίες μεταξὺ τῶν ἀσθενῶν:
-Τὸ πιστεύεις; Ὅταν μὲ ἀγγίζει μὲ τὸ Σταυρό,
αἰσθάνομαι καλύτερα.
-Ἄμ, ἐγώ, ποὺ περιμένω πότε θὰ ἔρθει ἡ μέρα νὰ
τὸν δῶ; Νιώθω, βρὲ παιδί μου, νὰ ἠρεμῶ μ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλοι θέλουν τὴν εὐλογία του ἀπὸ τὸν ἐλαφρὰ ὥς τὸν
βαριὰ τραυματισμένο κι ἀπὸ τὸν τραυματιοφορέα μέχρι τὸν Διοικητή.
Κι ἡ ὥρα περνάει. Τὸ δείχνουν τὰ μάτια του, ποὺ ἀρχίζουν
νὰ βασιλεύουν. Τὸ δείχνει τὸ δέρμα του, ποὺ ἀρχίζει νὰ χλωμιάζει ἀπὸ τὴν
κούραση. Ὅμως τὸ καλοσυνάτο χαμόγελο δὲν ἔδυσε ἀπὸ τὰ χείλη του. Καὶ ἡ πλημμύρα
τῆς καρδιᾶς του δὲν στέρεψε.
Δώδεκα καὶ μισὴ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Διαβάζει τὴ συγχωρητικὴ
εὐχὴ στὸν τελευταῖο, ποὺ ἐξομολογήθηκε. Διπλώνει τὸ πετραχήλι καὶ τὸ ἀσπάζεται.
Ἀσπάζεται καὶ τὸν Σταυρό. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Λυτρωτῆ ἦταν πράγματι καὶ σήμερα
λυτρωτικὸς γιὰ πολλὲς ψυχές.
Ἕτοιμη ἡ δερμάτινη τσάντα μὲ τὰ ἱερά του. Γραμμὴ γιὰ
τὸ κελί του. Πρέπει νὰ διορθώσει κάτι ἄρθρα γιὰ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο»!
Τὸ ἔργο του δὲν περιορίζεται στὸ νοσοκομεῖο ΚΑΤ. Κάθε
ἑβδομάδα μεριμνᾶ καὶ γιὰ ἄλλους πονεμένους. Ἐπισκέπτεται τὴν κλνικὴ «Ἅγιος
Γεώργιος» δύο βήματα, ἀπὸ τὸν ἅγιο Γιώργη. Ἐδῶ γίνεται ἀληθινὸ πανηγύρι, ὅταν
τὸν ἀντικρίζουν. Τὸν περιμένουν μὲ λαχτάρα. Ξέρουν τὴν ὥρα. Γεύονται τὰ
κεράσματα τῶν κυριῶν. Δέχονται τὸν παρήγορο λόγο τοῦ παππούλη, τὶς εἰκονίτσες,
τὰ βιβλιαράκια. Ἁπλώνει τὴ ματιά του καὶ τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ στοργή. Ὑψώνει τὸ
χέρι του καὶ τοὺς εὐλογεῖ. Τὸ χαμόγελο τῶν ἀσθενῶν ἀκτινοβολεῖ στὰ χείλη του. Παντοῦ
διαβαίνει «εὐεργετῶν».
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ
πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Διονύσου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019