Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Δοῦλος ἤ ἐλεύθερος;

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο διαβάζουμε: «ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας. ὁ δὲ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα (Ἰωάν. 8, 34). Μετάφραση: Ἀπεκρίθη σὲ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς διαβεβαιῶ κατηγορηματικά, ὅτι καθένας, ποὺ συστηματικὰ ἐπιμένει νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν μετανοεῖ, διὰ νὰ ἐγκολπωθῇ τὴν ἀλήθεια, εἶναι δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ δοῦλος δὲ δὲν παραμένει ὡς κληρονόμος καὶ παντοτινὸς κάτοχος στὴν οἰκία τοῦ κυρίου, διότι δὲν ἔχει δικαιώματα σ’ αὐτή, καὶ ἐκδιώκεται ἐξ αὐτῆς, ὅταν καταστῇ ἀνεπιθύμητος. Τοὐναντίον ὁ υἱός, ἐπειδὴ κληρονομεῖ ὅλα τὰ δικαιώματα τοῦ πατέρα του, μένει παντοτινὰ στὴν οἰκία.
  • Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἀλλ’ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναγνωρίζει δοῦλο ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὑποδουλωμένος στὴ ἁμαρτία. «Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὴν ἁμαρτία», λέγει, «εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάν. 8, 34). Καὶ ἀναγνωρίζει ἐλεύθερο ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔχει ἐλευθερώσει ἡ Θεία Χάρη. [Ἀπ’ τὴν Ὁμιλία του «ΚΑΤΑ ΜΕΘΥΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ»].
  • Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων. Ὁ δοῦλος, ὁ μισθωτὸς καὶ ὁ ἐλεύθερος. Στὴν πρώτη κατηγορία εἶναι ὁ δοῦλος, ὁ ὁποῖος κάνει κάτι ἀπὸ φόβο τῆς τιμωρίας τῆς Κολάσεως, ὁ δεύτερος, δηλ. ὁ μισθωτὸς κάνει κάτι μὲ κίνητρο τὴν ἀνταμοιβή. Καὶ στὴ τρίτη κατηγορία εἶναι αὐτός, ποὺ κάνει κάτι μόνο ἀπὸ ἀγάπη, χωρὶς κάποια ἰδιοτέλεια.
Στὴν πρώτη κατηγορία θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, εἶναι οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι δηλ. ὅσοι ἄνθρωποι εὑρίσκονται στὸ παρὰ φύσιν. Στὴν δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι οἱ κατὰ φύσιν, δηλ. οἱ ψυχικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀδικοῦν κανένα, ἀλλὰ οὔτε θέλουν νὰ ἀδικηθοῦν ἀπὸ κάποιον. Θὰ λέγαμε οἱ μισθωτοί. Στὴν τρίτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, δηλαδὴ οἱ ὑπὲρ φύσιν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν ἀδικοῦν κάποιον, ἀλλὰ καὶ ἀδικούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὑπομένουν εὐχαρίστως καὶ δὲν ζητοῦν ἐκδίκηση.
Στὶς δύο πρῶτες κατηγορίες ὑπάρχει ἡ ἰδιοτέλεια, στὴν τρίτη κατηγορία ὑπάρχει ἡ ἀνιδιοτέλεια. Δηλαδὴ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μέσῳ τῆς αὐταπάρνησης τοῦ ἐγώ.
Παραθέτουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸ Γεροντικό: «ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Ἐρημίτης βρῆκε μία φορά στόν δρόμο ἕνα δυστυχισμένο ἐπιληπτικό, πού οὔτε νά νηστεύψη οὔτε νά προσευχηθῆ μποροῦσε. Ὁ Ἅγιος τόν συμπόνεσε καί παρακάλεσε τόν Θεόν νά ἐπιτρέψη νά μπῆ σ’ αὐτόν τό δαιμόνιο καί νά ἐλευθερώση ἐκεῖνον τό δυστυχισμένο. Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή του κι ἔκανε ὅπως τοῦ ζήτησε. Ὅσο λοιπόν τό πονηρό πνεῦμα τόν βασάνιζε, τόσο ὁ Ἅγιος διπλασίαζε τή νηστεία καί τήν προσευχή του. Καί ὁ Θεός, ἀμείβοντας τήν αὐταπάρνησή του τόν ἀπάλλαξε ὕστερα ἀπό λίγο καιρό, ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου».
  • Πότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φθάση στὸ τρίτο στάδιο, δηλαδὴ νὰ γίνη τέκνο Θεοῦ; Ὅταν πραγματικὰ φθάση στὴν ἀπάθεια, ὁπότε πλέον εἶναι ἐλεύθερος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἰδιοτέλεια. Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στὴν Κλίμακα:
«Τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ ἔχει βεβαίως ὡς ὡραιότητα τοὺς ἀστέρες, ἀλλὰ ἡ ἀπάθεια ἔχει ὡς στολισμὸ τὶς ἀρετές. Ἐγὼ τοὐλάχιστον νομίζω ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «ἐγκάρδιος οὐρανὸς τοῦ νοός», ὁ ὁποῖος λογαριάζει γιὰ παιγνίδια τὶς πανουργίες τῶν δαιμόνων».
  • Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν φοβοῦνται τίποτα, οὔτε θλίψεις οὔτε θάνατο οὔτε τὸν διάβολο. Ἔφθασαν στὴν ἄκρα ἀπάθεια. Καὶ τί εἶναι ἄκρα ἀπάθεια; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος:
«Σημεῖον ἄκρας ἀπαθείας εἶναι τὸ ἑξῆς: τὸ νὰ ἀναβαίνουν διαρκῶς εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ σῶμα εἶναι ξυπνητόν, νοήματα καθαρά, ἀπηλλαγμένα ἀπὸ τὴν ὑλικότητα τῶν πραγμάτων· κατὰ τὸ διάστημα πάλιν τοῦ ὕπνου, ἐπειδὴ ὁ νοῦς ἔχει καθαρθῆ ἀπὸ τὰ νοήματα τῆς ἡμέρας, διασκευάζει αὐτὰ εἰς μίαν πνευματικὴν εἰκόνα καὶ κινεῖται εἰς τὴν ἐνόρασιν καὶ ἀπόλαυσιν αὐτῆς. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς, νικώμενος ἀπὸ πνευματικὴν νωθρότητα καὶ ὀκνηρίαν, καταστῇ ἀκάθαρτος, τότε τὰ μὲν νοήματα, ποὺ ἀντιστοιχοῦν εἰς τὰ διάφορα πράγματα τῆς φύσεως, τὰ φαντάζεται γυμνά, τὰ δὲ νοήματα, ποὺ ἀντιστοιχοῦν εἰς ἀνθρώπους, δεχόμενος, τὰ μετατρέπει εἰς αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμούς.
Ἡ ψυχὴ τότε εἶναι τελεία, ὅταν ἡ παθητικὴ αὐτῆς δύναμις στρέφεται διαρκῶς πρὸς τὸν Θεόν, ὅταν δηλαδὴ τίποτε ἄλλο δὲν ποθεῖ παρὰ τὸν Θεὸν μόνον.
  • Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται περὶ ἀπαθείας: «ΑΔΥΝΑΤΟΝ εἶναι νὰ γίνη ὁ ἄνθρωπος ἀπαθὴς ἄν δὲν κατοικήση μέσα του ὁ Θεός.
ΕΝΑΣ νέος μοναχὸς συνάντησε στὸν δρόμο του μιὰ μέρα μερικὲς καλόγριες, ποὺ κατέβαιναν στὴν πόλη. Ἀμέσως ἄλλαξε δρόμο, γιὰ νὰ μὴ τὶς χαιρετήση. Ἡ Προεστῶσα τότε τὸν σταμάτησε καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλὰ ἔκανες, ἀδελφέ, γιὰ τὴν ἀσθένειά σου. Ἄν ἤσουν ὅμως τέλειος μοναχός, δὲν θὰ ἔβαζες στὸν νοῦ σου πὼς εἴμαστε γυναῖκες».