Ἀφοῦ μίλησε γιὰ τὸν Μελχισεδὲκ καὶ
ἀπέδειξε ὅτι ἦταν ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, διότι ὁ κατώτερος εὐλογεῖται
ἀπὸ τὸν ἀνώτερον καὶ γιατί ὁ Ἀβραὰμ ἔδωσε τὴν δεκάτη ὡς κατώτερος,
ἀρχίζει ὁ Παῦλος νὰ φανερώνη τὴν διαφορὰ τοῦ παλαιοῦ Νόμου ἀπὸ τοῦ νέου,
καὶ πῶς ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦτο ἀτελὴς σὲ σχέση μὲ τὴν Καινὴ ποὺ εἶναι
τελεία, καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ λέγει ὅτι αὐτὴ ἀλλάζει
ἀναγκαστικὰ, ὅταν ἀλλάζη ὁ νόμος, διότι οὔτε ἱερέας εἶναι δυνατὸ νὰ
ὑπάρχη χωρὶς Διαθήκη καὶ ἐντολὲς Θεοῦ, καὶ ὅταν αὐτὴ ἀλλάζη, ἀλλάζει καὶ
ὁ ἱερέας ἢ ἀρχιερέας.
Ἐπειδὴ ὁ παλαιὸς Νόμος ἀπεδείχθη
ἀνίσχυρος καὶ ἀνωφελὴς καὶ μᾶλλον ὁδήγησε σὲ παρακοή, ὑπεχώρησε καὶ
παρεχώρησε τὴν θέση του στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν
τελειότητα τῆς ἀρετῆς καὶ στὴν ἐκπλήρωση ὁλοκλήρου τῆς δικαιοσύνης.
Διότι ὁ παλαιὸς Νόμος προέτρεπε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλεγε «κάνε αὐτὸ» ἢ
«μὴ κάνεις ἐκεῖνο», σὰν νὰ ἀπευθύνεται σὲ νήπια, χωρὶς νὰ δίνει καὶ
τὴν ἀνάλογη δύναμη γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ ἐντολὲς διὰ τῆς
Χάριτος, καὶ ἔτσι ἐκεῖνα ἦσαν γράμματα καὶ τύποι καὶ σκιὲς τοῦ νόμου
χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ μποῦν στὴν ψυχὴ καὶ νὰ κατορθώσουν τὴν
ἀρετή. Ἔτσι ἡ περιτομὴ καὶ ἡ θυσία μόσχων ἀντικατεστάθησαν μὲ τὴν
πνευματικὴ θυσία καὶ περιτομὴ καρδίας (ἁγνότητα), τὸ δὲ Σάββατον μὲ τὴν
ἡμέραν τοῦ Κυρίου, τὴν Κυριακή, τὴν μία τῶν Σαββάτων ὅπου ἀνεστήθη ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου.
Ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς ἦσαν πολλοί, γιατί ὁ
θάνατος τοὺς ἐμπόδιζε νὰ εἶναι αἰώνιοι καὶ ἦσαν ἄνθρωποι μὲ ἀδυναμίες
καὶ ἁμαρτίες, γι’ αὐτὸ καὶ προσέφεραν θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν
λαό. Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι δυνατὸς καὶ ἀναμάρτητος,
προσέφερε μία φορά καὶ ἐφ’ ἅπαξ, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ Του θυσία γιὰ τὸν
λαὸ καὶ παραμένει ἕνας, ὡς ἀθάνατος, μὲ τὴν δύναμη τὴν δική Του καὶ τοῦ
Πατρός του, ποὺ εἶναι δύναμη ζωῆς ἀκατάλυτης. Ἔτσι ζῇ αἰώνια καὶ
μεσιτεύει γιὰ τοὺς θνητοὺς καὶ μπορεῖ νὰ σῴζη γιὰ πάντα ἐκείνους ποὺ
πλησιάζουν τὸν Θεὸ μέσῳ Αὐτοῦ. Ἡ παλαιὰ ἱερωσύνη ἐκτοπίσθηκε, ἐπειδὴ
ἦταν ἀνίσχυρη, αὐτὴ ἐδῶ παραμένει αἰώνια, ἐπειδὴ εἶναι δυνατή, σύμφωνα
μὲ τὴν μαρτυρία τῆς Γραφῆς «Ὁρκίστηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ ἀθετήση τὸν
λόγο Του, ἐσὺ ἱερεὺς κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ εἰς τὸν αἰῶνα». Ἐπειδὴ
παραμένει αἰώνιος ἔχει καὶ τὴν ἱερωσύνη Του ἀμεταβίβαστη, καὶ διὰ τοῦτο ὁ
Παῦλος στρέφεται καὶ λέγει παντοῦ «ἕναν ἱερέα, μία θυσία», διὰ νὰ μὴ
νομίση κανεὶς ὅτι εἶναι πολλὲς καὶ ἔτσι χωρὶς φόβο καὶ ἀσύστολα
ἁμαρτάνη. Καὶ τοῦτο εἶναι ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας νὰ μὴ ὑπάρχη ἄλλη
θυσία, ἐφόσον Ἐκεῖνος εἶναι τέλειος καὶ δὲν ἁμαρτάνει καὶ μὲ τὴν μία
ἐφάπαξ θυσία του μᾶς καθάρισε, μετὰ δὲ ἀπὸ αὐτό, ὑπάρχει φωτιὰ καὶ
κόλαση. Καὶ μεσιτεύει γιὰ τὸν λαὸ στὸν Πατέρα ὡς Ἀρχιερέας εἰς τὸν
αἰῶνα, ἀφοῦ κάθησε στὰ δεξιά του.
Δὲς τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας, ἡ ὁποία, ἂν
καὶ προσφέρθηκε μία φορά, κατόρθωσε τόσα πολλά, ὅσα δὲν μπόρεσαν ὅλες οἱ
ἄλλες. Τὸ γνώρισμα τοῦ λειτουργοῦ εἶναι νὰ στέκεται, ἀλλὰ ὅπως ὑπῆρξε
δοῦλος καὶ λειτουργός. Ἔτσι μετὰ κάθησε ὡς Ἀρχιερέας, δηλαγὴ αἰώνιος καὶ
δεδικαιωμένος. Ἐκεῖνος τώρα ἀποστέλλει τοὺς ἀγγέλους Του καὶ ἄλλους
ρίχνει στὴν κάμινο τοῦ πυρὸς καὶ ἄλλους σῴζει καὶ κρίνει τὰ πάντα, καὶ ἡ
κρίση Αὐτοῦ εἶναι δικαία, ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ δίνει ζωή, ὅπως θέλει.
Δὲν θέλω νὰ σᾶς φοβίσω, ἀλλὰ ὅσοι ἀξιωθήκαμε τὴν σφραγῖδα τοῦ
Βαπτίσματος, ὅσοι πήραμε μέρος στὴν ἀθάνατη Τράπεζα, ὅσοι «ἀπολαύσαμε
τὴν θυσία Του διὰ τῆς θείας Κοινωνίας, ἂς προσέξουμε, ὥστε νὰ
διαφυλάξωμε τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς ποὺ μᾶς δόθηκε, ὡς
πνευματικὰ τέκνα τοῦ Πατρός, διότι κάθε πτώση ἐμπεριέχει κινδύνους,
«κάθε παρακοὴ λαμβάνει ἔνδικον μισθαποδοσίαν», γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ, ἂς
εἴμαστε προσεκτικοί, κι ἂς μὴ ἀναβάλλουμε τὴν διόρθωσή μας.
Γιατί ἂν δὲν ἀγαπᾶς τὴν ἀρετή, δὲν τῆς
δίνεις καμμιὰ ἀξία καὶ σημασία. Ἂς μὴ εἴμαστε, παρακαλῶ, τόσο ἀργοὶ στὸ
καλὸ καὶ νωθροί, ὀκνηροὶ στὴν ἀρετή. Ἂς μὴ καθυστεροῦμε κι ἂς μὴ
ἀναβάλλουμε. Κανένας νὰ μὴ συμπεριφέρεται σὰν μισθωτὸς καὶ ἀχάριστος ἢ
σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀρετὴ κάτι δυσάρεστο καὶ ἐνοχλητικό. Ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ μᾶς
ἔδωσε τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, γιὰ νὰ ἐξαλείψη τὶς ἁμαρτίες μας, καὶ ὄχι γιὰ
νὰ τὶς αὐξήση. Ἂν ὅμως κάποιος χρησιμοποιῆ τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ κάνη
ἄφοβα περισσότερες ἁμαρτίες, πῶς δὲν εἶναι αὐτὸ ντροπὴ καὶ μέγιστη
κατάκριση; Ἂς μὴ γινώμαστε ἀνυπάκουοι καὶ ἀπείθαρχοι. Ἀφοῦ ἔχουμε τέτοιο
Ἀρχιερέα, ἂς ἀκολουθήσουμε τὰ ἴχνη του καὶ ἂς Τὸν μιμηθοῦμε. Ἡ κακία
εἶναι ἀπουσία τῆς ἀρετῆς. Ἂν ἀποζητᾶμε τὰ οὐράνια ἀγαθά, εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ εἴμαστε ἐνάρετοι. Ἂς γίνουμε ἀγαθοί, ἔστω καὶ μὲ μισθό.
Γιατί ὁ Θεὸς ζητᾶ τὴν ἀγάπη μας. Καὶ μάλιστα ἐξ ὅλης καρδίας καὶ
διανοίας καὶ δυνάμεως. Ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ἀδυναμίας, δηλαδὴ
τῆς ροπῆς μας πρὸς τὴν κακία καὶ ἁμαρτία, διότι ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία
εἶναι ἡ ἁμαρτία, θέλησε ἀπὸ ἀγαθότητα, νὰ ἐργαζώμαστε τὴν ἀρετή, ἔστω
καὶ μὲ μισθό. Ἐμεῖς ὅμως, οὔτε ἔτσι ἀσκοῦμε τὴν ἀρετή. Τίμημα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ καταστροφὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας ἐξαρτῶνται ὅλα. Ὁ
Θεὸς ἀποζητᾶ τὴν αὔξησή μας στὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ
τὴν ἐξασκοῦμε μὲ χαρὰ καὶ προθυμία, βαδίζοντας στὸν δρόμο τῆς
τελειώσεως, ἐπιζητώντας τὴν θεωρία τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὴν σωφροσύνη.
Καὶ ἀφοῦ ὁ Παῦλος ἔδειξε ἐν ὀλίγοις τὴν
διαφορὰ τῶν δύο Διαθηκῶν καὶ τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς θυσίας ἔναντι
τῆς θυσίας τῶν μόσχων καὶ τράγων, ἔπειτα εἶπε τὸ οὐσιωδέστερο. «Τέτοιος
Ἀρχιερέας μᾶς χρειαζόταν, ἅγιος, ὅσιος, ἄκακος, ἀμόλυντος, ἔμπειρος κατὰ
πάντα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ἐκτὸς ἁμαρτίας, ὅμοιος μὲ ἐμᾶς σὲ ὅλα
καὶ δοκιμασμένος στὴν ἀρετή, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ τοῦτο
βέβαια ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινή Του φύση, ποὺ εἶναι ὅμως ἀδιαίρετη μὲ
τὴν θεότητα, διότι πῆρε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν θεία.
Γι’ αὐτὸ ζῆ αἰώνια καὶ ἔχει τὴν δύναμη νὰ σῴζη ὅσους Τὸν πιστεύουν καὶ
Τὸν ἀγαποῦν. Καὶ τί σημάνει ἄκακος; Ἄδολος, ἀπονήρευτος, ὄχι ὕπουλος.
Καὶ ὅτι εἶναι τέτοιος ἄκουσε τὸν προφήτη ποὺ λέγει, «οὐδὲ εὑρέθη δόλος
ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». (Ἡσαΐας 53,9). Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη
καὶ ἡ τιμὴ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Πηγή: ΕΠΕ τ. 24