Εἶδα μιά καὶ μοναδικὴ φορά τὸν γέροντα Πορφύριο. Ἕνας πνευματικὸς ἀδελφὸς μᾶς πῆρε μιά βροχερὴ χειμωνιάτικη μέρα καὶ μᾶς πῆγε στὸ Μήλεσι. Ἀξιωθήκαμε νὰ ἀσπαστοῦμε τὸ χέρι του. Ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ἄρχισα νὰ τὸν γνωρίζω μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία του. Θὰ εἶχε περάσει ἄλλη μιά δεκαετία μαθητείας μέσα στὶς σελίδες τοῦ μεγάλου Καυσοκαλυβίτη ἁγίου, ὅταν αὐθόρμητα βγῆκε τὸ παράπονό μου:
«Γιατί νὰ μὴν ἀξιοποιήσω τὴν
παρουσία τοῦ Γέροντα στὴν Ἀθήνα; Στὰ φοιτητικά μου χρόνια σχεδὸν καθημερινὰ
περνοῦσα μπροστὰ ἀπὸ τὴν Πολυκλινική. Πολὺ θὰ εἶχα ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὸν “πλήρη
χαρισμάτων ἐκ παιδός”. Ἀλλὰ δὲν ἤξερα τίποτα γι’ αὐτὸν τότε».
Τὸ εἶπα καὶ στὴν ἀδελφή μου:
-Πολὺ θὰ εἶχα ὠφεληθεῖ, ἂν γνώριζα τότε τὸν ἅγιο Πορφύριο.
Κι ἐκείνη εἶχε στὰ χείλη μιά ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση:
-Γνώρισες ὅμως τὸν παπα-Μᾶρκο!
Λίγο εἶναι αὐτό; Ἄκουσα στὴν «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία» γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του.
Ναί, εἶχε δίκιο. Δὲν πρέπει νὰ
εἶμαι ἀχάριστη. Γνώρισα τὸν παπα–Μᾶρκο! Καὶ ἦταν μιά ἐξαιρετικὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.
Τὸν εὐγνωμονῶ γι’ αὐτό.
Ἀλλὰ ἡ ἀδελφή μου ἐπανῆλθε στὸ
θέμα ὕστερα ἀπὸ μιά νέα ἐκπομπὴ τῆς «Πειραϊκῆς
Ἐκκλησίας», (ποὺ μεταδόθηκε
ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Γεωργίου 23–4–2018), ἀφιερωμένη στὸν ἀκαταπόνητο ἐφημέριό
μας.
-Γιατί δὲ γράφεις κάτι, ἕνα βιβλίο ἂς ποῦμε, γιὰ τὸν πατέρα
Μᾶρκο;
Τὴν κοίταξα ἀπορημένη:
-Νὰ γράψω; Πῶς; Μὲ τί κότσια;
-Πῶς ἔγραψες γιὰ τὸν παπα– Γιώργη;
- Ἐκεῖ μίλησε ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς
νιότης μου, τῆς ἐποχῆς ποὺ «ὁ σκληρὸς δίσκος» κατέγραφε μὲ συγκίνηση τὰ πάντα,
σὰν μαγνητοταινία. Ἀνεξίτηλες μνῆμες, πού μοῦ χάραξαν πορεία! Τώρα πρέπει νὰ
μιλήσει ἡ ὡριμότητά μου καὶ αἰσθάνομαι τελείως «ἀνώριμη» καὶ ἀνέτοιμη γιὰ κάτι
τέτοιο. Μὲ τὸν παπα–Γιώργη Κρητικὸ ἦταν διαφορετικά. Εἶχα φιλία μὲ τὶς κόρες
του, πήγαινα στὸ σπιτικό του, ἤξερα καλὰ τὴν πρεσβυτέρα του καὶ τὰ ἄλλα μέλη
τῆς οἰκογένειάς του. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐλάχιστα ἔγραψα γιὰ τὴ ζωή του καὶ τὸ μεγάλο
καὶ ἀνεκτίμητο ἔργο του. Τί γίνεται ὅμως στὴν περίπτωση τοῦ παπα–Μάρκου; Ἐδῶ πρέπει
νὰ μελετήσω τὴν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη, ὅλα τὰ «Γεροντικὰ» καὶ
ὅλες τὶς «Φιλοκαλίες». Καὶ ὅταν γίνει αὐτό, ἔπειτα τὸ ξανασυζητᾶμε.
-Ἁπλά, νὰ γράψεις ὅ,τι ἔχει πέσει στὴν ἀντίληψή σου.
Μὲ ἔβαλε σὲ σκέψεις ἡ πρότασή
της. Πῶς νὰ περιλάβω τόσο ἔργο, ποὺ τὸ μεγαλύτερο μέρος του μοῦ εἶναι σχεδὸν
ἄγνωστο; Πῶς νὰ καλύψω τὴ διακονία τοῦ ἐφημερίου, τὴν ἄσκηση τοῦ μοναχοῦ, τὴ
δράση τοῦ ἱεραποστόλου, τὴν ὑπηρεσία τοῦ διευθυντῆ Ὀρθόδοξης ἐφημερίδας, τὸ
εὖρος τοῦ πνευματικοῦ, ποὺ ἅπλωνε τὶς φτεροῦγες του σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἀττικὴ καὶ
ὄχι μόνο; Πολύπλευρο, πολυσύνθετο ἔργο ἀπὸ μιά ἁπλή, ταπεινὴ ψυχή! Καὶ οἱ
γνώσεις μου μηδαμινές. Θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ. Ναί, ἡ πένα ἑνὸς γραφέα ἀδυνατεῖ. Ἡ
εὐγνωμοσύνη ἑνὸς εὐεργετημένου μπορεῖ!
Πῆρα τὴ μεγάλη ἀπόφαση. Ναί, θὰ
γράψω, γιὰ νὰ ἀφήσω στοὺς οἰκείους μου μιά γεύση ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ
ἱερέα μας. Θὰ γράψω ἁπλὰ τὴν τεκμηριωμένη ἀλήθεια. Τὴν πένα θὰ ὁδηγεῖ ἡ καρδιά.
Ἁπλὰ περιστατικὰ θὰ ἀναφέρω, ὅπως τὰ ἄκουσα καὶ τὰ ἔζησα, γιατί τὸν παπα-Μᾶρκο
τὸν ἔζησα ἀπὸ τὸ 1987 ὥς τὸ 2010, ἐδῶ, στὸν ἅγιο Γιώργη, ἕνα βῆμα ἀπὸ τὸ σπίτι
μου, ἕνα ὅσιο στὴ γειτονιά μας.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ, «ΕΝΑΣ ΟΣΙΟΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ», Ὁ
πατὴρ Μᾶρκος Μανώλης μὲ τὸ βλέμμα μιᾶς ἐνορίτισσας, τοῦ ἁγίου Γεωργίου Διονύσου,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΚΑΝΙΓΓΟΣ 10, 10677 ΑΘΗΝΑ 2019