Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά –Τα δύο τραπέζια του Θεού (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

(Ομιλία του †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε μία παραβολή, μία ἁπλῆ διήγησι ποὺ μέσ᾽ στὴν ἁπλότητά της κρύβει νοήματα βαθειά· εἶνε μιὰ ζωγραφιά.

Ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Προσπαθεῖ ν᾽ ἀνυψώσῃ τοὺς μαθητάς του· νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ ἀπ᾽ τὰ εὔκολα στὰ δύσκολα, ἀπ᾽ τὰ γνωστὰ στὰ ἄγνωστα, ἀπ᾽ τὰ ὁρατὰ στὰ ἀόρατα, ἀπ᾽ τὰ συγκεκριμένα στὰ ἀφῃρημένα. Εἶνε ἄφθαστος δάσκαλος· ἔχει δίκιο ὅταν λέει, Σεῖς «μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος» καὶ «ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23,8-10).
 Στὶς παραβολὲς παίρνει παραδείγματα ἢ εἰκόνες ἀπ᾽ τὴ φύσι καὶ τὴ ζωή. Κ᾽ ἐδῶ ὡς βάσι ἔχει μιὰ σκηνὴ τῆς οἰκογενείας, τὸ τραπέζι.
Ἕνας ἄνθρωπος, λέει, ἑώρταζε κάποιο εὐχάριστο γεγονὸς –δὲν τ᾽ ἀποδοκιμάζει αὐτὰ ὁ Χριστός– κ᾽ ἔκανε τραπέζι. Σὰν ἁπλοχέρης, φρόντισε τὸ γεῦμα νά ᾽νε πλούσιο. Μάγειροι ἑτοίμασαν τὰ καλύτερα φαγητά, στρώθηκαν σερβίτσια ἀξίας, κέρασαν κρασιὰ σπάνια, ἔγινε διακόσμησι μὲ λουλούδια, ἔπαιζε μουσικὴ εὐχάριστη· κάθε τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ποιός δὲν θά ᾽θελε νὰ παρακαθήσῃ στὸ τραπέζι αὐτό;
Καὶ ὅμως δὲν πῆγε κανείς! Ὥστε λοιπὸν ἀδίκως ἔγινε ὅλος ὁ κόπος καὶ τὰ ἔξοδα; Γιατί αὐτὴ ἀποχή, ἀφοῦ τοὺς κάλεσε μὲ ἐπίσημη πρόσκλησι; Ἀκοῦστε λοιπὸν τὶς ἀπαντήσεις. Ὅταν πῆγε ὁ ἀπεσταλμένος δοῦλος καὶ τοὺς εἶπε «Ἐλᾶτε, εἶνε ὅλα ἕτοιμα κι ὁ κύριός μου σᾶς περιμένει», ὁ ἕνας εἶπε· Ἀγόρασα ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ. Ὁ ἄλλος εἶπε· Ἔχω ἀγοράσει 5 ζευγάρια βόδια καὶ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. Κι ὁ ἄλλος, τύπος αὐθάδης καὶ σαρκολάτρης, ἀποκρίθηκε ἀδιάντροπα· Εἶμαι νιόπαντρος, στὸ «μῆνα τοῦ μέλιτος», γι᾽ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ᾽ρθῶ. Ἀρνήθηκαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ὅλοι εἶπαν, Σὲ παρακαλῶ, «ἔχε με παρῃτημένον» (βλ. Λουκ. 14,18-20).
Ὅταν ἄκουσε ὁ ἀφέντης τὴν ἄρνησί τους ὠργίστηκε, λέει τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 14,21). Τί θὰ γίνῃ τώρα; Δὲν ἔστρωσε ματαίως τὸ τραπέζι. Προστάζει λοιπὸν τὸ δοῦλο του· –Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ ὅποιους βρῇς, φτωχούς, ἀνάπηρους, κουτσούς, τυφλούς, φέρ᾽ τους ἐδῶ μέσα. Δίχως ἀναβολὴ ὁ δοῦλος ἐκτελεῖ τὴ διαταγὴ καὶ ἀναφέρει· –Ἀφέντη, ἔγινε ὅπως διέταξες, καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη κενὲς θέσεις. (Τόσο εὐρύχωρη ἦταν ἡ αἴθουσα).Ὁ ἀφέντης τὸν ξαναστέλνει· –Βγὲς πάλι στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράχτες, καὶ ὅποιους βρῇς φέρ᾽ τους καὶ ἀναγκαστικά, ὥστε νὰ γεμίσῃ στὸ σπίτι μου.
Αὐτὴ εἶνε μὲ λίγα λόγια ἡ παραβολή. Καὶ γεννῶνται ἐρωτήματα. Πρῶτον· ποιός εἶνε ὁ ἀφέντης ποὺ κάνει τὸ μέγα δεῖπνο; Δεύτερον· ποιοί εἶνε οἱ προσκεκλημένοι; Τρίτον· ποιά εἶνε ἡ τράπεζα καὶ τὰ ἐκλεκτὰ ἐδέσματα; Ὁ χρόνος δὲν ἐπιτρέπει ν᾽ ἀπαντήσουμε διεξοδικά. Θὰ πῶ μόνο λίγες λέξεις ἐπάνω τὸ κεντρικὸ νόημα τῆς παραβολῆς, ποὺ εἶνε τὸ τραπέζι.
* * *
Αὐτὸς ποὺ παραθέτει τὸ δεῖπνο, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Κύριος, ὁ ἐν Τριάδι Θεός. Παραθέτει δύο τραπέζια· ἕνα ὑλικό, ἕνα πνευματικό. Τὸ ὑλικὸ τραπέζι μᾶς τὸ στρώνει κάθε μέρα. Ὅταν κάθεστε νὰ φᾶτε, ῥῖξτε μιὰ ματιὰ καὶ θὰ δῆτε πὼς ὅ,τι εἶνε μπροστά σας τὰ στέλνει ἐκεῖνος. Ἡ γενεὰ αὐτή, τυφλὴ καὶ ὑλόφρων, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θείας προνοίας. Πατέρα ποὺ φέρνεις τ᾽ ἀγαθά, μητέρα ποὺ μαγειρεύεις, κ᾽ ἐσεῖς παιδιὰ ποὺ εἶστε ἕτοιμα νὰ φᾶτε, ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὸ τραπέζι, καὶ σκεφθῆτε λίγο. Τί ἔχετε; Ἂς πάρουμε τὸ πιὸ φτωχό, μιὰ ἐλιὰ καὶ λίγο ψωμί· ἢ τὸ γάλα καὶ τὸ τυρί, ἢ τὸ ψάρι καὶ τὸ κρέας, ἢ τὰ φροῦτα καὶ γενικὰ τοὺς καρπούς, τὸ νερὸ καὶ τὸ κρασί, ὅ,τι ἄλλο. Πέστε μου, ὑπάρχει κάτι ποὺ τὸ κατασκεύασε ὁ ἄνθρωπος; Ἀφῆστε συνθετικὲς τροφὲς ἢ χάπια, ποὺ πάλι προέρχονται ἀπὸ φυσικὰ προϊόντα. Λοιπὸν τὸ τραπέζι τὸ στρώνει ὁ Θεός. Ἂν δὲν βρέξῃ, δὲν βγῇ ἥλιος, δὲν φυσήξῃ ἄνεμος, ἢ ἂν γίνῃ ἀποκλεισμός, θὰ πέσῃ πεῖνα.
Βρέθηκα τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς στὴν Κοζάνη τὸ ᾽43, ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἔκαιγαν τὰ χωριὰ στὰ Σέρβια καὶ τὰ Χάσια κ᾽ οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν κοπάδια στὴν πόλι πειναλέοι μέσ᾽ στὸ κρύο. Τότε ἕνα μικρὸ κοριτσάκι μὲ μελανιασμένα τὰ πόδια στὴν πόρτα ἑνὸς πλουσίου σπιτιοῦ, τὴν ὥρα ποὺ ἡ νοικοκυρὰ τίναζε τὸ ἄσπρο τραπεζομάντηλο κ᾽ ἔπεφταν τὰ ψίχουλα πάνω στὸ χιόνι, –τὸ εἶδα κ᾽ ἔκλαψε ἡ ψυχή μου–, σάλιωνε τὸ δάχτυλο, μάζευε ᾽κεῖνα τὰ ψίχουλα κ᾽ ἔκανε τὸ σταυρό της. Ἦταν σὰν τὸ σπουργιτάκι ποὺ χτυπάει μὲ τὴ μυτίτσα του τὸ τζάμι μας. Ἔτσι εἶχαν καταντήσει τότε οἱ ἄνθρωποι. Καὶ τώρα ἐμεῖς, ἀχάριστοι καὶ ἄπιστοι, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε! Μὰ θ᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὅταν τὰ σκέπτωμαι αὐτά, λέω· Ἑλλάδα πατρίδα μας, κάποια συμφορὰ σὲ περιμένει! Γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς σὲ τρέφει, ἐσὺ σὰν τὸ λυσσασμένο σκυλὶ νὰ δαγκώνῃς τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ σου.
Μᾶς στρώνει τραπέζι· «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. 103,28). Κάθε φορὰ λοιπὸν ποὺ ἀπολαμβάνεις τ᾽ ἀγαθά του, πὲς κ᾽ ἐσύ· Χριστέ, σ᾽ εὐχαριστῶ!
Ἀλλὰ μᾶς στρώνει καὶ ἄλλο τραπέζι ἀνώτερο ὁ Κύριος, τραπέζι πνευματικό. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ῥῖξτε μιὰ ματιά, ἀγαπητοί μου, μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα πάνω στὴν ἁγία τράπεζα· ἐκεῖ εἶνε ὁ μυστικὸς Δεῖπνος, σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο. Τὰ λέμε αὐτὰ ὑπὸ τὸν ὅρον ὅτι ὑπάρχει πίστις· ἂν δὲν ὑπάρχῃ, ἀλλάζει τὸ ζήτημα. Φρονῶ ὅτι τὰ πράγματα πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουν. Ἕνας λιποτάκτης δὲν εἶνε πιὰ στρατιώτης, καὶ ἕνας σκασιάρχης μαθητὴς ἀποβάλλεται ἀπὸ τὸ σχολεῖο· λοιπὸν κ᾽ ἐσὺ δὲν μπορεῖ νὰ λέγεσαι Χριστιανός, ὅταν τὶς περισσότερες Κυριακὲς ἀπουσιάζῃς καὶ ἐμφανίζεσαι μόνο τρεῖς - τέσσερις φορὲς τὸ ἔτος· αὐτὸ εἶνε κωμῳδία.
Πρέπει νὰ γίνῃ κάθαρσις. Προτιμότερο νὰ εἶνε μέσα στὴν ἐκκλησία πέντε ποὺ νὰ πιστεύουν παρὰ ἕνα πλῆθος τυπικῶν χριστιανῶν. Μοῦ ᾽λεγε ἕνας γενναῖος ἀξιωματικός· Δῶστε μου πενήντα στρατιῶτες γενναίους, καὶ προχωρῶ· ἂν μοῦ δώσετε καὶ ἕνα σύνταγμα ὁλόκληρο δειλῶν, δὲν προχωρῶ.
Εἶνε ζήτημα λοιπὸν ν᾽ ἀποκτήσῃ ἡ Ἐκκλησία μας μέλη ποὺ νὰ πιστεύουν στὰ δόγματα ποὺ ἀπεκάλυψε καὶ στὰ μυστήρια ποὺ παρέδωσε ὁ Κύριος. Ξέρετε πόσο μακριὰ εἴμαστε; Πρῶτα, ὅταν στὴν ἐκκλησιὰ περνοῦσαν τὰ ἅγια, τὰ μάτια βούρκωναν καὶ τὰ χείλη ἔλεγαν «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ» (Λουκ. 23,42). Δὲν ἔχουμε πλέον ἐμεῖς, κλῆρος καὶ λαός, τέτοια πίστι. Ἕνας ὀρθολογισμὸς ἐπικρατεῖ. Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος «Λάβετε φάγετε… πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες»· ποιός προσέρχεται καὶ κοινωνεῖ καθὼς θέλει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός;
* * *
Τί φταίει, ἀγαπητοί μου; Φταίει ἀφ᾽ ἑνὸς ἡ ἀπιστία ποὺ ἐπικρατεῖ, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ ὑλισμὸς τῆς ζωῆς. Προφασίζονται δικαιολογίες σὰν τοὺς καλεσμένους τοῦ μεγάλου δείπνου.
Λὲς στὸν ἕνα· Νήστεψε. –Δὲν μπορῶ, εἶμαι ἄρρωστος. Ποιός τὸ λέει; αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σπάσῃ χαλίκι στὸ δημόσιο δρόμο.
Λὲς στὸν ἄλλο· Κάνε προσευχή. –Δὲν εὐκαιρῶ. Καὶ ὅμως τὸν βλέπω στὸ καφενεῖο νὰ παίζῃ τάβλι, ἢ καὶ ἀλλοῦ νὰ διασκεδάζῃ.
Λὲς στὸν ἄλλο· Διάβασε Εὐαγγέλιο. –Δὲν τὸ καταλαβαίνω.
Χθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνας νέος 25 ἐτῶν, ποὺ παντρεύτηκε πρὶν 5 μῆνες καὶ τώρα ζητοῦσε διαζύγιο. Ποιός ὁ λόγος; Κάθησα μαζί του καὶ συζήτησα. Σιγά - σιγὰ ξετύλιξε τὸ κουβάρι τῆς ζωῆς του. Ἔφευγε ἀπ᾽ τὸ χωράφι στὶς 7 κ᾽ ἔφτανε στὸ σπίτι μεσάνυχτα. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ εἶχαν τηλεόρασι, νὰ βλέπῃ τὰ ἀκατονόμαστα, καὶ ξεχνοῦσε τὴ γυναῖκα του. Ταλαίπωρε, τί πᾷς ἐκεῖ; Γύρνα σπίτι κι ἄνοιξε τὴν ἄλλη τηλεόρασι, τὴν ἁγία Γραφή.
Λὲς στὸν ἄλλο· Ἔλα στὴν ἐκκλησιά. –Δὲν εὐκαιρῶ. Ἀπὸ τὶς 168 ὧρες τῆς ἑβδομάδος οὔτε μιὰ ὥρα δὲν δίνουμε στὸ Θεό.
Λὲς στὸν ἄλλο· Ἔλα νὰ ἐξομολογηθῇς. –Τί νὰ ἐξομολογηθῶ; ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος, δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἐξομολόγησι… Ποιός τὸ λέει αὐτό; Ὁ ἀκάθαρτος, ποὺ οὔτε ὁ Νιαγάρας δὲν φτάνει νὰ τὸν ξεπλύνῃ. Καὶ ἔτσι μένει στὸ τέλος ἐκτὸς τοῦ Μυστικοῦ δείπνου.
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ, καὶ παρακαλῶ ὅλους, νὰ προσέρχεσθε στὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶστε τακτικοὶ στὴν ἐξομολόγησι, στὸν ἐκκλησιασμό, στὴ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, στὴν προσευχή, στὴ νηστεία. Τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας μὴν ἀπουσιάζετε, νὰ εἶστε πάντα παρόντες. Οἱ ἄντρες γνωρίζετε, ὅτι ὅταν σημαίνῃ προσκλητήριο ὁ στρατιώτης δίνει τὸ παρών. Καὶ ἐδῶ λοιπὸν προσκλητήριο γίνεται. Μᾶς καλεῖ ὅλους ὁ Χριστός· ὅλοι στὴν θεία κοινωνία, μὲ μετάνοια καὶ κατάλληλη προετοιμασία.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς νά ᾽νε πάντα μαζί μας εὐλογῶν καὶ ἁγιάζων κάθε πτυχὴν τῆς οἰκογενειακῆς καὶ ἐθνικῆς μας ζωῆς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος