Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Ἡ κρίση τοῦ οὐρανοῦ



Τό θαῦμα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνα στίς 11 Νοεμβρίου 1718
Συμπληρώνονται φέτος 300 χρόνια ἀπό τότε πού ἐπιτελέστηκε ἕνα σημεῖο θαυμαστό στήν Κέρκυρα, τῆς ὁποίας προστάτης καί πολιοῦχος εἶναι ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας. Τό θαῦμα διασώζει στό ἔργο του «Οὐρανοῦ Κρίσις» ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (1721-1813). Ἐκεῖ, μέ ἀκρίβεια, ἐνάργεια, ἀλλά καί γλαφυρότητα, ἀφηγεῖται τό «θαῦμα θαυμάτων», ὅπως τό ἀποκαλεῖ, τοῦ Ἁγίου. Ἕνα θαῦμα γνωστό σέ λίγους στήν ἐποχή του, γιατί, ὅπως ἀναφέρει, «ἐκεῖνοι ὁπού ἔμελλον νά τό κοινολογήσουν μέ τούς τύπους εὑρίσκονται ὑπό τήν δεσποτείαν ἐκείνων ὁπού ἔπαθον τήν τοιαύτην αἰσχύνην ̇ ὅθεν καί δέν δύνανται νά σαλπίζουν οὕτω περιφανῶς τά κατά τῶν ἐξουσιαστῶν τους νικητήρια».

Τό ἔργο τῆς κοινοποίησης, λοιπόν, ἀναλαμβάνει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «θείῳ ζήλῳ κινούμενος», «…διά νά κινήσῃ τούς φιλοθέους ἅπαντας εἰς ὕμνον καί εὐχαριστίαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ πιστοῦ αὐτοῦ θεράποντος».
Τό χρονικό τοῦ θαύματος
Μετά ἀπό τή σωτηρία τῆς Κέρκυρας ἀπό τήν πολιορκία τῶν Τούρκων μέ θαυματουργική παρέμβαση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, στίς 11 Αὐγούστου 1716, ὁ τότε ἀρχιναύαρχος τοῦ ἑνετικοῦ στόλου καί διοικητής τῆς νήσου Κέρκυρας, Ἀνδρέας Πιζάνης, θέλοντας νά ἐκδηλώσει τήν εὐγνωμοσύνη του στόν Ἅγιο γιά τή σωτηρία, ἀποφάσισε νά στήσει στό ναό ἕνα θυσιαστήριο ἀκόμη. Ἕνα θυσιαστήριο, γιά νά γίνεται ἐπάνω σ ̓ αὐτό τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας κατά τό Λατινικό δόγμα. Τό θυσιαστήριο, «ἀλτάριο» κατά τούς Λατίνους, θά κτιζόταν δίπλα στήν Ἁγία Τράπεζα τῶν Ὀρθοδόξων κι ἐκεῖ θά γινόταν ἀπό Λατίνο ἱερέα ἡ θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αὐτή ἐνισχύθηκε ὁ Ἑνετός διοικητής καί ἀπό ἕνα θεολόγο Λατίνο σύμβουλό του, κάποιον Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ὁ τελευταῖος θεώρησε τήν εὐκαιρία μοναδική γιά νά τοποθετήσει στό ναό τοῦ Ἁγίου ἀλτάριο, δηλαδή Ἁγία Τράπεζα φράγκικη, καί νά τελεῖται μέσα τόν ὀρθόδοξο ναό τοῦ Ἁγίου ἡ θεία Λειτουργία μέ ἄζυμα, κατά τό δικό τους δόγμα.
Ἡ προειδοποίηση τοῦ ἁγίου καί ἡ ἀνυπακοή τοῦ διοικητή
Μετά τήν ἐνθάρρυνση τοῦ συμβούλου του, ὁ διοικητής Ἀνδρέας Πιζάνης κάλεσε τούς ἱερεῖς τοῦ ναοῦ καί τούς ἀνακοίνωσε τό σκοπό του καί ζήτησε κατά κάποιο τρόπο ἀπό αὐτούς τή συγκατάθεσή τους. Ἐκεῖνοι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀρνήθηκαν κι ὑπέδειξαν πώς αὐτό θά ἦταν μία καινοτομία ἀπόλυτα ἐπιζήμια καί γι ̓ αὐτό δέν ἔπρεπε νά γίνει. Στήν ἄρνηση τῶν ἱερέων νά συγκατατεθοῦν στήν τοποθέτηση τοῦ ἀλταρίου, ὁ διοικητής τούς ἀπείλησε κι ἀποφάσισε νά προχωρήσει στήν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου του χωρίς τήν ἄδειά τους. Οἱ ἱερεῖς, στήν ἐπιμονή του, κατέφυγαν μέ δάκρυα στόν Ἅγιό τους καί ζήτησαν μέ θερμή προσευχή τή βοήθεια καί τήν προστασία του. Ὁ διοικητής, μέ τό δικαίωμα πού τοῦ ἔδινε ἡ ἐξουσία, ἀποφάσισε νά προχωρήσει στήν ἐκτέλεση τῆς παράνομης ἐπιθυμίας του.
Τότε ὁ Ἅγιος παρουσιάστηκε δύο συνεχόμενες νύχτες στόν ὕπνο του μέ τό ἔνδυμα ὀρθόδοξου μοναχοῦ καί τοῦ συνέστησε νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀπόφασή του, διαφορετικά θά τό μετάνιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ὁ διοικητής κάλεσε τόν σύμβουλό του καί τοῦ φανέρωσε καί τίς δύο φορές τήν προειδοποίηση τοῦ Ἁγίου. Ὁ θεολόγος σύμβουλος τοῦ ἀποκρίθηκε πώς δέν ἔπρεπε αὐτός, ἕνας μορφωμένος ἄρχοντας, νά βασισθεῖ στά ὄνειρα, πού εἶναι ἔργο, ὅπως τοῦ εἶπε, τοῦ διαβόλου καί πού σκοπό ἔχουν νά παρεμποδίσουν καί νά ματαιώσουν ἕνα καλό καί θεάρεστο ἔργο.
Τά λόγια τοῦ συμβούλου διασκέδασαν τό φόβο τοῦ διοικητῆ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τήν ἑπόμενη ἡμέρα, 11 Νοεμβρίου 1718, ἀκολουθούμενος ἀπό τή συνοδεία του, ξεκίνησε γιά τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου μέ τό πρόσχημα νά προσκυνήσει τό λείψανό του καί νά ἀνάψει τό καντήλι του. Οὐσιαστικά ὅμως πῆγε ἐκεῖ γιά νά καταμετρήσει τό μέρος πού θά κτιζόταν τό ἀλτάριο καί νά καθορίσει καί τίς διαστάσεις του.
Ἐκεῖ στόν ναό, γιά μία ἀκόμη φορά, ἀγωνίστηκαν οἱ ἱερεῖς μέ κάθε τρόπο νά τόν ἀποτρέψουν ἀπό τοῦ νά ἐκτελέσει τό σχέδιό του. Ἄδικα ὅμως. Ὁ ἄρχοντας, ὅπως ἀφηγεῖται ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, «ἀγριανθείς, ἐφοβέρισε μέ θυμόν μεγάλον, ὅτι ἄν δέν ὑπακούσουν εἰς τό θέλημά του καί νά ἡσυχάσωσι, θέλει τούς στείλει σιδηροδεσμίους εἰς τήν Βενετίαν, νά τούς ρίψουν εἰς τά καμαρῶτα, ὥστε νά μήν ἰδοῦν πλέον τόν ἥλιον».
Θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου
Ἔφυγε ὁ διοικητής μέ τή συνοδεία του, μέ τήν ἀπόφαση τήν ἑπομένη τό πρωί, δηλαδή στίς 12 Νοεμβρίου, οἱ ἄνθρωποί του νά ἔλθουν νά ἀρχίσουν τό ἔργο. Οἱ ἱερεῖς κι ἕνας ἀριθμός πιστῶν ἔμειναν ἐκεῖ, καί «ἀνοίξαντες τήν ἱεράν λάρνακα τοῦ μεγάλου πατρός, ἔψαλαν παράκλησιν, χύσαντες θερμά δάκρυα, διά νά ἐμποδίσῃ τόν κακόν σκοπόν τοῦ Ἡγεμόνος».
Πέρασε ἡ μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στά μεσάνυχτα, βροντές καί κεραυνοί συνταράζουν τήν πόλη. Ὁ σκοπός πού βρισκόταν στήν εἴσοδο τοῦ φρουρίου κοντά στήν πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό νά προχωρεῖ μ ̓ ἕνα δαυλό ἀναμμένο στό χέρι καί νά μπαίνει στό φρούριο. Κατά τήν συνήθεια τοῦ φώναξε:
–«Ποῖος εἶσαι σύ; καί ποῦ ὑπάγεις; Καί ἐπειδή οὐδεμίαν ἀπόκρισιν ἐλάμβανεν, ἐσήκωσε τό πυροβόλον του ὅπλον, διά νά τόν ἀποκτείνῃ. Τότε ὁ μοναχός ἅμα ἀπεκρίθη. Ἐγώ εἶμαι ὁ Σπυρίδων. Καί ἅμα τοῦτο εἰπών, ἥρπασεν αὐτόν ἀπό τήν χεῖρα, καί τόν ἀπεσφενδόνισεν ἔξω εἰς τήν λεγομένην Σπιανάδα τῆς πόλεως Κερκύρας, πλησίον εἰς τήν ἐκκλησίαν τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ εὑρέθη ὄρθιος εἰς τούς πόδας του, καθώς ἦτον μέ τό ὅπλον του».
Τήν ἴδια ὥρα τρεῖς φλόγες βγῆκαν ἀπό τό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας, μία δυνατή, ἐκκωφαντική ἔκρηξη ἀκούστηκε καί τό φρούριο τινάχτηκε στόν ἀέρα μέ ὅλα τά γύρω σπίτια. Ἡ καταστροφή ὑπῆρξε τρομερή. Ὁ διοικητής Ἀνδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός μέ τόν τράχηλο ἀνάμεσα σέ δύο δοκάρια. Καί ὁ θεολόγος σύμβουλός του νεκρός ἔξω ἀπό τό τειχόκαστρο, μέσα σέ ἕνα χαντάκι, στό ὁποῖο ἔτρεχαν τά ἀκάθαρτα νερά τῶν ἀποχετεύσεων τῆς πόλης.
Συγχρόνως, ἡ ἀσημένια πολύφωτη κανδήλα, πού εἶχε κάνει δῶρο ὁ ἄρχοντας στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου, κατέπεσε, μόνη αὐτή, ἄν καί κρεμασμένη μέ βαριά ἁλυσίδα, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστραφεῖ ἡ βάση της. Ἡ κανδήλα κρεμάστηκε πάλι στό ἴδιο μέρος, ὅπου βρέθηκε πεσμένη. Ἔτσι μέ ἀλάλητη φωνή μαρτυρεῖ ὡς σήμερα τό θαυμαστό συμβάν.
Ἀλλά καί στή Βενετία, τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή, ἔπεσε κεραυνός στό μέγαρο τοῦ Ἀνδρέα Πιζάνη, τρύπησε τόν τοῖχο κι ἔκαψε τό πορτραῖτο τοῦ ἄρχοντα. Τήν εἰκόνα του. Μόνο τήν εἰκόνα του.
Τήν ἄλλη μέρα, μετά ἀπό αὐτά πού συνέβησαν, ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος διέταξε νά σηκώσουν τά ὑλικά πού μετέφεραν ἀπό μπροστά στήν ἐκκλησία καί νά ματαιώσουν τό ἔργο πού σκέφθηκαν νά ἐκτελέσουν.
«Ἐπειδή δέ ὁ στρατιώτης, ἤτοι ὁ φύλαξ τῆς Μονετζιόνος, ἡμέρας γενομένης, ὅλος ἐνθουσιῶν ἐβόα φωνῇ μεγάλῃ καί ἐκήρυττε λέγοντας, ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔκαμεν αὐτά τά μεγάλα καί φοβερά πράγματα, καί καταλεπτῶς ἐδιηγεῖτο ὅλην τήν ὑπόθεσιν, οἱ Λατίνοι, μή ὑποφέροντες τήν αἰσχύνην, μετά τρεῖς ἡμέρας εἰς τήν Ἰταλίαν ἀπέπεμψαν αὐτόν».
Τήν ἴδια μέρα ὁ λαός τῆς Κέρκυρας, στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου ἔψαλλε μέ ἀγαλλίαση καί χαρά εὐχαριστήριους ὕμνους στόν ἀκοίμητο προστάτη τῆς νήσου.
Μόνη γνήσια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη
Ὁλοκληρώνοντας τή διήγηση τοῦ θαύματος, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος προχωρεῖ καί στήν ἑρμηνεία του:
«Καί λοιπόν ἡ ἀπόφασις τοῦ Ἁγίου ἔλαβε τέλος. Ὁ ἡγεμών καί οἱ περί αὐτόν ἀπωλέσθησαν. Ἡ τοῦ ἀλταρίου βουλή ἔμεινεν ἀτελείωτος. Τώρα φαίνεταί μοι, πώς δέν εἶναι πολλή δυσκολία νά στοχασθῇ καθ ̓ ἕνας ὅτι ὁ ναός τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος ἐπαράστηνε καί παραστήνει ὅλον ἕνα, τήν Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν μέ ὅλα της τά φρονήματα. Καί πάλιν, ὅτι μέ τό ἀλτάρι ἐκεῖνο, ἐπαραστήνετο ἡ Δυτική Ἐκκλησία μέ ὅλα τά ἐδικά της φρονήματα, καί μέ τόν Πάπαν της.
[…] Καί λοιπόν, χριστιανοί ὀρθόδοξοι, χριστιανοί τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τέκνα γνησιώτατα, τό θαῦμα τοῦτο, δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θαῦμα, ἤγουν δέν εἶναι ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά θαύματα, ὁποῦ δείχνουσι τήν δύναμιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, … ἀλλά κατά ἀλήθειαν εἶναι μία ἀδέκαστος τοῦ Οὐρανοῦ Κρίσις. Κρίσις μέ τήν ὁποίαν ὁ Οὐρανός ἄνωθεν ἔδειξε σήμερον, ποία ἀπό τάς δύω Ἐκκλησίας βαστᾶ τήν θείαν ἀλήθειαν, ἤγουν ποία ἀπό τάς δύω κρατεῖ ἀπαρασάλευτα τά θεοπαράδοτα καί ἀποστολικά δόγματα, καί τάς ἀποστολικάς καί πατρικάς παραδόσεις» […].
Καί καταλήγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος[1]: «Τοῦτο ἀποδεικνύει ὁ Δαυλός ὁ ἀναμμένος τοῦ Σπυρίδωνος».
[1]. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος εἶναι Διδάσκαλος τοῦ Γένους καί ἀπό τούς πρωτεργάτες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος τῶν «Κολλυβάδων». Ὑπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, πολυτάλαντος καί πολυμερής. Ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων, συνέγραψε ἔργα ἀνταποκρινόμενα πάντοτε σέ συγκεκριμένες ἀνάγκες ἤ προκλήσεις, γιά τήν πληροφόρηση, οἰκοδομή καί νουθεσία τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου. Τό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου συνίστατο κυρίως στήν προβολή τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἀπέναντι στό ἰσχυρό ρεῦμα καί τίς νέες ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης.
π.
ἀπό τό περιοδικό Ἡ Δράση μας,
τεύχ. Δεκεμβρίου 2018