«Ὅσο
κι ἄν φαίνεται παράξενο εἶναι, ὅμως, ἀλήθεια τό ὅτι ἐρχόμασθε σ᾽ αὐτό
τόν κόσμο ὄχι γιά νά ζοῦμε σ᾽ αὐτόν, ἀλλά γιά νά σωθοῦμε ἀπ᾽ αὐτόν. Ὅπως
οἱ ἄνθρωποι δέν πηγαίνουν στόν πόλεμο γιά νά ἡδονίζωνται μέ τόν πόλεμο,
ἀλλά γιά νά σωθοῦν ἀπ᾽ τόν πόλεμο!…
Οἱ πραγματικοί χριστιανοί ποτέ δέν θεωροῦν αὐτή τή ζωή διαφορετικά
παρά σάν στρατιωτική θητεία. Κάθε στρατιώτης ἔχει νά ὑπηρετήση τή θητεία
του, καί νά πάη στό σπίτι του. Κι ὅπως οἱ στρατιῶτες μετροῦν τίς μέρες
τῆς θητείας τους καί μέ χαρά σκέπτονται τήν ἐπιστροφή στό σπίτι τους,
ἔτσι καί οἱ χριστιανοί ἀσταμάτητα σκέπτονται περί τοῦ τέλους αὐτῆς τῆς
ζωῆς καί περί τῆς ἐπιστροφῆς στό σπίτι τους».
Ὁ Χρυσόστομος, ἀκόμα, ἀναφέροντας τά: «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´ Κορ 15, 20), «τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη» (Μθ 27, 52), «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε
καί ἀνέστη, οὕτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν
αὐτῷ… Ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ
μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας» (Α´ Θεσ 4, 13-15), γράφει: «Τοῦ μέν Χριστοῦ
εἶπε θάνατο, γιά νά πιστοποιήση τό πάθος, γιά μᾶς δέ εἶπε κοίμησι, γιά νά ἀνακουφίση τήν ὀδύνη».
«Θάνατε, εὐεργέτη μας, ἐμεῖς δέν ἔπρεπε νά σέ ὀνομάζουμε θάνατο. Διότι καί μόνο ἡ ἐνθύμησί σου, δίνει ζωή στήν ψυχή μας».
«“Μέ τή ζωή γίνεται τό ἴδιο, ὅπως καί μ᾽ ἕνα θεατρικό ἔργο: Δέν πρόκειται γιά τή διάρκεια, ἀλλά γιά τήν ποιότητα” (Σενέκας)».
«Σέ μιά πυκνόφυτη μαγευτική πλαγιά, ἕνα τσοπανόπουλο ἔβοσκε τά
πρόβατά του. Στό ἀπέναντι σημεῖο τῆς πλαγιᾶς, πού τή χώριζε ἀπ᾽ αὐτό ἕνα
ρυάκι, πού χοροπηδώντας κατέβαινε στήν πεδιάδα, ἦταν ἄφθονη χλόη. Ὁ
μικρός θέλησε νά περάση ἐκεῖ τά πρόβατά του νά βοσκήσουν, μά ἐκεῖνα, σάν
εἶδαν τήν ὁρμή τοῦ νεροῦ, φοβήθηκαν. Καί ὁ μικρός σοφίσθηκε τό ἑξῆς
τέχνασμα:
Σήκωσε στήν ἀγκαλιά του δύο-τρία ἀρνάκια καί τά πέρασε ἀπέναντι,
ὁπότε οἱ μανάδες τους ἀψηφώντας τόν κίνδυνο τοῦ νεροῦ ὅρμησαν καί
πέρασαν μαζύ τους.
Κάτι παρόμοιο κάνει καί ὁ Θεός σέ μερικούς γονεῖς: παίρνει τά παιδιά ἤ
κάποιο προσφιλῆ τους καί τούς ἀναγκάζει νά περάσουν στήν ἀπέναντι ὄχθη
μιᾶς ὡραιότερης, πνευματικῆς ζωῆς».
Ultima forsan=Ἡ τελευταία ἴσως· ἐπιγραφή τήν ὁποία ἔβαζαν στίς πλάκες
τῶν ρολογιῶν παλαιότερα, γιά νά θυμίζουν ὅτι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μπορεῖ
νά ἔλθη ἀνά πᾶσα στιγμή, ὁπότε καί ἡ ὥρα τῆς κρίσεως γιά τά πεπραγμένα
τοῦ βίου.
«Πολλοί πεθαίνοντας εἶπαν: “Μετανοῶ ὅτι ὑπῆρξα ἄθεος, ἄπιστος,
πολέμιος τοῦ Χριστοῦ” κλπ.. Κανείς, ὅμως, πεθαίνοντας δέν εἶπε:
“Λυποῦμαι διότι ὑπῆρξα χριστιανός”».
«Πολλοί λένε: “Ἔχω καιρό ἀκόμα. Ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος. Ἄς ἁμαρτάνω κάθε μέρα καί μετανοῶ λίγο πρίν πεθάνω”.
Μιά τέτοια σκέψι εἶναι ὀλέθρια. Ὅταν δουλεύη κανείς γιά πολύ καιρό
στήν ἁμαρτία, μπορεῖ νά χαλάση τόσο ἡ ψυχή του, ὥστε νά μήν εἶναι σέ
θέσι πιά νά μετανοήση ἀληθινά.
Ὁ ἱερός Αὐγουστίνος ἔλεγε γιά κάποιο τέτοιο ἄρρωστο, πού εἶχε ζήσει
ἀκόλαστη ζωή κι ἔταζε μετάνοια στήν ἐπιθανάτιο κλίνη του: “Ἡ μετάνοια
τήν ὁποία δείχνει ὁ ἄρρωστος, εἶναι ἄρρωστη. Φοβᾶμαι μήν πεθάνη κι αὐτή
μαζύ μέ τόν ἑτοιμοθάνατο”».
«Μήν προσδοκᾶς ἀπό τόν Θεό νά γράψη τόν ἐπίλογο ἑνός βιβλίου τοῦ ὁποίου δέν εἶναι ὁ συγγραφέας…».
Δίδασκε ὁ Ἅγιος Νήφων ὁ Κωνσταντιανῆς: «Ὑπάρχουν εὐσεβεῖς πού ἔχουν
πικρό θάνατο καί ὑπάρχουν ἁμαρτωλοί πού ἔχουν γλυκό θάνατο. Ἀλλά ὁ
πικρός θάνατος τοῦ εὐσεβοῦς ξεπλένει τίς μικρές του ἁμαρτίες, ὅσες τυχόν
σάν ἄνθρωπος ἔπραξε στή ζωή του, ἀφοῦ οὐδείς “ἀναμάρτητος” παρά μόνο ὁ
Θεός. Ἐνῶ ὁ γλυκός θάνατος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀφαιρεῖ τό μικρό δικαίωμα
ἀνταμοιβῆς γιά ὅ,τι καλό ἔτυχε νά κάνη. Καί ἔτσι ὁ μέν εὐσεβής γίνεται
κατακάθαρος, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλός ὁλότελα ἀκάθαρτος. Αὐτό μόνο σοῦ λέω, παιδί
μου: Ἄν καί φαίνεται πικρός ὁ θάνατος τοῦ δικαίου, εἶναι κάτι
προσωρινό. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα χαίρεται καί ἀγάλλεται συνεχῶς. Ἐνῶ στόν
ἁμαρτωλό, ἄν καί προσωρινά φαίνεται γλυκός ὁ θάνατος, ὅμως, αἰωνίως
φλέγεται καί ὑποφέρει μέσα στό ἄσβεστο πῦρ.
Ὑπάρχουν, βέβαια, ἁμαρτωλοί πού κάνουν πικρό θάνατο καί στέλνονται
πάραυτα στόν ἅδη. Ὅπως ὑπάρχουν καί εὐσεβεῖς μέ γλυκό θάνατο πού
ὁδηγοῦνται ἀμέσως στήν αἰώνια εὐτυχία.
Εἶναι, βλέπεις, διάφορες οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Καθορίζει στόν καθένα θάνατο ἀνάλογο μέ τή ζωή του καί τέλος πού νά τοῦ ταιριάζη».
Ἰδού τί κάνει ἡ παράλογη προσευχή: «Στήν πόλι Καλούγα ζοῦσε μιά χήρα,
πού εἶχε βαθειά εὐλάβεια στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τήν ἐπονομαζομένη
“τῆς Καλούγας”.
Χαρά της ἡ γυναῖκα αὐτή εἶχε τή μοναχοκόρη της, 20 χρονῶν κοπέλλα
τότε. Ἀλλά νά, ξαφνικά τό κορίτσι ἀρρώστησε καί σέ λίγο πέθανε.
Βλέποντάς την νεκρή, ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη μητέρα, αἰσθάνθηκε τόση θλίψι
μέσα της, πού πελάγωσε. Καί ἀπαρηγόρητη, σάν τρελλή, ἄφησε τήν κόρη της
ἐκεῖ, κι ἔτρεξε στήν Ἐκκλησία.
Κι ἐκεῖ, ἀφοῦ γονάτισε μπροστά στήν “Παναγία τῆς Καλούγας”, ἄρχισε τήν τρελλή της προσευχή. Τῆς ἔλεγε:
—Ἐγώ, Παναγία μου, ὅλο σέ σένα πρόστρεχα· ὅλο ἐσένα καί τήν ἁγία
εἰκόνα σου προσκυνοῦσα. Κι ἐσύ, παρ’ ὅλη τήν ἀγάπη… τήν ὁποία σοῦ εἶχα
ἐγώ, μοῦ τήν πῆρες τή χαρά μου καί τήν ἐλπίδα μου!
Καί προχωρώντας, τά ἔβαλε μέ τήν Παναγία! Καί τήν ἀποκαλοῦσε “ἄσπλαγχνη” καί “σκληρόκαρδη”!
Κι ἐνῶ τέτοια πιπίλιζε στό στόμα της, σάν σέ ὑστερική κρίσι,
λιποθύμησε. Καί, στήν κατάστασι αὐτή, βλέπει τήν Παναγία μπροστά της νά
λάμπη γεμάτη φῶς· καί τήν ἄκουσε νά τῆς λέη:
—Τί λάθος, πού κάνεις! Τί ἀνόητη, πού εἶσαι! Ἐγώ πάντοτε σέ ἄκουγα.
Καί δεχόμουν τίς προσευχές σου. Καί ἱκέτευα τόν Υἱό μου, νά πάρη τήν
κόρη σου στή Βασιλεία Του καθαρή. Καί νά τήν κατατάξη στό χορό τῶν
Παρθένων. Γιά νά ὑμνῆ αἰώνια τό ὄνομά Του. Ἄς γίνη, λοιπόν, τό δικό σου.
Γύρισε στό σπίτι σου. Ἡ κόρη σου εἶναι ζωντανή.
Ὅμως, ἡ μητέρα δέν ἀσχολήθηκε νά σκεφθῆ, τί εὐεργεσία τῆς ἀνήγγελλε ἡ
Μητέρα τοῦ Χριστοῦ γιά τήν κόρη της! “Ἐδῶ” τήν ἤθελε· ὄχι στόν
παράδεισο!
Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, ἡ γυναῖκα ἐκείνη συνῆλθε. Καί γύρισε στό
σπίτι της. Περίμενε νά βρῆ τήν κόρη της ζωντανή, ὄχι νεκρή. Καί
βλέποντάς την στό φέρετρο, συνέχισε τό ἁμαρτωλό “τροπάρι” της, συνέχισε
νά γογγύζη καί νά βρίζη τήν Παναγία!
Ἐνῶ, ὅμως, ὅλοι ἑτοιμάζονταν γιά τήν ἐκφορά, ξαφνικά τά μάγουλα τῆς
νεκρῆς κοπέλλας πῆραν νά κοκκινίζουν! Ἀκούσθηκε ἕνας βαθύς ἀναστεναγμός.
Καί ἡ κοπέλλα σηκώθηκε.
Ὅλοι χάρηκαν. Μά πιό πολύ ἡ μητέρα της. Ἡ χαρά της δέν εἶχε ὅριο.
Χαιρόταν πού εἶχε τήν κόρη της ζωντανή πάλι. Χαιρόταν καί γιατί μέ τό νά
τῆς τά ψάλη τῆς Παναγίας, τήν ἀνάγκασε νά τήν ξαναφέρη στή ζωή!…
Ὅμως, ἡ χαρά της δέν κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή ἡ κοπέλλα
ξεστράτισε. Κι ἄρχισε ζωή ἄσωτη καί φαύλη. Καί ἡ ἁμαρτία τήν ἔκανε
ἀδιάντροπη κι ἀσέβαστη. Ἔβριζε τή μητέρα της. Τή χλεύαζε. Τή κτυποῦσε.
Τήν ἔκανε νά κλαίη!
Τί φοβερό κακό νά κολλᾶμε στά ἐπίγεια!
Τί φοβερό κακό, νά μή θέλουμε νά σκεφθοῦμε τά ἐπουράνια!
Τί φοβερό κακό, νά μή μᾶς ἀρέση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ!».
«Συνήθιζε ὁ παπα-Ἀναστάσης [Δραπανιώτης], ὡς ἐφημέριος τοῦ Λαϊκοῦ, νά
περνᾶ τακτικά ἀπό τούς θαλάμους τῶν ἀσθενῶν. Τούς χαιρετοῦσε, ἔπιανε
κουβέντα μαζύ τους, τούς ἐξυπηρετοῦσε ἐάν εἶχαν κάποια ἀνάγκη καί ὅταν ἡ
γνωριμία τους προχωροῦσε, τούς μιλοῦσε γιά τά Μυστήρια τῆς
Ἐξομολογήσεως καί Θ. Κοινωνίας. Στό ἔργο αὐτό εἶχε πολύτιμους συνεργάτες
τίς ἀδελφές.
Σέ κάποιο θάλαμο πρό ἀρκετῶν ἐτῶν ὑπῆρχε ἀσθενής, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο
δέν μιλοῦσε στόν παπα-Ἀναστάση ὅταν τόν ἔβλεπε νά μπαίνη στό θάλαμο,
ἀλλά ἐπιδεικτικά τοῦ γύριζε τίς πλάτες. Μιά νύκτα τόν ξύπνησε μιά ἀδελφή
καί τοῦ εἶπε:
—Πάτερ, στό τάδε δωμάτιο ὁ τάδε ἀσθενής θέλει νά κοινωνήση.
—Ἀδύνατον, τῆς εἶπε· κάποιο λάθος κάνεις. Αὐτός συνεχῶς μέ περιφρονεῖ.
—Ὄχι πάτερ, πεθαίνει καί σέ παρακαλεῖ νά τόν κοινωνήσης.
—Δέν μπορῶ νά τόν κοινωνήσω, ἄν δέν ἐξομολογηθῆ. Τέλος πάντων, πήγαινε στή δουλειά σου καί θ᾽ ἀνέβω νά τόν δῶ.
Ὁ ἄρρωστος τόν περίμενε.
—Πάτερ, πεθαίνω καί θέλω νά κοινωνήσω.
—Δέν θά σέ κοινωνήσω, ἄν δέν ἐξομολογηθῆς. Καί μόνο πού περιφρονοῦσες τόν ἱερέα, δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά σέ κοινωνήσω.
Ὁ ἄρρωστος ἐξομολογήθηκε. Τόν βάραινε κάτι πολύ σοβαρό. Εἶχε πληρώσει
κάποιον καί σκότωσε τό γείτονά του γιά νά τοῦ πάρη ἕνα μικρό χωράφι,
ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν πάμπλουτος. Στό δικαστήριο ἔφερε δύο ψευδομάρτυρες, οἱ
ὁποῖοι κατέθεσαν ὅτι τό φόνο τόν ἔκανε ἕνας ἄλλος γείτονας, παντρεμένος
μέ δύο παιδιά, ὁ ὁποῖος καταδικάσθηκε, ἐνῶ ἦταν τελείως ἀθῶος καί τήν
ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν φυλακισμένος στίς φυλακές Ἀβέρωφ, ἐνῶ ἡ γυναῖκα
του, ἀπό τή στενοχώρια της, νοσηλευόταν στό “Σωτηρία” μέ φυματίωσι. Ὁ
παπα-Ἀναστάσης ἦλθε σέ δύσκολη θέσι. Στάθηκε ὄρθιος καί τόν κοίταζε
ἀφηρημένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα προσευχόταν. Ὁ ἄρρωστος
ἀντιλαμβανόμενος τή δυσκολία τοῦ παπα-Ἀναστάση νά τόν συγχωρέση, τόν
ἱκέτευσε.
—Συγχώρεσέ με παπά μου, γιατί πεθαίνω.
—Δέν μπορῶ νά σέ συγχωρέσω, ἄν δέν ἐπανορθώσης.
—Λυπήσου με, ξαναφώναξε ὁ ἄρρωστος κλαίγοντας.
Ὁ παπα-Ἀναστάσης ἅπλωσε τό χέρι του, τόν κοίταξε στά μάτια καί τοῦ ἀνακοίνωσε τήν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ.
—Λοιπόν, θά σέ κοινωνήσω, ἀλλά δέν θά πεθάνης ἀπόψε. Αὔριο θά βγῆς
ἀπό τό νοσοκομεῖο, καί θά πᾶς κατευθεῖαν στό συμβολαιογραφεῖο. Θά γράψης
τή μισή περιουσία σου στή γυναῖκα ἐκείνου τόν ὁποῖο σκότωσες καί τήν
ἄλλη μισή σ᾽ ἐκεῖνον πού βρίσκεται στή φυλακή καί εἶναι ἀθῶος. ῞Υστερα
θά πᾶς στόν Εἰσαγγελέα, θά τοῦ δηλώσης τί ἔχεις κάνει γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ
ἀθῶος καί νά πᾶς ἐσύ στή θέσι του. Τό πότε θά πεθάνης θά τό κρίνη ὁ
Θεός.
Τοῦ διάβασε τή συγχωρητική εὐχή καί ἀμέσως ἔφερε τά Τίμια Δῶρα καί
τόν κοινώνησε. Ὁ ἄρρωστος κοιμήθηκε μέχρι τό ἄλλο ἀπόγευμα πού σηκώθηκε
εὐδιάθετος, ὑγιής καί ζήτησε ἐξιτήριο.
Ἔγιναν τά πάντα ὅπως εἶχε δώσει ἐντολή ὁ παπα-Ἀναστάσης. Ἔγινε ξανά ἡ
δίκη, ἀποκαλύφθηκε ἡ πλεκτάνη καί ὁ πρώην ἑτοιμοθάνατος μπῆκε στίς
φυλακές. Ἔμεινε φυλακισμένος πέντε περίπου χρόνια καί κατόπιν πέθανε.
Στά χρόνια αὐτά διατηροῦσε ἀλληλογραφία μέ τόν παπα-Ἀναστάση. Ἔτσι
δόθηκε ὁ χρόνος ὄχι μόνο νά ἀποκαταστήση τίς ἀδικίες, ἀλλά νά ζήση τή
ζωή τῆς μετανοίας καί νά φύγη ἕτοιμος κατά πάντα μέ τή συνεχῆ πνευματική
καθοδήγησι τοῦ παπα-Ἀναστάση».
Γράφει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Ὁ νονός ἔχει μεγάλη εὐθύνη. Οἱ γονεῖς μου
εἶχαν ὑποσχεθῆ σέ μιά φιλική οἰκογένεια ὅτι ἕνα παιδάκι τους θά τό
βάπτιζε κάποιος ἀπό τήν οἰκογένειά μας. Ὅταν ἦλθε ἐκείνη ἡ ὥρα, ἔλειπαν
ὅλοι οἱ δικοί μου καί μοῦ εἶπαν νά τό βαπτίσω ἐγώ. ῎Ημουν τότε δεκαέξι
χρόνων καί δέν ἤθελα νά τό βαπτίσω, γιατί αἰσθανόμουν τήν εὐθύνη τήν
ὁποία θά ἀναλάμβανα. Βρέθηκα σέ δύσκολη θέσι. Ἔκανα, λοιπόν, προσευχή.
“Θεέ μου”, εἶπα, “ἄν εἶναι νά γίνη καλός ἄνθρωπος, πάρε ἀπό ἐμένα ὅλα τά
χρόνια καί δῶστα σ᾽ αὐτό. Ἄν, ὅμως, εἶναι νά γίνη κακός, πάρ᾽ το τώρα
πού εἶναι ἀγγελούδι”. Τό βάπτισα καί τό ὀνόμασα Παῦλο. Σέ μιά ἑβδομάδα
πέθανε. Στόν οὐρανό τώρα εἶναι ἀσφαλισμένο».
«Ἄν κατά τή ζωή τῶν συγγενῶν καί φίλων μας προσπαθούσαμε νά ρίχνουμε
στά βήματά τους τόσα ἄνθη, ὅσα ρίχνουμε στά φέρετρά τους, θά τούς κάναμε
τή ζωή χαρούμενη καί θά ἀποφεύγαμε πολλές τύψεις μετά τό θάνατό τους».
Ὁ ἥλιος καί ὁ θάνατος δέν γίνονται νά κοιταχθοῦν κατάματα, γράφει
κάπου ὁ σοφός Γαλλορουμάνος συγγραφέας Eugène Ionesco. Τό γράφει αὐτό,
ὅταν μπερδεμένος ἀκόμη στά ἀδιέξοδα τῶν ἀναζητήσεών του δέν εἶχε φθάσει
στήν ταπεινή ὁμολογία: “Τώρα θεωρῶ τόν Ἰησοῦ Χριστό, Κύριό μου”!
Τό ἄσκοπο τῆς ζωῆς καί ἡ ἀνώφελη ἐξέγερσι τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στήν
ἀναπόφευκτη προοπτική τοῦ θανάτου, χαρακτηρίζουν τό περιεχόμενο πολλῶν
ἔργων του. Εἶναι αἰσθητή ἡ ἀπεγνωσμένη του προσπάθεια νά ἀντιμετωπίση τή
σκληρή καί ἀδυσώπητη πραγματικότητα τοῦ θανάτου μέ τό πλούσιο σέ
φαντασία καί λογοτεχνία ἔργο του. Ἀναζητεῖ ἠθελημένα ἤ ἀσυνείδητα μιά
ἐξήγησι. Μιά παρηγοριά. Μιά ἐλπίδα.
Ἀλλά μέ τή φαντασία καί τή λογοτεχνία, μέ ὑπεκφυγές καί μέ ξόρκια
εἶναι δυνατόν νά ἀντιμετωπισθῆ καί νά λυθῆ τό πρόβλημα τοῦ θανάτου;
Ἡ Ἐκκλησία, ἐπιμένοντας νά ἑορτάζη μέ τόσο πανηγυρικό τρόπο καί τόσο
παρατεταμένα —40 ἡμέρες συνεχῶς μετά τό Πάσχα καί κάθε Κυριακή ὅλο τό
χρόνο— τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, δέν συμφωνεῖ μέ τήν παλαιά ρῆσι τοῦ
Ionesco ὅτι “ὁ θάνατος δέν γίνεται νά κοιταχθῆ κατάματα”! Καί δέν τόν
ἀντιμετωπίζει μέ φαντασία, μέ ὑπεκφυγές καί μέ ξόρκια.
Ἀντίθετα μᾶς βεβαιώνει ὅτι μπορεῖ καί “ὁ θάνατος νά κοιταχθῆ
κατάματα”! Διότι Χριστός Ἀνέστη! Καί γι᾽ αὐτό “ἄγκυραν ἐλπίδος
κατέχοντες ἀγαλλόμεθα”!» (περ. Λν, φ. 93, 3).
truthtarget