Στὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (α΄ 48-49) διαβάζουμε:
«ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς
δούλης αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί· ὅτι
ἐποίησέν μοι μεγάλα ὁ δυνατός. καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ,». Μετάφραση:
Ἀνυμνεῖ ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο, διότι ἔρριψε εὐμενὲς βλέμμα στὴν μικρότητα
καὶ ἀσημότητά μου, ποὺ εἶμαι δούλη του. Καὶ διὰ τοῦτο ἰδού, ἀπὸ τώρα θὰ
μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεὲς τῶν πιστῶν. Καὶ θὰ μὲ μακαρίζουν, διότι
ἐφ’ ὅσον μὲ ἀξίωσε νὰ γίνω μητέρα τοῦ Σωτῆρος, ἔκαμε σὲ ἐμένα μεγάλα καὶ
θαυμαστὰ ἔργα αὐτός, τοῦ ὁποίου εἶναι ἀπεριόριστη ἡ δύναμη καὶ ἅγιο τὸ
ὄνομά του. Καὶ ἔτσι μὲ τὰ καταπληκτικὰ σὲ δύναμη καὶ ἁγιότητα ἔργα του
ὄχι μόνον ἀνυψώνει, ἀλλὰ καὶ ἁγιάζει τοὺς ταπεινούς του δούλους.
Ναί, διότι ἡ Παναγία μας εἶχε ὅλες τὶς
ἀρετές. Ὅταν ἡ Παναγία ἔγινε τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς της τὴν παρέδωσαν
στὸν Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Τὴν εἶχαν ταμένη ἀπὸ τότε, ποὺ παρακαλοῦσαν
τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίση ἕνα παιδί. Καὶ τώρα μὲ χαρὰ τηροῦσαν τὴν ὑπόσχεσή
τους ἐκείνη.
Τὰ Εἰσόδια τῆς Παρθένου στὸν Ναὸ τὰ
γιορτάζουμε στὶς 21 Νοεμβρίου. Ἦταν καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνη. Διότι
ἔπρεπε νὰ προφυλαχθῆ καὶ νὰ παραμείνη ἄμεμπτη καὶ ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὴν
κακία τοῦ κόσμου. Καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ναὸ θὰ ἦταν προφυλαγμένη;
Ἦταν Ἄσπιλη, Ἀμόλυντη, Ἄχραντη, Ἁγνὴ Παρθένος.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸ βιβλίο του «Κῆπος Χαρίτων» λέγει:
«̔Η Θεοτόκος περιέχει ἐν ἑαυτῇ πλῆθος χαρίτων», «καὶ
ἐδέχθη ὅλους τοὺς ποταμοὺς τῶν δωρεῶν, ὅπου κατὰ μέρος ἔχουν ὅλα τὰ
κτίσματα νοητὰ καὶ αἰσθητά, Ἄγγελοι ὁμοῦ καὶ ἄνθρωποι», καὶ
τοιουτοτρόπως «Αὕτη μόνη ἐστάθη μεθόριον Κτίστου καὶ κτίσεως».
Ἡ Παντοβασίλισσα Κόρη ἐδέχθη τὸ «πλήρωμα τῶν χαρίτων» αὐτῶν σὲ τρεῖς καιρούς: πρὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, κατὰ τὴν Γέννησιν Αὐτοῦ καὶ μετὰ τὴν ὑπερφυᾶ Μετάστασιν Αὐτῆς· «τὸ πρῶτον ἦτον μέγα, τὸ δεύτερον ἦτον μεῖζον, καὶ τὸ τρίτον ἦτον μέγιστον».
Διότι «ἐστόλισεν Αὐτὴν ὡσὰν μὲ
τρεῖς λαμπροτάτους ἀστέρας καὶ μὲ τρία ἰδιαίτατα προνόμια, τὰ ὁποῖα εἰς
ἄλλην δὲν ἠκολούθησαν, ἤγουν τὸ νὰ κατασταθῇ Αὕτη πρὸ τόκου Παρθένος,
καὶ ἐν τόκῳ Παρθένος, καὶ μετὰ τόκον Παρθένος, ταὐτὸν εἰπεῖν τὸ νὰ μένῃ
ἀεὶ ̓Αειπάρθενος».
«Χρωματουργοῦντες γὰρ (οἱ
ἁγιογράφοι) τὴν ἱερὰν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τρεῖς ἀστέρας εἰκονίζουσιν·
ἕνα ἐπὶ τῆς ἀχράντου καὶ παρθενικῆς αὐτῆς Κεφαλῆς· ἕνα ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ
δεξιοῦ καὶ ἕνα ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ, διὰ νὰ φανερώσουν, ὅτι ἡ Κυρία
Θεοτόκος ἦτον Παρθένος πρὸ τόκου· Παρθένος διεφυλάχθη ἐν τόκῳ, καὶ
ἔμεινε Παρθένος μετὰ τὸν τόκον».
Τρεῖς θαυμάσιοι κρίνοι
Στὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφυλάκτου Μαρινάκη, «Γεροντικὸ τῆς Παναγίας» διαβάζουμε τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός:
«ΚΑΤΑ ΤΟ 700 μ.Χ.περίπου ζοῦσε στὴν Ἀθήνα ἕνας χριστιανός, σοφὸς στὰ γράμματα καὶ σοφώτερος στὴν ἀρετή, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Αἰγίδιος.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του δώρισε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά του
καὶ ἀναχώρησε στὰ μέρη τῶν ̔Ιεροσολύμων. ̓Εκεῖ ἐγκαταβίωσε στὰ ἐνδότερα
μέρη τῆς ἐρήμου καὶ ἀσκοῦσε μὲ πολλὴ αὐστηρότητα τὸ μοναχικὸ ὑπούργημα
μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, ἡ ὁποία ἦταν κοντὰ σὲ μιὰ συστάδα δένδρων μὲ πηγή.
̓Ἐκεῖ ἔτρωγε λίγα χόρτα ἀμαγείρευτα καὶ καταγινόταν ἀπερίσπαστος μὲ τὴ
λατρεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἡσυχία, τὴ σύζυγο θεωρία καὶ τὴν προσευχή.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπόκτησε πολλὰ χαρίσματα πνευματικὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ προορατικό.
Κοντὰ στὸ ἀσκητήριό του
ὑπῆρχε ἕνα Κάστρο, ὅπου ζοῦσε κάποιος δάσκαλος, στοῦ ὁποίου τὸ λογισμὸ
ἔσπειρε ὁ διάβολος ζιζάνια καὶ ἄρχισε νὰ διερωτᾶται:
Πῶς εἶναι δυνατόν, μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου, ἡ Παναγία νὰ εἶναι Μητέρα καὶ συγχρόνως Παρθένος!
Αὐτὸς ὁ διαλογισμὸς τὸν βασάνιζε καὶ δὲν εὕρισκε ἀπάντηση, γιὰ νὰ ἡσυχάση ὁ νοῦς του.
Ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ
ἀναχωρητὴς Αἰγίδιος εἶχε χάρη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπινη σοφία, ἀναχώρησε γιὰ τὸ
ἀσκητήριο, γιὰ νὰ ρωτήσει τὸν ἀσκητὴ γιὰ τὸ διαλογισμό του καὶ μήπως
μπορέσει νὰ τὸν λυτρώση ἀπὸ τὴ νοητὴ βλασφημία του.
῞Οταν, λοιπόν, ὁ
δάσκαλος βρισκόταν στὸ δρόμο γιὰ τὸ ἀσκητήριο, βγῆκε ἀπὸ τὴ σπηλιά του
καὶ ὁ ῞Οσιος, γιὰ νὰ τὸν συναντήση, ἀφοῦ εἰδοποιήθηκε ἀπὸ τὴ θεία χάρη
γιὰ τὸν ἐρχομό του καὶ τὸ διαλογισμό του.
Καθὼς ὁ δάσκαλος βρισκόταν κοντὰ στὸ
κελλὶ τοῦ Ἀββᾶ καὶ πλησίασε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀφοῦ ὁ δάσκαλος ἔκανε
ἐδαφιαία μετάνοια στὸν ῞Οσιο, δὲν ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος Αἰγίδιος, ἀλλὰ
χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του ἕνα βράχο καὶ εἶπε μεγαλόφωνα:
– Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου.
Εὐθὺς φύτρωσε πάνω στὸ βράχο ἕνας θαυμάσιος κρίνος μὲ εὐωδία οὐράνια. ῞Υστερα εἶπε πάλι ὁ ̓Αββᾶς:
– Παρθένος ἐν τόκῳ.
Καὶ φύτρωσε ἄλλος κρίνος ὡραῖος, ὅπως ὁ πρῶτος. ῞Υστερα χτύπησε γιὰ τρίτη φορὰ τὸ βράχο μὲ τὸ ραβδί του καὶ εἶπε:
– Καὶ μετὰ τόκον Παρθένος μείνασα.
Καὶ ἀμέσως ξεπήδησε ἄλλος ἕνας κρίνος θαυμασιότατος.
Τότε ὁ ῞Οσιος γύρισε στὸ κελλί του, χωρὶς νὰ πῆ ἄλλο λόγο.
῎Εκπληκτος ὁ δάσκαλος ἔμεινε μὲ αὐτὸ τὸ
παράδοξο τερατούργημα. Τότε λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν πονηρὸ λογισμὸ καὶ σὲ
ὅλους κήρυττε τὸ τεράστιο αὐτό, γιὰ νὰ δοξάζεται ἡ ὑπέραγνος Μητέρα τοῦ
̓Εμμανουήλ».