«Ο Χριστός αποτελεί θαύμα που υπερβαίνει
κάθε αντίληψη. Αυτός είναι η κατά πάντα τέλεια Αποκάλυψη του Θεού.
Αυτός όμως είναι επίσης και η τέλεια εκδήλωση του ανθρώπου.
Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή
στα όρια του χρόνου και της αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό
ορόσημο, θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και, ή θα αποφασίσουμε
να είμαστε με τον Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ Αυτόν. Αφού γίνει η
εκλογή –μαζί ή χωρίς τον Χριστό– με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την
αιωνιότητα, ο χρόνος, πια, δεν λειτουργεί.
Μέχρι τη στιγμή της αποφάσεως όμως, ενώ θα βρισκόμαστε ακόμα στη ζωή, συχνά θα αμφιταλαντευόμαστε για τον αυτοπροορισμό μας, αν πρέπει να τηρήσουμε τις εντολές ή να υποκύψουμε στα πάθη μας. Σιγά–σιγά, καθώς αγωνιζόμαστε, το Μυστήριο του Χριστού θα μας αποκαλυφθεί, αν βέβαια αφιερωθούμε εξ ολοκλήρου στην υπακοή των εντολών Του.
Θα ’ρθεί στιγμή που καρδιά και νους θα
διαποτιστούν από τη θέα της ατελείωτης Αγιότητας και Ταπεινότητας του
Θεού–Χριστού, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή μας να γεμίσει αγάπη για τον Θεό.
Αφού κυριαρχηθούμε από την αποστροφή για
το κακό που έχουμε μέσα μας, θα πεινάμε και θα διψάμε το καθ’ ομοίωσιν
του Θεού με αγία ταπεινότητα· σ’ αυτή την αναμονή βρίσκεται ο σπόρος της
αγιότητας. Η συνεχώς αυξανόμενη αγάπη για τον Χριστό οδηγεί φυσικά στην
εμπειρία της ομοιώσεως προς Αυτόν και ένα ακατάληπτο πανόραμα θα
απλωθεί μπροστά στα μάτια μας.
Οι θλίψεις του κόσμου θα μας πικραίνουν
σοβαρά... Θα λησμονήσουμε το σώμα μας και το πνεύμα μας και, κατά το
δυνατό, θα ζούμε την Προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή. Αυτή είναι η
αρχή της γνώσεως του Χριστού, μπροστά στην εξοχότητα της οποίας, ο
Απόστολος Παύλος θεωρούσε όλα τα υπόλοιπα “σκύβαλα” (Φιλιπ. γ΄ 8).
Για να κερδίσει κανείς τον Χριστό και να
κατορθώσει να περάσει στην ανάσταση των νεκρών, πρέπει να είναι έτοιμος
να περιφρονήσει όλα τα υπόλοιπα. Πρέπει να διώξουμε κάθε φόβο και
ολιγοπιστία και πνευματικά να ακολουθήσουμε τον Χριστό για να μπορέσουμε
να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή, με αληθινή γνώση του Ουρανίου Πατέρα
και του Χριστού, τον Οποίον, Αυτός απέστειλε στον κόσμο (Ιωάν. ιζ΄3).
Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια
βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο
Χριστιανισμός, τόσο πολύ υπερέχει από τη συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η
προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει ευαγγελικό λόγο.
Ο κόσμος, αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον
Χριστό. Αλλά –κυρίως στις μέρες μας– οι άνθρωποι προσπαθούν να Τον
μειώσουν στις δικές τους διαστάσεις, πράγμα που μειώνει το Ευαγγέλιο, σε
σημείο που αυτό να παρουσιάζεται σαν ηθικό δόγμα. Ο Χριστός, διακήρυξε:
“Ο ουρανός και η γη θα πάψουν να υπάρχουν, τα λόγια Μου όμως ποτέ”
(Μάρκ. ιγ΄ 31· Λουκ. κα΄ 33).
Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας
απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη
επιστημονική μόρφωση. Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η
εξοικείωση με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διάφορων
θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει στον σκοπό, εκτός αν εμείς
συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσουμε στις εντολές του
Χριστού.
Όταν, όπως προείπαμε, μας χαρισθεί μια
σκιά έστω ομοιότητας με την Προσευχή στη Γεθσημανή, τότε ο άνθρωπος
ξεπερνά τα όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο
υπάρξεως –υπάρξεως προσωπικής καθ’ ομοίωσιν Χριστού. Παίρνοντας μέρος
στις θλίψεις της Θείας αγάπης Του, μπορούμε κι εμείς ν’ αποκτήσουμε
πνευματικά λίγη πείρα του θανάτου Του και της αναστάσεώς Του (πρβλ. Ρωμ.
στ΄ 5). Όταν μας δοθεί από ψηλά να περάσουμε στη σφαίρα του Θείου
Όντος, θα φθάσουμε “στο τέλος των αιώνων” (Α΄ Κορ. ι΄ 11) και θα μπούμε
στο φως της Θείας αιωνιότητας.
Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός
κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την
αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα σκοντάψει, αργά και
οδυνηρά, σε μια πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια
αντίληψη της βέβαιης και αληθινής νίκης του Χριστού. Θα γνωρίσει ότι “ο
Αναστημένος Χριστός δεν είναι πια υπόδουλος στον θάνατο, γιατί ο θάνατος
δεν Τον εξουσιάζει πια” (Ρωμ. στ΄9).
Και το πνεύμα του, εντός του, θα ψιθυρίζει:
“Ο Κύριός μου και ο Θεός μου! Ω, Χριστέ!
Τώρα, με τη δωρεά της αγάπης Σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω
κι εγώ περάσει από τον θάνατο στην ζωή…
Τώρα – Υπάρχω!”»...
μέρος 1ο, κεφ.13ο, σελ. 126–129, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 19862.
Πηγή