Ὁ Ἀπ. Πέτρος ἐπισημαίνει: «ὁ Θεὸς
ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. 5). Δηλ. Ὁ
Θεὸς τίθεται ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς ὑπερηφάνους, στοὺς ταπεινοὺς δὲ
δίδει χάρη.
Ὑπερηφάνεια: μέγιστο πάθος, μέγιστο κακό.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:
«Ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια (Σοφ. Σειρ. 10, 15). Δηλαδὴ ρίζα καὶ πηγὴ καὶ μητέρα. Ἔτσι ἔπεσε καὶ ὁ πρωτόπλαστος ἀπὸ τὴν εὐτυχισμένη ἐκείνη ζωή. Ἔτσι καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὸν ἐξαπάτησε κατέπεσε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὕψος τῆς ἀξίας του. Γι’ αὐτό, γνωρίζοντας ὁ μιαρὸς τὴ φύση τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς κατεβάση κι ἀπ’ τὸν οὐρανό, χρησιμοποίησε αὐτὴ τὴ μέθοδο, ὅταν ἀποφάσισε νὰ κατεβάση τὸν Ἀδὰμ ἀπ’ τὸ ὕψος τῆς τόσο μεγάλης τιμῆς τὴν ὁποία εἶχε. Γιατί, ἀφοῦ τοῦ ἐνεφύσησε τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ γίνει ἰσόθεος, τὸν κατέστρεψε καὶ τὸν ἔρριξε στὰ βάραθρα τοῦ Ἅδη».
Ὑπερηφάνεια: μέγιστο πάθος, μέγιστο κακό.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:
«Ἀρχὴ τῆς ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια (Σοφ. Σειρ. 10, 15). Δηλαδὴ ρίζα καὶ πηγὴ καὶ μητέρα. Ἔτσι ἔπεσε καὶ ὁ πρωτόπλαστος ἀπὸ τὴν εὐτυχισμένη ἐκείνη ζωή. Ἔτσι καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὸν ἐξαπάτησε κατέπεσε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὕψος τῆς ἀξίας του. Γι’ αὐτό, γνωρίζοντας ὁ μιαρὸς τὴ φύση τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς κατεβάση κι ἀπ’ τὸν οὐρανό, χρησιμοποίησε αὐτὴ τὴ μέθοδο, ὅταν ἀποφάσισε νὰ κατεβάση τὸν Ἀδὰμ ἀπ’ τὸ ὕψος τῆς τόσο μεγάλης τιμῆς τὴν ὁποία εἶχε. Γιατί, ἀφοῦ τοῦ ἐνεφύσησε τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ γίνει ἰσόθεος, τὸν κατέστρεψε καὶ τὸν ἔρριξε στὰ βάραθρα τοῦ Ἅδη».
[Ἀπ’ τὴν Θ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»]
«Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἐχθρικὸ στὴν
ἀγάπη, ὅσο εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια».[Ἀπ’ τὴν ΝΘ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ
ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
«Τίποτα πράγματι δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Αὐτὴ μᾶς κάνει
παράφρονες καὶ μᾶς προσθέτει τὴ δόξα τῶν ἀνοήτων. Μᾶλλον δὲ μᾶς κάνει
σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀνοήτους».
[Ἀπ’ τὴν ΝΗ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»]
Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ μετανοήση ὁ ὑπερήφανος.
Στὸ Γεροντικὸ τοῦ Ἁγ. Ὄρους διαβάζουμε γιὰ κάποιο Μοναχὸ Ἱλαρίωνα, εὔστροφο, ἀσκητικό, ἐγκρατή, μελετητὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος πίστεψε στὸν ἑαυτό του καὶ νόμιζε ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη τὶς συμβουλὲς τῶν Πατέρων.
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Ἰγνάτιος παρακολουθοῦσε, ἀπὸ μακριὰ βέβαια, μὲ πραγματικὸ πνευματικὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ζωὴ τοῦ ἐρημίτη καὶ ἀσκητῆ μοναχοῦ Ἱλαρίωνα, καὶ μία μέρα ποὺ πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ, ἄκουσε ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι του νὰ λέη ὁ π. Ἱλαρίων τὰ ρητὰ τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε φωναχτὰ τὰ λόγια αὐτὰ πολλὲς φορές.
Ὁ πνευματικὸς νόμισε πὼς ὁ π. Ἱλαρίων μιλοῦσε μὲ κανένα ἐπισκέπτη ἀδελφό, ἢ κανένα γείτονα καὶ γύρισε νὰ φύγη. Τότε ἄκουσε πάλι τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ λέη τὰ ἴδια λόγια δυνατὰ καὶ κτυποῦσε τὰ πόδια του στὸ πάτωμα, χωρὶς νὰ παίρνη ἀπάντηση ἀπὸ ἄλλο ἀδελφό. Ἔτσι κατάλαβε ὅτι κάτι τὸ ἰδιαίτερο θὰ συμβαίνη στὸν ἀδελφὸ καὶ ἐξαναγκάστηκε νὰ χτυπήση τὴν πόρτα τοῦ γείτονά του καὶ ἀφοῦ εἶπε τὸ «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» καὶ περίμενε λίγο νὰ ἀκούση «Ἀμήν», ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση ἄκουσε νὰ τοῦ λέη ὁ Μοναχὸς Ἱλαρίων «ὅποιος κι ἂν εἶσαι ἔλα μέσα, δὲν φοβᾶμαι κανένα».
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Ἰγνάτιος τότε ἔσπρωξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα, φαίνεται ἔλειπαν οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ καὶ ἦταν ὁ π. Ἱλαρίων μόνος του, καὶ ὑποδέχθηκε τὸν πνευματικὸ μὲ τὰ ἴδια λόγια: «τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα». Ὁ πνευματικὸς κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ σατανικὴ πλάνη καὶ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια, ὁπότε μὲ ἐπιτακτικὸ ὕφος τοῦ εἶπε: «Καὶ ποιός νομίζεις ὅτι εἶσαι ἐσὺ ποὺ λὲς τέτοια πράγματα καὶ φοβερίζεις;»
Ὁ Μοναχὸς Ἱλαρίων, προφανῶς ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Σατανᾶ εὑρισκόμενος, μὲ στόμφο καὶ ἀγριεμένη ὄψη, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ αὐθάδεια στὸν πνευματικὸ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὑπερηφάνεια» καὶ σὲ ἐρώτηση τοῦ Πνευματικοῦ: «Τί εἶναι καὶ τί θὰ πεῖ ὑπερηφάνεια;» ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος Μοναχὸς ἢ μᾶλλον ὁ δαίμονας πιεζόμενος ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ ταπείνωση τοῦ Πνευματικοῦ, ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Ὑπερηφάνεια εἶναι νοῦς ἀμεταμέλητος», δηλαδὴ νοῦς ἀμετανόητος καὶ ἀδιόρθωτος.
Ὁ Πνευματικὸς μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόκριση αὐτὴ τοῦ δαιμονισμένου καὶ φαντασμένου ἐκείνου μοναχοῦ, ἄρχισε νὰ κλαίη, νὰ ἐξορκίζη τὸν δαίμονα καὶ νὰ παρακαλῆ τὸν Μοναχὸ νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ μετανοήση.
Ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος Μοναχὸς Ἱλαρίων δὲν δεχόταν καμία συμβουλὴ ἀπὸ τὸν πνευματικό, ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ πόνο στὴν καρδιὰ καὶ λύπη ἀφόρητη γιὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη πλάνη τοῦ ἀδελφοῦ Ἱλαρίωνα, εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Ἀνὴρ ἀσύμβουλος καθ᾽ ἑαυτοῦ πολέμιος» (Σοφ. Σολομῶντος) Ἀλίμονο δὲν γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα οἱ Μοναχοὶ ὅτι ἡ σωτηρία γίνεται ἐν πολλῇ βουλῇ, δηλαδὴ ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Μηνιάτης «ἤγουν σωτηρία γίνεται ἐν πολλῇ συμβουλῇ».
Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ Πνευματικός, ἔφυγε βαθύτατα συγκινημένος καὶ λυπημένος καὶ ἄρχισε νὰ κάνη θερμὴ προσευχὴ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ λυπηθεῖ τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του, νὰ συγχωρέση τὸν ἀδελφὸ Ἱλαρίωνα καὶ νὰ τοῦ χαρίση μετάνοια καὶ ψυχικὴ σωτηρία.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ μὲ ἐνέργειες τοῦ Πνευματικοῦ παπα-Ἰγνάτιου, πῆγαν τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σίμωνος Πέτρα, ποὺ ἔχουν τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, γιὰ νὰ θεραπευθῆ, ἐπειδὴ ἡ Ἁγία αὐτὴ ἔχει τὸ χάρισμα νὰ βγάζη τὰ δαιμόνια. Ἐκεῖ οἱ Πατέρες μὲ πολλὲς παρακλήσεις καὶ θεῖες Λειτουργίες καὶ ἀκατάπαυστη προσευχὴ βοήθησαν τὸν ἀδελφὸ Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος μετανοιωμένος καὶ κάπως διορθωμένος κοιμήθηκε στὸ Μοναστήρι αὐτὸ τὸ 1955 σωτήριο ἔτος.
Στὸ Γεροντικὸ τοῦ Ἁγ. Ὄρους διαβάζουμε γιὰ κάποιο Μοναχὸ Ἱλαρίωνα, εὔστροφο, ἀσκητικό, ἐγκρατή, μελετητὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος πίστεψε στὸν ἑαυτό του καὶ νόμιζε ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη τὶς συμβουλὲς τῶν Πατέρων.
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Ἰγνάτιος παρακολουθοῦσε, ἀπὸ μακριὰ βέβαια, μὲ πραγματικὸ πνευματικὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ζωὴ τοῦ ἐρημίτη καὶ ἀσκητῆ μοναχοῦ Ἱλαρίωνα, καὶ μία μέρα ποὺ πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ, ἄκουσε ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι του νὰ λέη ὁ π. Ἱλαρίων τὰ ρητὰ τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε φωναχτὰ τὰ λόγια αὐτὰ πολλὲς φορές.
Ὁ πνευματικὸς νόμισε πὼς ὁ π. Ἱλαρίων μιλοῦσε μὲ κανένα ἐπισκέπτη ἀδελφό, ἢ κανένα γείτονα καὶ γύρισε νὰ φύγη. Τότε ἄκουσε πάλι τὸν π. Ἱλαρίωνα νὰ λέη τὰ ἴδια λόγια δυνατὰ καὶ κτυποῦσε τὰ πόδια του στὸ πάτωμα, χωρὶς νὰ παίρνη ἀπάντηση ἀπὸ ἄλλο ἀδελφό. Ἔτσι κατάλαβε ὅτι κάτι τὸ ἰδιαίτερο θὰ συμβαίνη στὸν ἀδελφὸ καὶ ἐξαναγκάστηκε νὰ χτυπήση τὴν πόρτα τοῦ γείτονά του καὶ ἀφοῦ εἶπε τὸ «Δι᾽ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων…» καὶ περίμενε λίγο νὰ ἀκούση «Ἀμήν», ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ ἀπάντηση ἄκουσε νὰ τοῦ λέη ὁ Μοναχὸς Ἱλαρίων «ὅποιος κι ἂν εἶσαι ἔλα μέσα, δὲν φοβᾶμαι κανένα».
Ὁ Πνευματικὸς παπα-Ἰγνάτιος τότε ἔσπρωξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε μέσα, φαίνεται ἔλειπαν οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ καὶ ἦταν ὁ π. Ἱλαρίων μόνος του, καὶ ὑποδέχθηκε τὸν πνευματικὸ μὲ τὰ ἴδια λόγια: «τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα». Ὁ πνευματικὸς κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ σατανικὴ πλάνη καὶ ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια, ὁπότε μὲ ἐπιτακτικὸ ὕφος τοῦ εἶπε: «Καὶ ποιός νομίζεις ὅτι εἶσαι ἐσὺ ποὺ λὲς τέτοια πράγματα καὶ φοβερίζεις;»
Ὁ Μοναχὸς Ἱλαρίων, προφανῶς ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Σατανᾶ εὑρισκόμενος, μὲ στόμφο καὶ ἀγριεμένη ὄψη, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ αὐθάδεια στὸν πνευματικὸ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὑπερηφάνεια» καὶ σὲ ἐρώτηση τοῦ Πνευματικοῦ: «Τί εἶναι καὶ τί θὰ πεῖ ὑπερηφάνεια;» ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος Μοναχὸς ἢ μᾶλλον ὁ δαίμονας πιεζόμενος ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ ταπείνωση τοῦ Πνευματικοῦ, ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Ὑπερηφάνεια εἶναι νοῦς ἀμεταμέλητος», δηλαδὴ νοῦς ἀμετανόητος καὶ ἀδιόρθωτος.
Ὁ Πνευματικὸς μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόκριση αὐτὴ τοῦ δαιμονισμένου καὶ φαντασμένου ἐκείνου μοναχοῦ, ἄρχισε νὰ κλαίη, νὰ ἐξορκίζη τὸν δαίμονα καὶ νὰ παρακαλῆ τὸν Μοναχὸ νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ μετανοήση.
Ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος Μοναχὸς Ἱλαρίων δὲν δεχόταν καμία συμβουλὴ ἀπὸ τὸν πνευματικό, ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ πόνο στὴν καρδιὰ καὶ λύπη ἀφόρητη γιὰ τὴν φοβερὴ ἐκείνη πλάνη τοῦ ἀδελφοῦ Ἱλαρίωνα, εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Ἀνὴρ ἀσύμβουλος καθ᾽ ἑαυτοῦ πολέμιος» (Σοφ. Σολομῶντος) Ἀλίμονο δὲν γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα οἱ Μοναχοὶ ὅτι ἡ σωτηρία γίνεται ἐν πολλῇ βουλῇ, δηλαδὴ ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Μηνιάτης «ἤγουν σωτηρία γίνεται ἐν πολλῇ συμβουλῇ».
Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ Πνευματικός, ἔφυγε βαθύτατα συγκινημένος καὶ λυπημένος καὶ ἄρχισε νὰ κάνη θερμὴ προσευχὴ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ λυπηθεῖ τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του, νὰ συγχωρέση τὸν ἀδελφὸ Ἱλαρίωνα καὶ νὰ τοῦ χαρίση μετάνοια καὶ ψυχικὴ σωτηρία.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ μὲ ἐνέργειες τοῦ Πνευματικοῦ παπα-Ἰγνάτιου, πῆγαν τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σίμωνος Πέτρα, ποὺ ἔχουν τὸ χέρι τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, γιὰ νὰ θεραπευθῆ, ἐπειδὴ ἡ Ἁγία αὐτὴ ἔχει τὸ χάρισμα νὰ βγάζη τὰ δαιμόνια. Ἐκεῖ οἱ Πατέρες μὲ πολλὲς παρακλήσεις καὶ θεῖες Λειτουργίες καὶ ἀκατάπαυστη προσευχὴ βοήθησαν τὸν ἀδελφὸ Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος μετανοιωμένος καὶ κάπως διορθωμένος κοιμήθηκε στὸ Μοναστήρι αὐτὸ τὸ 1955 σωτήριο ἔτος.