Ο Άγιος Δημήτριος και ο Άγιος Αχίλλειος |
Τον καιρό κατά τον οποίο έμελλε να κυριευθεί η Θεσσαλονίκη από τους
Αγαρηνούς, πορευόμενοι κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί προς τη Θεσσαλονίκη,
έφθασαν στη βασιλική οδό, η οποία είναι στο Βαρδάρι.
Εκεί που διέρχονταν τα Θεσσαλικά Τέμπη, είδαν οφθαλμοφανώς κάποιον
στρατιώτη, ο οποίος ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, έφιππος, ωραίος μεν στη
θέα και εκ φύσεως πολύ ευχάριστος και ευάρεστος, κατηφής, όμως, και
μαραμένος, γεγονός που κάλυπτε τη χάρη της ευφροσύνης του, και σαν από
κάποιο πένθος καταβεβλημένος και λυπημένος. Και άλλον Αρχιερέα, ο οποίος
ερχόταν από το δρόμο της Λάρισας. Ο άνδρας αυτός είχε ολόλευκα μαλλιά
και γένια, γλυκό και ιλαρό πρόσωπο και σεμνή αμφίεση. Και μόνο με τη θέα
του υποδήλωνε το μεγάλο του σεβασμό. Όταν συναντήθηκαν, ο
στρατιώτης χαιρέτισε πρώτος τον πρεσβύτη και είπε:
— Χαίρε, Αρχιερεύ του Θεού, Αχίλλειε.
Είπε και ο Αρχιερεύς:
— Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού, Δημήτριε.
Μόλις άκουσαν οι χριστιανοί αυτά τα ονόματα, σταμάτησαν φοβισμένοι εκεί κοντά για να δουν το τέλος. Λέγει, πάλι ο στρατιώτης:
— Που πηγαίνεις Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλειε; Εγώ, καθώς βλέπεις, έρχομαι προς εσένα.
Τότε δάκρυσε ο Άγιος Αχίλλειος και είπε προς αυτόν:
— Για τις αμαρτίες και τις ανομίες του κόσμου πρόσταξε ο Θεός να εξέλθω
από τη Λάρισα την οποία φυλάττω, διότι θα παραδοθεί στα χέρια των
Αγαρηνών. Και ιδού εξήλθα και πηγαίνω οπού με προστάξει. Και εσύ λοιπόν
από που έρχεσαι; Πες μου σε παρακαλώ!.
Τότε δάκρυσε ο Άγιος Δημήτριος και του λέει:
— Και εγώ το ίδιο έπαθα, Αρχιερεύ Αχίλλιε. Πολλές φορές βοήθησα τους
Θεσσαλονικείς και τους λύτρωσα από αιχμαλωσίες και από θανατικό και από
ασθένεια. Πλην τώρα, από τις πολλές τους αμαρτίες και ανομίες
απομακρύνθηκε ο Θεός απ αυτούς και με πρόσταξε να τους αφήσω να
παραδοθούν στα χέρια των Αγαρηνών. Γι’ αυτό υπάκουσα στην προσταγή Του
και εξήλθα και πηγαίνω όπου με προστάζει. Χέρια ανδροφόνα και βαρβαρικά
εξανδραπόδισαν τους συμπατριώτες μου. Ο ναός μου περιβρέχεται τώρα από
τα αίματα των ομοφύλων μου, τα ιερά καταπατούνται από βέβηλα και
ακάθαρτα πόδια και έχουν εξουθενωθεί. Και εγώ καθικέτευα το Θεό
αδιαλείπτως, παρακαλώντας Τον να ελεήσει τους ατυχήσαντες συμπατριώτες
του, και Του ζητούσα ως χάρη να τους λυπηθεί και πάλι. Εκείνος όμως –
και βέβαια είναι αδύνατον να εξακριβωθεί το πως Αυτός κρίνει και ποιές
είναι οι βουλές Του – άφησε την κληρονομιά Του, το λαό Του δηλαδή, να
λάβει πείρα της βαρβαρικής απανθρωπιάς».
Από τα δεινά αυτά, που διηγήθηκε ο μάρτυς για τη Θεσσαλονίκη,
συγκλονίσθηκε και συμπόνεσε πολύ ο ιεράρχης Αχίλλειος, έκραζαν δε μαζί:
«Είναι μεγάλα τα θαυμάσιά Σου, Κύριε, και δεν είναι ικανός κανένας να ερευνήσει και να καταλάβει την οικονομία Σου».
Αυτά είπαν και οι δύο έσκυψαν τα κεφάλια τους κάτω στη γη και έκλαψαν.
Έπειτα από πολλή ώρα φιλήθηκαν και αποχαιρετίσθηκαν και αμέσως έγιναν
άφαντοι. Αυτό το θαύμα είδαν οι Χριστιανοί και δεν τόλμησαν να πάνε στη
Θεσσαλονίκη, αλλά γύρισαν πίσω, διηγούμενοι το όραμα.
(Liber III (Βιβλίο 3, αγνώστου συγγραφέως του 10ου αιώνος), 3ο θαύμα, παράγραφοι 222 – 226)