Πρίν
ἀπό πολλά χρόνια ζοῦσε ἕνας ἐνάρετος Πνευματικός στό Κελλί
Φαλακροῦ (παλαιό Μονύδριο κοντά στήν Κολιτσοῦ). Κάποτε, μία
νύχτα μέ ἀστροφεγγιά, ἄκουσε φωνές ζωηρές. Περίμενε νά δῆ,
ἄν ἔρχωνται ἄνθρωποι, ἀλλά δέν φάνηκαν. Προχώρησε πρός τό
μέρος πού ἀκούγονταν οἱ φωνές καί ἔφθασε σέ μία βρύση. Ἐκεῖ
εἶδε δαίμονες μαζεμένους νά ἔχουν σύναξη, νά συνεδριάζουν.
Εἶχε ἀρετή ὁ Πνευματικός καί τούς ρώτησε τί συζητᾶνε.
Ἀπάντησε ἕνας ἀπό τούς δαίμονες: «Προσπαθοῦμε νά βάλουμε
χαλινάρι στούς Ἡγουμένους καί μετά μᾶς ἀκολουθοῦν καί οἱ
καλόγεροι».
Ἀσκητικό σπήλαιο πλησίον τῶν Καρυῶν
Διηγεῖτο
ὁ διακο–Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς, ὁ καλλίφωνος ψάλτης τοῦ Ἁγίου
Ὄρους, ὅτι, ὅταν ἦταν νέο καλογέρι, πήγαινε μέ τούς
Γεροντάδες του καί ἔκαναν θεία Λειτουργία σέ μία μεγάλη
σπηλιά. Ὑπῆρχαν καί ὀστᾶ, ἴσως λείψανα τῶν προκατόχων πού
κατοίκησαν καί ἀσκήτευσαν στό σπήλαιο.
Στόν βίο τοῦ ὁσίου Νήφωνος, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Διονυσιάτου[1],
γράφεται: «Περιερχόμενος ὁ ὅσιος τήν Σκήτην τῶν Καρυῶν,
εὕρισκε πολλούς ἐναρέτους ἄνδρας καί ἐχαίρετο ἡ ψυχή του˙
ἔπειτα ἐπῆγε καί εἰς τό σπήλαιον, ὅπερ ὀνομάζεται Κρήτη, εἰς
τό ὁποῖον κατῴκουν ἀσκηταί θαυμάσιοι, ἐπορεύοντο δέ μέ
σκληραγωγίαν, τούς ὁποίους θαυμάζων διά τήν ὑπερβολικήν των
ὑπομονήν, ἔμεινε μετ᾽ αὐτῶν διδάσκων καί διδασκόμενος, ζῶν
μέ τήν καλλιγραφίαν».
Ἡ
προφορική παράδοση τῶν παλαιοτέρων Ἁγιορειτῶν ἀναφέρει
γιά σπηλιά στήν περιοχή τῶν Καρυῶν, χωρίς νά εἶναι βέβαιο
ὅτι εἶναι ἡ ἴδια.
Λαϊκός
πού ἐργάζεται στό Ἅγιον Ὄρος, περνώντας τήν ἀνακάλυψε.
Εἶναι σέ κάποιο σημεῖο κοντά στό μονοπάτι πού πηγαίνει ἀπό
Καρυές γιά Ἰβήρων (μετά τήν Παναγούδα).
Διηγήθηκε
ὁ γερω–Μελέτιος ὁ Συκιώτης ὅτι βαδίζοντας στό μονοπάτι γιά
τῶν Ἰβήρων, ὅπως εἶναι ὁ Ἐλαιώνας, τό Ἁλωνάκι τό
Κουτλουμουσιανό ἀπό τήν πίσω πλευρά πού εἶναι τό ρέμα, ἦταν
κάποιοι ἐργάτες πού ἔκαναν ἀσβέστη. Εἶχαν ἐκεῖ
ἀσβεστοκάμινο καί κόβοντας ξύλα γιά νά κάψουν τό καμίνι
βρῆκαν ἕνα σπήλαιο. Εἶδαν ἁπτά σημεῖα ὅτι κάποιος ἔμενε
μέσα. Εἶχε ἕνα σταμνί μέ νερό καί ἄλλα εὐτελῆ πραγματάκια,
ἀλλά τόν μοναχό πού ἔμενε δέν τόν εἶδαν. Φαίνεται τούς
ἄκουσε καί κρύφτηκε. Οἱ ἀσβεστάδες ἔμεναν στό Κελλί τοῦ
Μαλάκη καί ἔδειξαν τήν σπηλιά στόν γερω–Μελέτιο.
Αὐτήν
τήν σπηλιά τήν γνώριζε καί ὁ γερωΠαῦλος ὁ Γοβδελᾶς. Διηγεῖτο
γι᾿ αὐτήν στόν ὑποτακτικό του π. Ἀγαθάγγελο καί ἔλεγε ὅτι
εἶναι κοντά στό καμίνι στό ρέμα τῶν Ἰβήρων.
Ὁ
γέροντας Παΐσιος εἶχε ἀκούσει ἀπό παλαιούς πατέρες γιά
τήν σπηλιά, ἤξερε ποῦ περίπου βρίσκεται καί ἤθελε κάποτε νά
πάη νά τήν βρῆ.
Στήν
σπηλιά αὐτή ἔμενε γιά 20 χρόνια ὁ γερωΦωκᾶς ὁ Ρουμᾶνος καί τόν
τροφοδοτοῦσε μέ παξιμάδι ὁ παπα–Μάξιμος ὁ Ἰβηρίτης, ὁ
Πνευματικός, ὁ ὁποῖος τόν παρακολουθοῦσε πνευματικά καί τόν
ἐξωμολογοῦσε.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,
Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 340).
Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 340).