Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Ἡ ἐκδίκησις

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὰ πάθη μας μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ πολλές φορές μᾶς κατευθύνουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι: «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε΄ 24). Δηλαδὴ ὅσοι ἀνήκουν πράγματι στὸν Χριστό, ἐνέκρωσαν τὸν σαρκικὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους. Γι’ αὐτὸ ὅταν μᾶς προκαλοῦν οἱ συνάνθρωποί μας πρέπει «μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες» (Ρωμ. ιβ΄ 17). Δηλαδὴ μὴ ἀποδίδετε σὲ κανένα κακὸ ἀντὶ τοῦ κακοῦ ποὺ σᾶς ἔκανε.


Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος: «μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ γέγραπται γὰρ ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. ιβ΄ 19). Δηλαδή, μὴ ζητῆτε, μὲ ἐκδικήσεις νὰ ὑπερασπίζετε τὸν ἑαυτόν σας, ἀλλὰ δώσατε τόπο στὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθη καὶ νὰ κάμη αὐτὴ τὴν ἐκδίκηση. Διότι εἶναι γραμμένο. Ἐγὼ θὰ κάμω τὴν ἐκδίκηση, ἐγὼ θὰ ἀνταποδώσω, λέγει ὁ Κύριος.
Ἕνα διδακτικὸ παράδειγμα διαβάζουμε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου (3 Ὀκτωβρίου).
Ὅταν ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (ἀναφέρει σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ συγγράμματά του) πῆγε στὴν Κρήτη, φιλοξενήθηκε ἀπὸ κάποιο ἱερέα, ὀνόματι Κάρπο, ὁ ὁποῖος ἦταν τόσο ἐνάρετος ἄνθρωπος καὶ καθαρὸς στὸν νοῦ, ὥστε δὲν ἄρχιζε θεία Λειτουργία, ἐὰν δὲν ἔβλεπε κάποια ὀπτασία ἤ ὅραμα πιὸ μπροστά. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ θαυμάσιος ἱερέας στενοχωρήθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἕνας ἄπιστος παρέσυρε στὴν ἀθεΐα καὶ ἕνα χριστιανό. Ἐνῶ εἶχε τέτοια πικρία, δὲν ἔκανε ὅπως ἔπρεπε, πρὸς τὸν Θεὸ τὴν εὐχὴ μὲ ἀγαθότητα, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση νὰ τοὺς ἐπαναφέρη καὶ τοὺς δύο μὲ νουθεσία καὶ καλωσύνη, ἀλλὰ (δὲν γνωρίζω πῶς) ἔμεινε ἡ ἔχθρα στὴν ψυχή του καὶ κοιμήθηκε μὲ ἀγανάκτηση ὀργισμένος ἐναντίον τους. Ὅταν τὴν νύκτα σηκώθηκε, γιὰ νὰ διαβάση τοὺς θείους ὕμνους, ὅπως στεκόταν καὶ προσ­ευχόταν λυπόταν καὶ δυσανασχετοῦσε, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι δίκαιο νὰ ζοῦν ἄνδρες ἄθεοι, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τοὺς ὀρθοὺς καὶ ἁγίους δρόμους τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ στείλη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κεραυνὸ γιά νὰ τοὺς κάψη καὶ τοὺς δύο χωρὶς καμμιὰ λύπη.
Τότε ξαφνικὰ φάνηκε ὅτι σείσθηκε ὅλο τὸ σπίτι ποὺ βρισκόταν. Ἔπειτα χώρισε στὰ δύο, ἀπὸ τὴν στέγη ἕως τὰ θεμέλια καὶ μιὰ φλόγα φωτεινὴ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρι σὲ αὐτόν. Ὁ οὐρανὸς ἦταν ἀνοικτός, καὶ πάνω σὲ αὐτὸν ἐκάθητο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γύρω του ἦσαν σὲ σχῆμα ἀνθρώπων ἀμέτρητοι Ἄγγελοι. Ἔβλεπε αὐτὰ ἀπὸ ψηλὰ καὶ θαύμαζε.
Σκύβοντας στὸ κάτω μέρος εἶδε τὴν γῆ σχισμένη, καὶ στὴν ἄκρη τοῦ σκοτεινοῦ αὐτοῦ χάσματος ἔβλεπε τοὺς δύο αὐτοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς καταριώταν, οἱ ὁποῖοι στεκόντουσαν ἐκεῖ ἐλεεινοὶ καὶ τόσο πολὺ τρομαγμένοι, ὥστε κινδύνευαν νὰ γκρεμισθοῦν ἀπὸ τὸν τρόμο τῶν ποδιῶν τους. Κάτω ἀπὸ τὸ χάσμα ἔβγαιναν φίδια, ποὺ περνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὸ πόδια τους καὶ ἄλλοτε μὲν σφύριζαν, ἄλλοτε δὲ τοὺς κτυποῦσαν μὲ τὶς οὐρές τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ρίξουν στὸ γκρεμό, ὥστε βρισκόντουσαν σὲ μεγάλο κίνδυνο.
Ὁ Κάρπος βλέποντάς τους στενοχωριόταν, γιατὶ ἀργοῦσαν νὰ πέσουν κάτω. Μετὰ σήκωσε τὰ μάτια ψηλὰ καὶ βλέπει πάλιν τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν Δεσπότη Χριστό, ὅπως πιὸ μπροστά, ὁ ὁποῖος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ κατέβηκε μὲ τοὺς Ἀγγέλους, ποὺ βοηθοῦσαν ἐκείνους τοὺς δύο, ἄλλοι τὸν ἕνα καὶ ἄλλοι τὸν ἄλλον, καὶ τοὺς ἔδιναν χεῖρα βοηθείας, γιὰ νὰ μὴ πέσουν.
Ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό χέρι καὶ λέγει πρὸς τὸν Κάρπο. «Κάρφωσέ με λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν λυπᾶσαι τοὺς ἀδελφούς σου, διότι ἐγὼ εἶμαι πάλι ἕτοιμος νὰ πάθω καὶ ἄλλες πολλὲς φορὲς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ χαίρω γι’ αὐτὸ· τό μόνο πού ἐπιθυμῶ εἶναι ἄλλοι νὰ μὴ ἁμαρτήσουν. Διάλεξε, ποιὰ ζωή προτιμᾶς, μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγαθῶν καὶ φιλανθρώπων Ἀγγέλων ἤ τὴν συγκατοίκηση μὲ τοὺς ὄφεις στὸ σκοτεινὸ φαράγγι».
Τρομερὸ παράδειγμα ἐκδικήσεως κατὰ τῶν ἀδελφῶν προφάσει εὐσεβείας.
• Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει στὴν ΜΑ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ»:
«Τί ὑπάρχει πιὸ καταγέλαστο, τί ὑπάρχει πιὸ ἐλεεινὸ ἀπὸ ψυχὴ ποὺ ὀργίζεται συνέχεια καὶ θέλει νὰ ἐκδικηθῆ; Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία εἶναι γυναικώδης καὶ παιδική. Γιατὶ ὅπως ἐκείνη ὀργίζεται καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα, κι ἄν δὲν χτυπήση τὸ ἔδαφος, δὲν ἀφήνει τὴν ὀργή της, ἔτσι λοιπὸν κι αὐτοὶ θέλουν νὰ ἐκδικηθοῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς λύπησαν. Ἑπομένως αὐτοὶ εἶναι ἄξιοι γιὰ γέλια. Γιατὶ τὸ νὰ ἐξουσιάζεται κανεὶς ἀπ’ τὸν θυμό, εἶναι δεῖγμα παιδικῆς σκέψεως, ἐνῶ τὸ νὰ ἐξουσιάζη τὸ θυμό, εἶναι δεῖγμα ἀνδρειότητας».