Καθημερινὰ διαπιστώνουμε ὅτι οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν κρίνουν μὲ ὀρθὸ τρόπο πρόσωπα καὶ πράγματα, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις καὶ νὰ συνάγονται ἐσφαλμένα
συμπεράσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀδικοῦνται ἀθῶοι καὶ ἄλλοτε ἀθωώνονται ἄδικοι.
Ἐμφανίζουν ἐπίσης ἐντελῶς διαφορετικὰ τὶς δραστηριότητες ὁρισμένων
ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι γνωστοὶ καὶ ἔχουν κάποια ὑπόληψη στὴν κοινωνία, λόγῳ
τῆς θέσης ποὺ κατέχουν καὶ τὶς ποικίλες πρωτοβουλίες τους.
Τὸ ἀρνητικὸ αὐτὸ φαινόμενο ταλαιπωρεῖ τὸ
μεγαλύτερο μέρος τῆς κοινωνίας, γιατὶ δημιουργεῖ ψευδεῖς ἐντυπώσεις καὶ
συντελεῖ στὸ νὰ παραπλανᾶται ὁ κόσμος καὶ νὰ γίνεται θῦμα τῶν
ἐπιτηδείων. Ἀλλὰ καὶ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἡ ἔλλειψη ὀρθῆς κρίσης εἶναι
προβληματικὴ κατάσταση, γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ κάνουμε ἐδῶ εὐρύτερη
ἀναφορά, προκειμένου νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ στὴν κρίση μας καὶ
ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντι στὴν κρίση τῶν ἄλλων.
Ἡ ὀρθὴ κρίση προϋποθέτει γνώση τῶν
πραγμάτων ἀπὸ κοντά, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ ἐξέτασή τους. Πάντα ἡ ἀπόσταση
ἀλλοιώνει τὴν πραγματικότητα. Ἄλλοτε τὴ μεγαλώνει καὶ ἄλλοτε τὴ
μικραίνει. Ἡ κρίση εἶναι ἰδιαίτερα ἐπισφαλής, ὅταν στηρίζεται σὲ
περιγραφὲς ἄλλων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν οὔτε γνώση οὔτε κριτήρια, ἀλλὰ
κάτι ἄκουσαν καὶ ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα!
Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι κρίνουν μὲ βάση τὶς
δικές τους ἀδυναμίες. Νομίζουν ὅτι ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει στοὺς ἴδιους
συμβαίνει καὶ στοὺς ἄλλους. Τὰ πάθη ποὺ τοὺς καταδυναστεύουν τὰ
μεταφέρουν καὶ στοὺς ἄλλους. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει σχετικά: «Οἱ
περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ δικά τους κρίνουν καὶ τοὺς
ἄλλους· ἐπὶ παραδείγματι, ἐκεῖνος ποὺ μεθάει συνέχεια, δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ πιστέψει εὔκολα, ὅτι ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ μὲ ἐγκράτεια· ἐκεῖνος
ποὺ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχή του σὲ πόρνες, θεωρεῖ ἀκόλαστους καὶ
ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ σεμνότητα· ἐκεῖνος πάλι ποὺ ἁρπάζει τὰ ὑπάρχοντα
τῶν ἄλλων, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεισθεῖ εὔκολα, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ
μοίρασαν καὶ τὰ δικά τους»1.
Ἡ ἀντικειμενικὴ κρίση προϋποθέτει
ἐσωτερικὴ καθαρότητα. Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεῖ μερικὰ
παραδείγματα, γιὰ νὰ δείξει τὸν κίνδυνο τῆς πλάνης καὶ τῆς ἐσφαλμένης
καὶ ὑποκειμενικῆς κρίσης. Ἀναφέρει: «Ἐκεῖνος ποὺ κρίνει τὶς πράξεις μας,
μόνον ἐὰν βεβαιωθεῖ ὅτι ἔχει καθαρὸ τὸ μάτι του, ἄς βγάλει τὸ καρφὶ ἀπὸ
τὸ δικό μας μάτι… Πολλὰ ἀπὸ τὰ καλὰ πράγματα δὲν θεωροῦνται καλὰ ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἐσφαλμένο τὸ κριτήριο τῆς διάνοιας, καθόσον ἀκόμη
καὶ οἱ ἰσοβαρεῖς ὄγκοι δὲν φαίνονται ἴσοι, ὅταν οἱ πλάστιγγες τῆς
ζυγαριᾶς δὲν εἶναι ἰσορροπημένες. Καὶ τὸ μέλι φαίνεται πικρὸ σὲ μερικοὺς
ποὺ ἔχουν χαλασμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τὴν αἴσθηση τῆς γεύσεως. Ἀλλὰ καὶ
μάτι ποὺ δὲν εἶναι γερὸ πολλὰ μὲν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα δὲν τὰ βλέπει, πολλὰ
δὲ ἀπὸ τὰ ἀνύπαρκτα τὰ ὑποθέτει»2.
Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κρίνει χωρὶς νὰ
ἀδικεῖ ἤ νὰ παραμορφώνει τὴν πραγματικότητα πρέπει νὰ ἔχει ἄγρυπνη
συνείδηση καὶ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ ὅταν δὲν τὸν ἐλέγχει ἡ
συνείδησή του. Νὰ γνωρίζει ἐπίσης ὅτι τὰ περισσότερα ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν
στοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι γνωστὰ οὔτε καὶ ἀποκαλύπτονται εὔκολα. Ἀλλὰ
καὶ ὅ,τι εἶναι γνωστὸ φαίνεται συνήθως ὅτι εἶναι καλό, ἀλλὰ μπορεῖ στὴν
πραγματικότητα νὰ μὴ εἶναι, γιατὶ ἔγινε μὲ κακὴ πρόθεση.
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ κάτι ἄλλο. Πολλοὶ δὲν
ἐξετάζουν τὴν ἀλήθεια, ποὺ συνήθως δὲν φαίνεται μὲ τὴν πρώτη ματιά, ἐνῶ
ἐντυπωσιάζονται ἀμέσως ἀπὸ ὅ,τι ὑποκριτικὸ καὶ ψευτο- εὐγενικὸ βλέπουν.
Τὸ φαινόμενο αὐτὸ παρατηρεῖται καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ
ἐπιπολαιότητα εἶναι γνώρισμα πολλῶν. Χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια,
μένουν στὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων καὶ κρίνουν μὲ
καλὴ προαίρεση, κάποτε ἐπαινοῦν ὑπερβολικά, πρόσωπα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ
ἐπικρίνουν, γιὰ νὰ μειώνεται ἡ ὅποια δραστηριότητά τους καὶ νὰ
ἀποφεύγονται σκανδαλισμοὶ καὶ νὰ ἐξαλείφονται ἀρνητικὲς καταστάσεις.
Ἐδῶ πρέπει νὰ κάνουμε μιὰ διευκρίνιση.
Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦμε τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν κρίση καὶ
τὴν κατάκριση. Ἡ πρώτη χρειάζεται γιὰ νὰ γνωρίζουμε μὲ ποιοὺς ἔχουμε νὰ
κάνουμε καὶ νὰ τηροῦμε τὴν ἀνάλογη στάση ἀπέναντί τους, ἐνῶ ἡ δεύτερη
εἶναι ἁμαρτία, γιατὶ καταδικάζουμε κάποιο πρόσωπο, ἔργο ποὺ δὲν μᾶς
ἀνήκει, ἀφοῦ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δικάσει τὸν ἀδελφό! Μὲ τὴν πρώτη
κρίνουμε ἔργα καὶ καταστάσεις, ἐνῶ μὲ τὴ δεύτερη καταδικάζουμε πρόσωπα.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει τὰ κριτήρια
ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κάποιος, γιὰ νὰ κρίνει σωστὰ καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν
ἀλήθεια, τὴν ὁποία ὅλοι ἐπιθυμοῦν, ἀλλὰ λίγοι τὴν βρίσκουν: «Μὴ
σχηματίζεις γνώμη ἀπὸ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀπὸ
τὴν προαίρεσή του, ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ διάθεσή του·
καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ διάθεσή του, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζεις καὶ τὸν τρόπο τῆς
ζωῆς του»3. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μᾶς προτρέπει νὰ ἔχουμε βαθύτερη γνώση τῶν
προθέσεων τοῦ ἄλλου καὶ νὰ στηριζόμαστε περισσότερο στὸν τρόπο ζωῆς του,
ὁ ὁποῖος γίνεται εὐκολότερα γνωστὸς καὶ φανερώνει τὴν προαίρεση ἐκείνου
ποὺ θέλουμε νὰ κρίνουμε.
Ἡ ὀρθὴ κρίση ἄς εἶναι ὁδηγός μας ἀλλὰ
καὶ ὁδηγὸς ἐκείνων, ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνουν καὶ νὰ δοῦν τὰ
πράγματα στὶς πραγματικές τους διαστάσεις.
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ
ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 413. 2.
Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος
Β΄, Ἀθήνα 2003, σελ. 525. 3. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ
ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 415.