Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Τι είναι ο Θεός. Το ακατάληπτο αυτού. (Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία)

Συνεχίζουμε, ἀδελφοί χριστιανοί, τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβής της Ὀρθοδόξου πίστεως».
Στό προηγούμενο μάθημα μᾶς εἶπε ὁ ἅγιος ὅτι ὑπάρχει Θεός. Αὐτό εἶναι φανερό. Τί ὅμως εἶναι ὁ Θεός κατά τήν οὐσία του καί τήν φύση του, αὐτό εἶναι ἐντελῶς ἀκατάληπτο καί ἄγνωστο. Ἐξάλλου τό θεῖον εἶναι ἀσώματο, δέν ἔχει σῶμα. Καί αὐτό πάλι εἶναι φανερό. Γιατί τό θεῖον εἶναι ἄπειρον, δηλαδή, δέν ἔχει ὅρια καί σχῆμα. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά ἔχει σῶμα. Ἀκόμη τό θεῖον εἶναι ἀσώματο, γιατί εἶναι ἀψηλάφητο, εἶναι ἀόρατο καί δέν συντίθεται ἀπό διάφορα στοιχεῖα. Εἶναι «ἁπλό» καί «ἀσύνθετο», λέγει ὁ Δαμασκηνός. Δέν μποροῦμε νά τό πιάσουμε μέ τά χέρια μας καί νά ποῦμε, νά αὐτό εἶναι!

Ἀλλά, ἄν τό θεῖον ἦταν περιγραπτό καί ἄν ἦταν παθητό – πού θά γινόταν ἄν εἶχε σῶμα– δέν μπορεῖ νά ἦταν «σεπτό», νά τό σεβόμαστε, δηλαδή, σάν Θεό. Τό θεῖον εἶναι «ἀπαθές». Ἀλλά πῶς θά εἶναι ἀπαθές, ἄν εἶναι «σύνθετο», ἄν δηλαδή ἀποτελεῖται ἀπό στοιχεῖα καί νά μπορεῖ μετά νά ξανααλυθεῖ στά στοιχεῖα αὐτά; Γι᾽ αὐτό λέμε ὅτι τό θεῖον εἶναι ἁπλό. Ἄλλωστε, λέγει ὁ Δαμασκηνός, τό σύνθετο σημαίνει διαμάχη, γιατί συνθέτονται διάφορα πράγματα. Γι᾽ αὐτό καί τό σύνθετο διαλύεται ἔπειτα. Αὐτά ὅμως, διαμάχη καί διάλυση, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τά ποῦμε γιά τόν Θεό.
Ἐξάλλου, ἄν ποῦμε γιά τόν Θεό ὅτι ἔχει σῶμα καί εἶναι ὁρατός καί ψηλαφητός, πῶς θά νοήσουμε αὐτό πού λέγεται γι᾽ αὐτόν ὅτι περνᾶ μέσα ἀπ᾽ ὅλα καί τά γεμίζει ὅλα μέ τήν παρουσία του; Ἔτσι λέγει ὁ Θεός γιά τόν Ἑαυτό του στήν Ἁγία Γραφή: «Οὐχί τόν οὐρανόν καί τήν γῆν Ἐγώ πληρῶ;» (Ἰερ. 23,24). Εἶναι ἀδύνατον ἕνα σῶμα νά περνᾶ μέσα ἀπό ἄλλα σώματα, χωρίς νά κόβει καί νά κόβεται καί νά συμπλέκεται μέ αὐτά, ὅπως συμβαίνει μέ τά ὑγρά ἐκεῖνα πού ἑνώνονται καί ἀναμιγνύονται.
Ἀλλά εἶναι μερικοί πού λέγουν ὅτι ὁ Θεός ἔχει σῶμα, ὄχι ἀκριβῶς σάν τό δικό μας, ἀλλά σάν κάποιο «ἄυλο» σῶμα, σάν τό λεγόμενο ἀπό τούς Ἕλληνες σοφούς «πέμπτο σῶμα». Ἀλλά καί αὐτό εἶναι ἀδύνατο γιά τόν Θεό, γιατί τότε καί τό σῶμα αὐτό θά ἦταν κινούμενο, ὅπως εἶναι ὁ οὐρανός, πού λέγεται πέμπτο σῶμα. Ἀλλά ποιός εἶναι αὐτός πού τό κινεῖ; Γιατί κάθε τί πού κινεῖται κινεῖται ἀπό κάποιον ἄλλο. Καί ἐκεῖνον ποιός τόν κινεῖ; Ἔτσι θά φτάσουμε στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ὅμως πρέπει νά εἶναι ἀκίνητος, γιατί αὐτός πού κινεῖ πρέπει νά εἶναι ἀκίνητος. Ἀδύνατο λοιπόν ὁ Θεός νά ἔχει σῶμα, ἔστω καί ἄυλο, ὅπως τό λέγουν, γιατί καί αὐτό θά εἶναι κινούμενο, ὅπως τό κανονικό σῶμα. Συνεπῶς πρέπει νά θεωρήσουμε τόν Θεό ὡς ἀσώματο.
Δέν γνωρίζουμε λοιπόν τί εἶναι ὁ Θεός. Καί ἐκεῖνα τά χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγέννητος, εἶναι ἄναρχος, εἶναι ἀναλλοίωτος καί εἶναι ἄφθορος κ.ἄ. πού λέμε γιά τόν Θεό ἤ σχετικά μέ τόν Θεό, ὅλα αὐτά δέν φανερώνουν τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὅμως κάποιος πού θέλει νά δηλώσει ποιά εἶναι ἡ οὐσία κάποιου πράγματος, πρέπει νά πεῖ καθαρά τί εἶναι αὐτό καί ὄχι τί δέν εἶναι. Αὐτό λέγεται «ἀποφατισμός». Λέγουμε δηλαδή γιά κάποιο τί δέν εἶναι καί ὄχι τί εἶναι. Ἀποφατισμός πάλι εἶναι τό ὅτι λέγουμε γιά τόν Θεό ὅτι ἔχει «ἀκινησία», εἶναι ἀκίνητος, γιατί ἡ κινητικότητα χαρακτηρίζει τά κτιστά πράγματα.
Εἶναι ἀδύνατον, λοιπόν, νά πεῖ κανείς γιά τόν Θεό τί εἶναι κατά τήν οὐσία του. Ὅμως θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά τόν Θεό γενικά μέ τήν μέθοδο τῆς ἀφαιρέσεως καί νά ποῦμε γι᾽ αὐτόν ὅτι δέν εἶναι κανένα ἀπό τά ὄντα, ὄχι ὅτι αὐτός δέν εἶναι ὤν, ἀλλά γιατί εἶναι πάνω ἀπό ὅλα τά ὄντα. Οἱ γνώσεις μας εἶναι μόνο γιά τά ὄντα τά κτιστά. Ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπό τήν γνώση γιατί εἶναι πάνω ἀπό τήν οὐσία τῆς κτιστῆς πραγματικότητας. Ἀλλά καί τό ἀντίθετο εἶναι σωστό: Ὅσοι εἶναι πάνω ἀπό τήν γνώση, ὅσοι, δηλαδή, δέν μπορεῖ νά γνωριστοῦν, εἶναι καί πάνω ἀπό τήν οὐσία τῶν κτιστῶν πραγμάτων.
Συμπερασματικά λοιπόν λέγουμε ὅτι τό θεῖον εἶναι ἄπειρο καί ἀκατάληπτο. Καί αὐτό μόνο εἶναι καταληπτό ἡ ἀπειρία του καί ἡ ἀκαταληψία του. Καί ὅσα λέμε καταφατικά γιά τόν Θεό δέν δηλώνουν τήν φύση του, ἀλλά τά σχετικά μέ τήν φύση του. Εἶναι ὅμως μερικά καταφατικά πού λέγουμε γιά τόν Θεό καί τά ὁποῖα εἶναι πραγματικά ἀποφατικά! Ὅπως, ὅταν λέγουμε σκότος γιά τόν Θεό, δέν νοοῦμε σκότος, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι φῶς. Καί δέν εἶναι φῶς, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τό φῶς· ἀλλά λέγεται φῶς, γιατί δέν εἶναι σκότος!
(Συνεχίζεται)
Μέ πολλές εὐχές,