Διαβάζουμε στὸ κατὰ Λουκᾶ (α΄ 46, 47) Εὐαγγέλιο· «Καὶ εἶπε Μαριάμ·
Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ
τῷ σωτῆρί μου». Καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ· Ἀνυμνεῖ καὶ δοξάζει ἡ ψυχή μου τὸ
μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου· καὶ ἐχάρη πολὺ τὸ βάθος τῆς καρδίας μου διὰ τὸν
Θεόν, ποὺ ἔσωσε καὶ ἐμὲ μαζὶ μὲ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος.
Ναὶ διότι μέσῳ τῆς Παναγίας σώθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τί εἶναι ἡ Παναγία μας γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους; Εἶναι ἡ μεσίτρια μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, στὸ βιβλίο του «Ἡ Θεομήτωρ», ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας· «Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετός, γιὰ νὰ ὑμνήση, ὦ μακαρία, τὴν ἀρετὴ Σου, τὶς χάριτες ποὺ σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς ποὺ Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, κανείς, ἔστω κι ἄν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος.
Ναὶ διότι μέσῳ τῆς Παναγίας σώθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τί εἶναι ἡ Παναγία μας γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους; Εἶναι ἡ μεσίτρια μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, στὸ βιβλίο του «Ἡ Θεομήτωρ», ἀναφέρει γιὰ τὴν Παναγία μας· «Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετός, γιὰ νὰ ὑμνήση, ὦ μακαρία, τὴν ἀρετὴ Σου, τὶς χάριτες ποὺ σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς ποὺ Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, κανείς, ἔστω κι ἄν «λαλῆ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος.
«Τὰ δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι
καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς
δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι,
ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι
αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ
προσφερθῆ ἡ ὑμνωδία ποὺ σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νὰ
ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο
χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴν γλῶσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατὶ καὶ μόνο
ἕνας λόγος καὶ μιὰ ἀνάμνηση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου
μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει
ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους».
Ποιὸν καὶ ποῦ δὲν βοήθησε ἡ Παναγία μας; Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματά της ἔγινε
πρὶν λίγα χρόνια στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς Πατρίδος μας. Στὶς 8
Σεπτεμβίου 1943 οἱ Ἰταλοὶ συνθηκολόγησαν καὶ ἀπεφάσισαν καὶ ἀπεχώρησαν
ἀπὸ τὸν Ἄξονα. Οἱ Γερμανοὶ ἀπεφάσισαν νὰ τιμωρήσουν τοὺς κατοίκους τοῦ
Ὀρχομενοῦ, ἐπειδὴ κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς τόλμησαν νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς
Ἰταλοὺς νὰ τοὺς παραδώσουν τὰ ὅπλα τους.
Κατόπιν τούτου ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς τῆς Περιφερείας, Ὄφμαν, ἀποφασίζει
ὅπως στρατὸς καὶ τάνκς κινητοποιηθοῦν κατὰ τοῦ χωριοῦ τοῦ Ὀρχομενοῦ,
κάψουν αὐτὸ καὶ συλλάβουν τοὺς κατοίκους ὁμήρους.
Τὴν νύκτα τῆς 9ης Σεπτεμβρίου ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς βλέπει στὸν ὕπνο του
μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα, ἡ ὁποία τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴ κάψη τὸ χωριό, γιατὶ
οἱ κάτοικοι εἶναι ἀθῶοι. Χωρὶς νὰ δώση προσοχὴ στὰ λόγια τῆς γυναίκας,
τὴν 10η Σεπτεμβρίου φθάνει μὲ τάνκς, αὐτοκίνητα καὶ στρατό, διακόσια
μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, πλησίον τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας, τῆς Παναγίας τῆς
Σκριποῦς (κτίσμα τοῦ 874 μ.Χ). Ἐκεῖ περιμένει τὴν κατάλληλη ὥρα, γιὰ νὰ
ἐπιτεθῆ.
Ἡ ὥρα ἔφθασε. Δίδει διαταγὴ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἐπίθεση. Ἡ ἴδια γυναίκα τῆς
περασμένης νύκτας παρουσιάζεται καὶ πάλι ἐμπρός του καὶ τὸν διατάσσει
τώρα ἐπιτακτικὰ νὰ μὴ ἐπιτεθῆ. Ὁ Διοικητὴς ὅμως δίδει τὸ σύνθημα τῆς
ἐπιθέσεως. Τὸ ἔδαφος τότε ἀρχίζει νὰ ὑποχωρῆ καὶ τὰ τάνκς καὶ τὰ
τεθωρακισμένα νὰ βουλιάζουν, μέχρι ποὺ κατεστράφησαν τελείως. Ἀμέσως
δίδει διαταγὴ νὰ ἀνοίξουν τὴν ἐκκλησία.
Τότε ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς παρακαλεῖ τὸν ἱερέα, νὰ τελέση ὁλονύκτιο δέηση
στὸν Θεό. Προχωρεῖ ὁ Γερμανὸς στὸ βάθος τῆς ἐκκλησίας καὶ φθάνει ἐμπρὸς
στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στὴν μορφὴν τῆς εἰκόνας ἀναγνωρίζει τὴν
γυναίκα ποὺ εἶχε παρουσιασθῆ στὸν ὕπνο του. Βγάζει τὰ γαλόνια του καὶ
150 μάρκα ποὺ εἶχε μαζί του καὶ τὰ τοποθετεῖ ἐπὶ τῆς εἰκόνος.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεήσεως ὁ Γερμανὸς Διοικητὴς ἔδωσε τὴν ὑπόσχεση ὅτι,
ὅσο εἶναι αὐτὸς Διοικητής, οἱ κάτοικοι δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα.
Ὅταν ὁ πόλεμος τελείωσε καὶ οἱ Γερμανοὶ ἔφυγαν, ὁ Διοικητὴς ἔστειλε ἀπὸ τὴν Γερμανία ἕνα λάβαρο μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
Ἀπὸ τότε, κάθε χρόνο 10 Σεπτεμβρίου, ὅσο ζοῦσε ἐρχόταν προσκυνητὴς στὴν
μνήμη Της. Τὸν δεύτερο χρόνο, ποὺ ἦλθε ἔφερε μαζί του μιὰ μεγάλη
εἰκόνα, ποὺ παρουσιάζει ἀκινητοποιημένα τὰ τάνκς καὶ τὰ αὐτοκίνητα καὶ
ἐπάνω τὴν μορφὴ τῆς Παναγίας. Μιὰ ἐπιγραφὴ ἀπαθανατίζει τὸ γεγονός:
«Θεομήτωρ Μαριάμ, Ὀρχομενοῦ ἄμαχος πρόμαχος».
«Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην, ἄνοιξον ἡμῖν εὐλογημένη Θεοτόκε· ἐλπίζοντες
εἰς σέ, μὴ ἀστοχήσωμεν· ῥυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων· σὺ γὰρ εἶ ἡ
σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν».