Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

«Καὶ ἐμεῖς ἀκοῦμε αὐτὸν τὸν πόλεμο τὰ βράδυα. Πολεμάει μὲ τοὺς δαίμονες κατὰ τὴν νυχτερινὴ προσευχὴ του…»


 ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΔΟΥΜΑ -  ΙΕΡΟΜ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΛΙΓΙΑΝΝΑΚΗΣ     
«Πολλὲς φορὲς εἶναι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ κρύβονται ἀπὸ τὰ μάτια μας τὰ κατορθώματα ἐναρέτων καὶ ἀσκητικῶν πατέρων, ποὺ ζοῦν κοντά μας. Γι’ αὐτοὺς εἶναι πνευματικὴ ἀσφάλεια καὶ ἐπιτυχία, διότι ἀθόρυβα καὶ ἀνεπηρέαστα ἐπαυξάνουν στὴν ψυχή τους τὸν θησαυρὸ τῆς Χάριτος. Γιὰ ἐμᾶς ὅμως εἶναι ἀποτυχία, διότι ἀναγνωρίζουμε τὴν προσωπικότητά τους, μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή τους καὶ τρέχουμε ν’ ἀκούσουμε ἀνθρώπους ποὺ τοὺς γνώρισαν γιὰ τὴν ἁγία τους βιωτὴ καὶ τί τὸ πνευματοκίνητο στόμα τους ἐλάλησε πρὸς σωτηρία μας.


Ὁ Ἱερομόναχος Νικόδημος ὑπῆρξε ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος. Ἀκάματος ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονητὴς τῆς ματαιότητος τῆς ζωῆς. Ἔζησε πρὸ ἐτῶν ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ πολὺ λίγοι ἀντελήφθησαν τὴν ἀρετή του. Γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπιτακτικὸ καθῆκον σ’ ἐμᾶς τοὺς νεώτερους πνευματικοὺς των υἱοὺς νὰ καταθέσωμεν ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν ἀείμνηστο Γέροντα ὅσα στοιχεῖα μπορέσαμε νὰ συγκεντρώσουμε πρὸς ὄφελος τῶν ψυχῶν μας καὶ αἰώνιο μνημόσυνο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ Πνευματικοῦ.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κρουσσώνας Ἡρακλείου Κρήτης τὸ ἔτος 1926. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Αἰκατερίνη, ἀπέκτησαν πέντε παιδιά. Τὸ τέταρτο κατὰ σειρὰν ἦταν ὁ Γέροντας Νικόδημος, ὁ τότε Ἐμμανουὴλ Καλλιγιαννάκης. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, τὴν εὐσέβειά του καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο ἀσχολήθηκε μὲ γεωργικὲς ἐργασίες καὶ κυρίως μὲ τὴν κτηνοτροφία. Ἐφημέριος στὸ χωριό του τότε ἦταν ὁ μακαριστὸς παπὰ Δημήτρης Φασουλάκης. Ἦταν πολὺ ἐνάρετος καὶ φιλομόναχος. Κοντὰ του ὁ μικρὸς Ἐμμανουήλ γαλουχήθηκε στὰ νεανικὰ του χρόνια. Οὐδέποτε ἀπουσίαζε ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος καὶ ψάλτης. Δὲν τὸν ἔθελγαν οἱ συναναστροφὲς τῶν συνομηλίκων του, οὔτε τὰ παιχνίδια καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ τους ἔργα. Εἶχε κοσμηθεῖ ἀπὸ μικρὸς μὲ τὴν εὐλάβεια πρὸς τὰ θεῖα. Τὸ ἀπαρρησίαστο τοῦ χαρακτῆρος του προκαλοῦσε στοὺς ἄλλους ἀγάπη στὸ πρόσωπό του. Ὁ πόθος του νὰ διαβάζει Βίους Ἁγίων καὶ ἄλλα θρησκευτικὰ βιβλία τὸν ξεχώρισαν. Μέσα του γεννήθηκε ὁ πόθος γιὰ τὴν Μοναχικὴ Πολιτεία. Τὰ βιβλία ποὺ διάβαζε, τοῦ εἶχαν πυρπολήσει τὴν καρδιά. Εἶπε στὸν παπὰ Δημήτρη τήν ἐπιθυμία του. Ἐκεῖνος τὸν συνεβούλευε: «Κάνε λίγο ὑπομονή. Πρῶτα θὰ πᾶς φαντάρος, μετὰ θὰ τακτοποιήσεις τὶς οἰκογενειακές σου ὑποχρεώσεις καὶ κατόπιν εἶσαι ἐλεύθερος, ἐὰν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ σὲ καλεῖ Ἐκεῖνος». Πράγματι, τὸ ἔτος 1948, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, ἐλεύθερος ἀπὸ οἰκογενειακοὺς δεσμούς, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς Δημητρίου καὶ ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Βροντησίου Κρήτης. Ἔμεινε ἐκεῖ ὡς δόκιμος τρία χρόνια ἐργαζόμενος μὲ ὑπακοὴ καὶ ἀφοσίωση στὴν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Θέλοντας ὅμως νὰ ζήσει ἀσκητικότερα, μὲ εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου πῆγε στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ὁδηγητρίας.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ἐκάρη Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Κατόπιν ὁ τότε Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας κ. Τιμόθεος, τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο δίνοντάς του καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος γιὰ τὴν ἐξομολόγηση τῶν πιστῶν. Ὁ π. Νικόδημος συνέχισε καὶ σ’ αὐτὴ τὴν Μονὴ μὲ ἄκρα ἐγκράτεια, αὐστηρότητα στὸν ἑαυτόν του καὶ αὐταπάρνηση τὸ ἀσκητικὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Βλέποντας ὁ Ἐπίσκοπος τὴν ἄψογη Μοναχικὴ του διαγωγὴ, τὸν ἐγκατέστησε Ἡγούμενο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμᾶ. Ἡ ἐπιθυμία βεβαίως τοῦ π. Νικοδήμου ἦταν νὰ ζήσει ὡς Ἱερομόναχος μὲ ταπείνωση, ἁπλότητα καὶ ἀφανῆ ἄσκηση. Ὑπέκυψε ὅμως στὶς παρακλήσεις τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ὑπηρέτησε στὴν Ἱ. Μ. Κουδουμᾶ. Μεγάλη ἀγάπη ἐπέδειξε στοὺς προσκυνητὲς χριστιανούς, τοὺς ὁποίους ὑποδεχόταν πατρικὰ καὶ τοὺς ἐξομολογοῦσε. Ὅπως μᾶς διηγήθηκαν ντόπιοι ἀδελφοί, πολλὲς φορὲς ὁ π. Νικόδημος ἐθεράπευσε δαιμονισμένους καὶ ἀρρώστους.
Ἡ φήμη του προσείλκυσε πλῆθος χριστιανῶν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκαλοῦν σοβαρὴ ἐνόχληση στὸν ἐκ φύσεως ἡσυχαστικὸ Ἱερομόναχο. Μὲ ἄδεια τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου ἔφυγε γιὰ τὸ χωριό του, γιὰ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν συρφετὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε ὡς Ἐφημέριος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ποὺ εἶναι πλησίον τοῦ χωριοῦ του. Καὶ ἐδῶ συνέχισε τὸ ψυχοσωτήριο ἔργο του. Στὸν ἑαυτὸ του ἦταν αὐστηρός, ἐνῶ στοὺς χριστιανοὺς ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς γιὰ τὰ παραπτώματά τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ρίξει στὴν ἀπελπισία, ὅπως ἔλεγε. Τὶς νύκτες σχεδὸν πάντοτε ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος. Δὲν ξάπλωνε σὲ κρεβάτι. Μόνο, ὅταν ἔκανε ἐγχείρηση ἀμυγδαλῶν, ἀναγκάσθηκε ἐπὶ 20 ἡμέρες νὰ εἶναι στὸ κρεβάτι. Στὰ διοικητικὰ τῆς Μονῆς δὲν ἀνακατευόταν ποτέ. Ἄφηνε πάντοτε τὴν Ἡγουμένη νὰ διοικεῖ συμβουλεύοντάς την διακριτικὰ τὰ πρέποντα. Τὰ βράδια ἀγρυπνοῦσε στὰ ἐξωκλήσια, ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὴ Μονή.
Μ’ αὐτοὺς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες δέχτηκε πλούσια τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή του. Ἔγινε πόλος ἕλξης καὶ παρηγοριὰ τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς καὶ πολλῶν χριστιανῶν. Ὁ πόθος του ὅμως ἦταν νὰ ζήσει στὴν ἀφάνεια, τὴν ἀπομόνωση, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ ἔργο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Οἱ ἐνοχλήσεις τῶν ἀνθρώπων τὸν ἐμπόδιζαν νὰ ἐφαρμόσει τὸ ἀσκητικὸ του πρόγραμμα μέσα στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ ἐπῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀναχωρήσει καὶ ἀπὸ ἐκεῖ.
Τὸ 1963 πῆγε στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, τὸ Ἅγιον Ὅρος. Κατ’ ἀρχὴν ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλύβα τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Σκήτης Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ μόνος του, χωρὶς ὑποτακτικό, καθόρισε τὸ ἀσκητικὸ του πρόγραμμα κάνοντας αὐστηρὴ λιτοδίαιτη ζωή. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἡ Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα βρισκόταν σὲ παρακμή. Δὲν ἦταν ἀκόμη Κοινοβιακή. Εἶχε λίγους Μοναχούς, χωρὶς ἱερέα ὡς ἐφημέριο. Κάλεσαν, λοιπόν, τὸν π. Νικόδημο ὡς Λειτουργὸ στὸ Μοναστήρι. Ἐκεῖνος δέχτηκε εὐχαρίστως καὶ κάθε Σαββατοκύριακο καὶ μεγάλες γιορτὲς κατέβαινε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Καλύβι στὴν Μονή. Ἡ ἀπόσταση πεζῆ εἶναι περὶ τὴ μία ὥρα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του παιδιά μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὸν Γέροντά του. Ἦταν Ἰούλιος μήνας κάποια χρονιὰ καὶ ὁ καύσωνας ἦταν ἀνυπόφορος. Ὁ Γέροντας ἔπρεπε νὰ κατέβει στὴ Μονὴ γιὰ τὰ καθήκοντά του. Μονολογοῦσε καὶ ἔλεγε: «Πῶς θὰ πάω στὴ Μονὴ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ζέστη;» Ξαφνικά, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς ἦταν καταγάλανος, ἦλθε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του ἕνα βαθύσκιο σύννεφο, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν συνόδευσε μέχρι τὴν Μονή. Ἔτσι λύθηκε τὸ πρόβλημα τῆς μεταβάσεώς του. Ἕνα ἄλλο πνευματικὸ του παιδὶ διηγήθηκε τό ἑξῆς γεγονός. Ἕνα βράδυ φιλοξενήθηκε στὴν Καλύβα τοῦ Γέροντός του. Μετὰ τὸ βραδινὸ φαγητὸ καὶ τὸ Ἀπόδειπνο ἀναχώρησαν γιὰ ξεκούραση στὰ κελιά τους. Τὴν νύκτα ὁ νεαρὸς ἐπισκέπτης εἶχε ἀνάγκη νὰ πάει στὸ ἀναγκαῖο. Μά, ἀπὸ ντροπή, δὲν ρώτησε τὸ Γέροντά του, ποῦ εἶναι τὸ μέρος αὐτό. Ἀναγκάσθηκε νὰ βγεῖ ἔξω. Προχωρώντας πρὸς τὶς ἐλιὲς εἶδε κάτω σὲ μιὰ ἀπ αὐτὲς τὸν Γέροντα νὰ προσεύχεται γονατιστὸς μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ ἕνα θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸ ὁποῖο καὶ τὸν πρόδωσε. Παρακάλεσε τὸν νεαρὸ, αὐτὸ ποὺ εἶδε, νὰ μὴν τὸ ἀνακοινώσει πουθενὰ μέχρι τὸν θάνατό του. Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Κουτλουμουσίου καὶ πῆρε ἕνα ἄλλο κελί, ποὺ εἶναι στὸ δρόμο Καρυῶν-Μονῆς Ἰβήρων, περίπου 20 λεπτὰ μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὶς Καρυές. Τὸ σπίτι αὐτὸ τιμᾶται στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἔχει κήπους, νερὸ καὶ ὡραία θέα πρὸς τὴ Μονὴ Ἰβήρων καὶ τὴ θάλασσα. Τὸ παρέλαβε ἔρημο καὶ τὸ διόρθωσε ὅσο τοῦ χρειαζόταν. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν διακρίθηκε ποτὲ σὰν νοικοκύρης, διότι ὅλη τὴ μέριμνά του εἶχε γιὰ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Θεωροῦσε περιττὰ τὴν ἀρχοντικὴ καθαριότητα, τὶς ἐργατοκηπουρικὲς ὑπηρεσίες, τὰ λουλούδια καὶ τὰ σπιτικὰ στολίδια. Στολίδι γι αὐτὸν ἦταν ἡ ἀέναος νυχτερινὴ προσευχή, ἡ αὐστηρὴ νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ προετοιμασία γιὰ τὰ αἰώνια.

Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔγινε γρήγορα γνωστὴ ἡ ἁγιότητα τοῦ Γέροντος Νικοδήμου. Τὸν ἐπισκέπτονταν Μοναχοί, ὄχι μόνο ἐρημίτες, ἀλλὰ καὶ κοινοβιάτες, νὰ τὸν συμβουλευθοῦν στὸ ἔργο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀκόμη καὶ ὁμόδοξοι ἀλλοδαποὶ τὸν ἀνακάλυψαν καὶ ἔρχονταν νὰ τὸν ἀκούσουν….. Ἐξωτερικὰ δὲν παρουσίαζε κάποια ἰδιαίτερη ἐντύπωση ἡ παρουσία του. Ἦταν μετρίου ἀναστήματος. Φοροῦσε συνήθως τετριμμένα ράσα, ἐνῶ τὸν χειμῶνα φοροῦσε μπότες μὲ χονδρὲς κάλτσες. Περπατοῦσε σκυφτὸς καὶ μὲ ἕνα ραβδὶ στὸ χέρι. Χαιρετοῦσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἕνα κρυφὸ χαμόγελο, χωρὶς γέλια καὶ περιττὲς συζητήσεις. Τὸ πρόγραμμα τῶν Ἀκολουθιῶν τὸ τηροῦσε ἀπαράβατα. Τὴν νύχτα διάβαζε τὸ Μεσονυκτικό, τὸν Ὄρθρο, τὶς Ὧρες καὶ τελοῦσε τὴν θεία Λειτουργία κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτή. Τὸ ἀπόγευμα διάβαζε τὴν Ἐνάτη Ὥρα, τὸν Ἐσπερινό, τὸν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Πάντων, τὸ Θεοτοκάριον καὶ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικὰ του παιδιὰ διηγεῖται τά ἑξῆς δυὸ περιστατικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται ἡ παρρησία του πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων ποὺ εἶχε. Ἕνα ἀπόγευμα βρισκόταν στὴν ἀπλωταριά. Τὸν πλησίασε ἡ γάτα του νιαουρίζοντας. Τῆς εἶπε: «Τί θέλεις; Δὲν ἔχω νά σοῦ δώσω κάτι νὰ φᾶς. Πήγαινε, πιάσε ἕνα πουλὶ καὶ φάγε». Πράγματι, ἐπῆγε καὶ σὲ τρία λεπτὰ ἐπέστρεψε μὲ τὸ πουλὶ στὸ στόμα της. Μιὰ ἄλλη φορὰ ἐφιλοξενεῖτο αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὸ σπίτι του. Τὶς νύχτες ἄκουε θόρυβο, κάτι σὰν διαμάχη στὸ κελί του. Τὸ πρωὶ ρώτησε τοὺς δυὸ ἐργάτες του ποὺ ἔκαναν γιὰ λίγες μέρες ἐκεῖ μερικὲς ἐπιδιορθώσεις. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: «Καὶ ἐμεῖς ἀκοῦμε αὐτὸν τὸν πόλεμο τὰ βράδυα. Πολεμάει μὲ τοὺς δαίμονες κατὰ τὴν νυχτερινὴ προσευχὴ του…» Μ’ αὐτὸ τὸν σκληρὸ ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δαιμόνων πέρασε τὴ ζωὴ του στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπὶ 24 χρόνια.
Ἕνα χρόνο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπ' αὐτὴ τὴ ζωὴ, προσέλαβε ὡς Δόκιμο τὸν παιδικὸ του φίλο καὶ συγχωριανὸ του Παῦλο Ἐπανωμεριτάκη. Ο παπὰ Νικόδημος σὲ κάποια ἔξοδό του στὴν Κρήτη τὸν συνάντησε. Τὸν διάβασε ρασοφόρο Μοναχὸ καὶ τὸν πῆρε μαζί του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ρωτήθηκε ὁ π. Παῦλος νὰ πεῖ κάτι γιὰ τὸν Γέροντά του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ὁ παπὰ Νικόδημος ἦταν Ἅγιος ἄνθρωπος. Δὲν κοιμόταν σχεδὸν καθόλου τὴ νύκτα. Δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τίποτε στὴν ζωή του, παρὰ μόνο γιὰ τὰ πνευματικά. Τὸ πρόγραμμα τῶν Ἀκολουθιῶν του τὸ κρατῶ ἐγὼ τώρα μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια. Ἦταν αὐστηρὸς στὸν ἑαυτό του. Οὐδέποτε κατέλυε τὸ λάδι κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Δὲν ἤθελε ν’ ἀκούει καθόλου γιὰ τοὺς ζηλωτές καὶ δὲν διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἔκαναν πολλὰ Κελιά καὶ μερικὲς Μονές, διότι δὲν εἶχε πληροφορία ἀπὸ τὸ Θεό. Λόγῳ τῆς σκληρῆς ζωῆς του, δὲν δεχόταν νὰ οἰκονομηθεῖ στὶς διάφορες ἀνάγκες του. Ἐνίοτε μοῦ φερνόταν ἀπότομα. Κι ἐγὼ τὸν εἶχα κάποιες φορὲς παρεξηγήσει ὅτι εἶναι ἰδιότροπος ἄνθρωπος. Μοῦ συμπεριφερόταν ἔτσι, διότι ἤθελε νὰ κρύβει ἐπιμελῶς τὸν ἀγῶνα του καὶ τὶς ἀρετές του. Πάντοτε μὲ συμβούλευε. Μιὰ συμβουλή του τὴν θυμᾶμαι πάντα: «Νὰ παρακαλᾶς τὸν Κύριο νά σοῦ δώσει τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὑπέφερε τὶς κακουχίες, τὶς στερήσεις, τὶς ἄγριες καιρικὲς συνθῆκες, τὰ κρύα καὶ τὰ χιόνια μὲ ἀθλητικὴ καρτερία. Οὐδέποτε γόγγυζε γιὰ τοὺς σωματικοὺς του πόνους, ἂν καὶ ἔπασχε ἀπὸ ἀρθριτικὰ καὶ προστάτη. Τελευταία δυσκολευόταν νὰ τελεῖ κι αὐτὴ τὴ θεία Λειτουργία. Κάποια φορὰ εὑρισκόμενος στὸ πεζούλι τῆς αὐλῆς ἔπεσε κάτω ἀπὸ ὕψος δυὸ μέτρων. Χτύπησε ἄσχημα στοὺς γοφοὺς καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι περπατώντας μὲ τὰ τέσσερα. Παρότι πονοῦσε, δέν μοῦ εἶπε τίποτε. Ὅταν τὸν ἔπλυνα καὶ τὸν ἄλλαξα, ἔφριξα, ὅταν εἶδα δυὸ μεγάλες ἀνοικτὲς πληγὲς στὸ σῶμα του. Τὸν πῆγα ἔξω στὸ Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ τὸν καθάρισαν πετώντας σάπια κρέατα.
Ὅταν τελείωσε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ 1986 μοῦ εἶπε: «Γέρο Παῦλο, θὰ τὸ βγάλω κι' αὐτὸ τὸ Πάσχα καὶ ὄχι ἄλλο». Πράγματι, μετὰ τὸ Πάσχα κάλεσε δυὸ ἱερεῖς καὶ τελέσαμε τὸ Ἅγιο Εὐχέλαιο στὸ σπίτι μας. Κατόπιν τὸν ἑτοίμασα καὶ σὲ λίγες μέρες ἔφυγε γιὰ τὴν Κρήτη. Εἶχε σὲ πολὺ μεγάλη εὐλάβεια τὴν ἁγία Παρθενομάρτυρα Εἰρήνη στὸ Μοναστήρι τῆς ὁποίας ποθοῦσε νὰ ἀφήσει τὸ σκήνωμά του. Ἦταν τότε μόλις ἑξῆντα ἐτῶν καὶ φαινόταν γιὰ ὀγδόντα πέντε. Φθάνοντας στὴν Κρήτη εἰσήχθη στὸ Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο Ἡρακλείου. Ἡ κατάστασή του χειροτέρευσε, ἐνῶ λόγῳ τῶν ἀρθριτικῶν του, βρισκόταν ἀκίνητος στὸ κρεβάτι. Ἡ ὄψη τοῦ προσώπου του ἦταν γαλήνια καὶ φωτεινή. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα μὲ τὸ κομποσκοίνι του καὶ δὲν δυσανασχετοῦσε γι' αὐτὲς τὶς δοκιμασίες του. Εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ μὲ τὸ γνωστὸ Χρυσοστομικὸ λόγιο: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ὁσάκις μιλοῦσε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα. Μεταφέρθηκε στὴ Μονὴ τῆς ἁγίας Εἰρήνης. Προανήγγειλε στὶς Ἀδελφὲς τὸ θάνατό του λέγοντας: «Αὔριο θὰ ἔχουμε τελετὴ στὸ Μοναστήρι. Θὰ ἔλθουν πολλοὶ ἱερεῖς καὶ χριστιανοί». Ἡ τελευταία του ἡμέρα ἦταν ἡ 17η Ἰουλίου, μνήμη τῆς ἁγίας Παρθενομάρτυρος Μαρίνης. Κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ὁ πυρετὸς εἶχε φθάσει στὸ 41,3 καὶ ὁ γιατρὸς εἶπε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου καλά. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ μπορεῖ νὰ πεθάνει.
Μεταφέρθηκε πάλι στὸ Νοσοκομεῖο. Τὸ πρόσωπό του διατηροῦσε μία θεία λαμπρότητα καὶ τὰ χείλη του πρόφεραν συνεχῶς εὐχαριστίες στὸ Θεό. Στὶς δυὸ ἡ ὥρα ἐκείνης τῆς ἡμέρας τὸ βράδυ ἔλαμψε ἐντονότερα τὸ πρόσωπό του. Τὰ χείλη του ψέλλιζαν τὴν εὐχή. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀμέσως ἡ ψυχὴ του ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸ ἀσκητικώτατο καὶ πολυβασανισμένο σῶμα του. Τὸν μετέφεραν μετὰ τὰ μεσάνυχτα στὴ Μονή. Τὴν ἑπομένη τὸ ἀπόγευμα ἔγινε ἡ κηδεία του. Πράγματι, πλῆθος κόσμου, Μητροπολῖτες, ἱερεῖς πνευματικὰ του παιδιὰ ἔφθασαν ἀπὸ ὅλη τὴν Κρήτη νὰ προπέμψουν τὸν ὁσιώτατο Γέροντα Νικόδημο, ὁ ὁποῖος ἄνθησε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐβασίλευσε στὴν Κρήτη. Ὁμίλησε σχετικῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Τιμόθεος. Σήμερα στὸν τάφο καίει πάντοτε ἀκοίμητος κανδήλα, ἐνῶ οἱ χριστιανοὶ δὲν παύουν νὰ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ ἀσπάζονται τὸν τάφο του ζητῶντας τὴν εὐχή του. 

Από το βιβλίο του π. Χ. Π.

ΚΟΥΔΟΥΜΙΑΝΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ